Η λέξη «κορεσμός» χρησιμοποιείται για να δηλώσει το σημείο στο οποίο κάτι είναι εντελώς γεμάτο και την πλήρη ικανοποίηση. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «κορέννυμι» που η ρίζα του σήμαινε αυξάνω και γεμίζω. Ετυμολογικά συνδέεται με την αρχαία λέξη «κόρος» που σήμαινε την πλησμονή και τις λέξεις «κούρος» και «κόρη» που ήταν τα αντρικά και γυναικεία αγάλματα.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.