φως < αρχαία ελληνική φάος / φῶς < φάω (λάμπω)
Το φως προέρχεται από το φάος.
Φάος, Φως (αο>ω) [φάFος, ο πρωτόγονος άνθρωπος για να ανάψει φωτιά, αλλά και για να την διατηρήσει, έπρεπε να φυσά προς την εστία του πυρός τακτικά. Φουφού λέγεται ακόμα και τώρα η εστία του πυρός και το μαγκάλι.
Μόλις δε ανάψει η φωτιά, φωτίζει (φά-ει) και φα-νερώνει τα γύρω της αντικείμενα. Γύρω από το φώ-ς της φω-τιάς αρχίζουν να ακούγονται οι φω-νές των ανθρώπων, για την περιγραφή των συμβάντων της προηγηθείσης ημέρας.
Φά-σκω = βεβαιώ, ισχυρίζομαι, προσποιούμαι (διότι η γλώσσα τους ήταν φτωχή και έπρεπε και δια προσποιήσεων να παραστήσουν κάποια συμβάντα).
Η ρίζα φα- (φάσις = καταγγελία, λόγος και εμφάνιση) έχει την σημασία του φέρω στο φως, φανερώνω, φανερώνω δια του λόγου, καθιστώ γνωστό (βλ. φαίνω και φημί). Για τον λόγο αυτόν οι τύποι του παθητικού παρακειμένου του φημί και του φαίνω, είναι ακριβώς ίδιοι.
Το φαίνω συνδυάζει τα δύο ρήματα φάω και φημί, περιέχων και τις δύο έννοιες, αφού σημαίνει φέρω στο φως, δεικνύω, φανερώνω, παρέχω φως, εκθέτω (επί διανοημάτων), καταγγέλλω κάποιον, προδίδω, λέγω.
Το φαύω (φάFω) παραπέμπει κατ’ ευθείαν στη φουφού, το φύσημα για το άναμμα της φωτιάς]- φως (αο>ω).
Αξίζει τον κόπο να προσέξει κανείς, στην περίπτωση της ρίζας αυτής, όπως και σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις, πόσο λογικά ερμηνεύεται η απορία των διαφορετικών εννοιών που μπορεί να περιέχονται μέσα στην ίδια λέξη.
Η ερμηνεία του φαινομένου πηγάζει από δυο λόγους.
Ο πρώτος είναι η πενία του λεξιλογίου του πρωτόγονου ανθρώπου.
Ο δεύτερος έχει να κάνει με την αναγκαστική διαπλοκή όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και συμπεριφορών. Τίποτε στον άνθρωπο δεν μπορεί να συμβεί ξεκομμένο απ’ όλες τις άλλες παραμέτρους που διέπουν τον πολύπλοκο βίο του. Έτσι οι έννοιες διαχέονται μέσα σε παρεμφερείς λέξεις και αφήνουν τα αποτυπώματά τους σ’ αυτές, στον άλφα ή βήτα βαθμό.
Η εξέλιξη και η πρόοδος μιας γλώσσας έγκειται στην εξειδίκευση των εννοιών των λέξεων, δια της ελάχιστης διαφοροποίησης του φωνητικού τους μέρους (άδικος – αδίκως, πατήρ – πάτερ).
Στο λεξικό μπορεί να δει κανείς όλες τις λέξεις που έλκουν την καταγωγή τους από την λέξη φως.
Επίσης είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός, μια λέξη όπως η έννυμι να κατάγεται ξεκάθαρα (βλ. στο λεξικό) από τη λέξη φως.
Πώς όμως οι λέξεις οψ (γεν. οπ-ός), ωψ (όψη), όπ-ις (οφθαλμός), έχουν την ίδια ρίζα με την λέξη φως;!
Πώς δηλαδή το φα- έγινε οπ- ; για να το δούμε:
όπωπα [πρκμ. β΄ του οράω.
Το φως το προερχόμενο από την εστία του πυρός απαιτεί τακτικό φύσημα επί της εστίας (βλ. φάος), ουφουφου (το πρώτο ου εκ της εισπνοής) > ούφουφα > ούπουπα (φ>π) > όπωπα (ου>ο,ω).
Δηλαδή κατόπιν φυσημάτων άναβε η φωτιά η οποία φώτιζε τον χώρο και τότε άρχιζε να ορά ο άνθρωπος (διότι δεν διέθετε άλλο μέσον προς φωτισμό), αλλά και να ομιλεί (βλ. φάος).
Εκ της κοινής καταγωγής των φαίνω και φημί (βλ. φάος), άξιον προσοχής τυγχάνει το γεγονός ότι και εκ του φημί έχουμε τα έπ-ος και οψ (γεν. οπ-ός). Η οπ- δηλαδή δηλώνει και την όραση και την ομιλία.
Μάλιστα το οψ φέρει F (γεν. Fοπός) το οποίο εκ του φ (φύσημα) προέρχεται]- περιβλέπω, περισκοπώ, βλέπω ατενώς, ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω. οπωπή- όψη, θέα, όραση, οφθαλμός, οπωπεύω, οπωπητήρ, οπιπεύω, οπιπευτήρ, οπίπης, παρθενοπίπης, παιδοπίπης, πυρροπίπης (πυρ), οψ (γεν. οπ-ός), ωψ (γεν. ωπ-ός, οπ-ωπ-α), ωψά, όψις, οψείω, εισωπός, αδυσώπητος (α, στερητ. + δυσ- + ωψ)- αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον κάνει να μεταβάλλει την έκφραση του προσώπου του ή να ερυθριάσει, αναίσχυντος, ανεξιλέωτος.
Αλλά και το όσσε (οι δύο οφθαλμοί) να προέρχεται από το όψ.
Και η λέξη μάτι!
Ιδού:
όσσε [οψ, γεν. οπ-ός + τε (δε>τε = δύο) > όπ-τε > όσσε (πτ>σσ, όπως πέπτω – πέσσω)]- οι δύο οφθαλμοί. όσσομαι, όσσω, όττις (σσ>ττ), όμμα (όπ-μα, πμ>μμ), ομμάτιον, ομματόω, ομμάτειος, μάτι (ο-μμάτι, ομ-μάτι, το ορθόν είναι ’μμάτι), ’μμάτι, ματιά, Μάτι, ματιάζω, μάτισμα, ματισιά, ματόλαδο, ματο-, ματιασμένος...
Βασδέκης Ν. Σταύρος
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.