Το 1946 ο ρεμπέτης Γιώργος Μητσάκης τραγούδησε “όταν καπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν πρέπει να μιλάς, κοίταξε τριγύρω οι μάγκες κάνουν όλοι, κάνουν τουμπεκί”. «Κάνε τουμπεκί», και μάλιστα ψιλοκομμένο, σημαίνει «σώπα, μη μιλάς». Η έκφραση δημιουργήθηκε στους παλιούς καφενέδες, όταν οι ταμπήδες, δηλαδή οι ειδικευμένοι τεχνίτες, προετοίμαζαν το τουμπεκί, όπως λέγεται στα τούρκικα ο ταμπάκος, δηλαδή ο καπνός, για τους ναργιλέδες των πελατών ψιλοκόβοντάς το.
Εάν λοιπόν αυτοί χρονοτριβούσαν συζητώντας μεταξύ τους, ο πελάτης, που αδημονούσε να φουμάρει το ναργιλέ του, τούς φώναζε “κάνε τουμπεκί!”, δηλαδή «σώπα επιτέλους και κόψε αυτό το ρημάδι το τουμπεκί καμιά φορά, για να φουμάρω επιτέλους τον ναργιλέ μου». Όταν τελικά αυτός ο ναργιλές κατέφτανε, με το πάνω μέρος του, τον λουλά, δηλαδή την πήλινη εστία, γεμάτη με μυρωδάτο τουμπεκί και άρχιζε η ιεροτελεστία του καπνίσματος, τα πολλά λόγια δεν χωρούσαν.
Εάν κάποιος της παρέας ήταν φλύαρος, κι άρχιζε την πάρλα, ο μερακλής του πετούσε ένα βαρύ κι ασήκωτο “κάνε τουμπεκί!” που σήμαινε «σώπα επιτέλους, φουμάρισε τον ναργιλέ σου, κι άσε με να φουμάρω τον δικό μου», ειδικά όταν το ψιλοκομμένο τουμπεκί περιείχε και χασίσι.
Να πούμε πως το 1923, δημιουργήθηκε στο Καλπάκι, ένα χωριό έξω από τα Γιάννενα, ένας πειθαρχικός ουλαμός, που στελεχώθηκε με ποινικούς και περιθωριακούς. Οι ίδιοι οι στρατιώτες το ονόμαζαν «Τάγμα Τουμπεκί» – σε ελεύθερη απόδοση θα το λέγαμε το Τάγμα της Σιωπής...
Παύλος Μεθενίτης
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.