Τι γίνεται όταν οι γονείς διαφωνούν με τον δάσκαλο ως προς τον όγκο των μαθημάτων;
«Το συζητάμε μαζί του με ευγένεια, με τακτ και με παραδείγματα, το συζητάμε. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο δάσκαλος είναι πρόθυμος να διορθωθεί αν κάπου έχει κάνει λάθος. Αν όχι, του υποδεικνύουμε με ευγένεια να το συζητήσει με τον Διευθυντή του σχολείου και τον ενημερώνουμε, ότι σκοπεύουμε να το συζητήσουμε κι εμείς μαζί του, με στόχο πάντα να βγει κάτι ωφέλιμο για το παιδί. Εξυπακούεται, ότι ποτέ δεν προσβάλλουμε, δεν φωνάζουμε, δεν είμαστε υβριστικοί. Επίσης, ανάλογα με τις υποδείξεις Δασκάλου – Διευθυντή καταφεύγουμε σε κάποιον ειδικό, αν το παιδί θέλει ειδικότερη βοήθεια, λόγω π.χ. δυσλεξίας. Είμαστε ανοιχτοί, λοιπόν, στο να ακούσουμε τι έχει να μας πει και ο δάσκαλος και δεν τον απορρίπτουμε –ειδικά μπροστά στο παιδί.»
Πόσο χρειάζεται να βοηθάει ο γονιός το παιδί στην Α΄ Δημοτικού;
«Πολύ, αλλά διακριτικά. Στην Α΄ τάξη “χτίζουμε πολλά”, αλλά -κυρίως- την αγάπη του παιδιού για το Σχολείο, τη μελέτη, τη φιλαναγνωσία, τη μεθοδικότητα στο διάβασμά του. Δουλεύοντας μαζί με το παιδί, βάζουμε τα θεμέλια για ένα σπουδαίο ή λιγώτερο φιλόδοξο “οικοδόμημα”. Αυτό, όμως, πρέπει να το κάνουμε με χαρά, με ενθουσιασμό, με έμπνευση, με μεράκι. Ποτέ με γκρίνια, με βαρεμάρα, με ρουτίνα, πολύ περισσότερο με κλάματα ή με ξύλο.»
Στις επόμενες τάξεις του Δημοτικού ποια στάση να κρατάει ο γονιός με το διάβασμα στο σπίτι;
«Να βοηθάει, αλλά σταδιακά να απομακρύνεται τοπικά –αλλά ποτέ ψυχικά. Να μην εκνευρίζει με το ενδιαφέρον του, να μην πεισμώνει το παιδί με την επιμονή του, να μην το αγχώνει με την έννοια του για την επιτυχία του. Όλα τα άγχη και τις αγωνίες του να τις κρατάει μέσα του και να προβάλλει στο παιδί την πεποίθησή του για την επιτυχία του, την προτροπή να επιχειρεί, να συμμετέχει σε διαγωνισμούς, να κρίνεται και να συγκρίνεται, να του μαθαίνει πώς θα στέκεται στην αποτυχία και πώς θα την αντιμετωπίζει κι όσα άλλα χρειάζεται ένα παιδί για να σταθεί ισχυρό, ακέραιο, θετικό, ειρηνικό και με όνειρα ρεαλιστικά στη ζωή του, απέναντι στον κόσμο και την κοινωνία».
Τι γίνεται όταν ο γονιός δεν μπορεί να βοηθήσει με το διάβασμα; Ποια είναι η ιδανική λύση τότε;
«Και να μη μπορεί να βοηθήσει, χρειάζεται να έχει πάντα την έννοια. Κατά βάθος, η κρίση του γονιού για το διάβασμά του, μετράει πάρα πολύ για κάθε παιδί. Δεν μπορεί, λοιπόν, να μην ενδιαφερθεί ο γονιός, να το “ρίξει” όλο σε κάποιον άλλο, π.χ. σε καθηγητή για ιδιαίτερα ή στο φροντιστήριο, εκτός κι αν αυτός είναι κάποιος πολύ κοντινός άνθρωπος που θα ενδιαφερθεί για το παιδί σχεδόν όσο ο γονιός.»
Έρχεται ποτέ η στιγμή που ο γονιός σταματά να ασχολείται με το διάβασμα του παιδιού στο σπίτι;
«Νομίζω ναι. Κάπου στο τέλος του Γυμνασίου ή στο Λύκειο, όταν το ίδιο το παιδί δώσει το “πράσινο φως”. Τότε που το παιδί ξέρει τι θέλει, πώς θα οδηγηθεί εκεί, τότε που σχεδιάζει προοπτικές, που θέλει να επιτύχει τα όνειρά του πάση θυσία, μερικές φορές σχεδιάζει και εναλλακτικές σε περίπτωση αποτυχίας της πρώτης του επιλογής, τότε εμείς κάνουμε πίσω. Εκείνο έχει πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Εμείς προσευχόμαστε απλά, το καράβι που βγαίνει στο πέλαγος, να είναι καλοτάξιδο.»
Ιδιαίτερα ή Φροντιστήριο; Πότε είναι αναγκαίο κάποιο από τα δύο και με ποιο κριτήριο να επιλέξουν οι γονείς το ένα ή το άλλο;
«Σαφώς ένας καλός ιδιαίτερος Δάσκαλος είναι πολύ καλύτερος από ένα Φροντιστήριο, και μάλιστα αν αυτό δεν είναι ολιγομελές. Ο δάσκαλος του ιδιαίτερου έχει ένα μόνο άτομο μπροστά του και “δουλεύει” τις δυσκολίες ή την πρόοδο του ενός –αυτή ήταν η τακτική του Σωκράτη. Ως προς το πότε, αυτό είναι κάτι που θα υποδείξει το ίδιο το παιδί, αν οι γονείς δεν μπορούν να το βοηθήσουν. Όσο για το κριτήριο του τι να επιλέξουν οι γονείς, αυτό είναι σαφώς οικονομικό. Ωστόσο, στις μεγαλύτερες τάξεις του Λυκείου, συνιστώ, ακόμα και στους καλούς μαθητές, να παρακολουθήσουν ένα Φροντιστήριο, για να δουν και πώς διδάσκει κάποιος άλλος. Τι θέματα βάζει; Ποια θεωρεί σημαντικά στην ύλη κ.τ.λ. Νομίζω δεν μπορούμε να εγκλωβίσουμε το παιδί στη μονομέρεια, εφ’ όσον -φυσικά- υπάρχει η οικονομική δυνατότητα των γονέων.»
Είναι λύση το ολοήμερο Σχολείο στο διάβασμα; Πώς θα πρέπει να γίνεται η δουλειά εκεί;
«Είναι κάποια λύση… Καλή ή κακή, εξαρτάται από πολλά. Από τον εκπαιδευτικό που το έχει αναλάβει, από τη διάθεση του παιδιού και το χαρακτήρα του, αλλά και από τις απαιτήσεις των γονιών, περί του πόσο διαβασμένος θα έρθει στο σπίτι ο μαθητής. Αν π.χ. έχει πάρει το ελεύθερο από τους γονείς να κάνει μόνο τα γραπτά του, και τα προφορικά στο σπίτι, το παιδί θα ετοιμάσει τα λιγώτερα και ίσως δημιουργήσει πρόβλημα στο υπόλοιπο τμήμα. Όλα εξαρτώνται από τη “συμφωνία” του παιδιού με τους γονείς, την ικανότητά του εκπαιδευτικού και τον χαρακτήρα του παιδιού».
Τι κάνουμε με το διάβασμα των δύο ή περισσότερων παιδιών;
«Τα δύο παιδιά ή τα δίδυμα πρέπει να διαβάζουν την ίδια ώρα, το καθένα στον δικό του ξεχωριστό χώρο, ανεξάρτητα από το πού είναι αυτός –κάλλιστα μπορεί π.χ. να είναι στην κουζίνα ή στο γραφείο των γονιών, αν δεν υπάρχει δεύτερο παιδικό δωμάτιο. Ο γονιός τότε, χρειάζεται, να είναι στο πλευρό και των δύο παιδιών, πηγαίνοντας μία δίπλα στο ένα και μία δίπλα στο άλλο, μέχρι να τελειώσουν. Στόχος είναι να μην αποσπά το ένα την προσοχή του άλλου.»
Τα δευτερεύοντα μαθήματα (π.χ. Ιστορία) πρέπει το παιδί να μας τα λέει «απ’ έξω»;
«Ναι. Και μάλιστα όσο καλύτερα γίνεται. Όχι μόνο επειδή η μάθηση απαιτεί απομνημόνευση, με την οποία ο άνθρωπος χτίζει πάνω στις παλιές, τις καινούριες του γνώσεις, αλλά ακόμη επειδή αποστηθίζοντας μαθαίνει να εκφράζεται, να συντάσσει, μαθαίνει νέο λεξιλόγιο, νέες ιδέες. Το μικρό παιδί, καθώς δεν έχει δικό του περιεχόμενο, δεν έχει από κάπου άλλου να μάθει όλα αυτά που αποτελούν έναν έτοιμο “πλούτο”, λεξιλογικό και περιεχομένου. Μάλιστα, αυτά θα μπορεί να τα χρησιμοποιεί σιγά-σιγά στις Εκθέσεις του και να προάγεται η κρίση του.»
Τι γίνεται όταν το παιδί αρνείται να διαβάσει; Τι πρέπει να κάνει τότε ο γονιός; Να «αδιαφορήσει», αφήνοντας όλη την ευθύνη στο παιδί, ή «να δώσει μάχη», μέχρι να βρεθεί μια λύση; Και ποια μπορεί να είναι αυτή η λύση;
«Θα πρέπει να προβληματιστεί ο γονιός: Γιατί συμβαίνει αυτό; Κάτι του φταίει του παιδιού και πρέπει να βρεθεί. Κάτι θέλει να μας πει με αυτή του την άρνηση, αλλά δεν μπορεί. Η λύση δεν είναι ούτε η ανάκριση, ούτε η ψυχανάλυση. Και τα δυο ενοχλούν πολύ το παιδί και του δίνουν και την εντύπωση ότι είναι προβληματικό. Επίσης η λύση δεν είναι τα νεύρα μας, οι φωνές μας (επειδή, πιθανόν, βιαζόμαστε «να τελειώνουμε με τα μαθήματα, γιατί έχω κι άλλες δουλειές να κάνω») και οπωσδήποτε δεν θα αφήσουμε το παιδί να πάει αδιάβαστο, για να εκτεθεί, και “να μάθει!”.
Η λύση είναι η καλοσύνη και η αγάπη και η γλυκύτητα εκ μέρους μας, η ενεργή βοήθειά μας (με την έννοια της υποστήριξης, και ποτέ του: “θα γράψω εγώ την άσκησή σου σήμερα, ή την ΄Εκθεση”). Έτσι, σε λίγο, το παιδί “πολιορκημένο” από την αγάπη μας, μόνο του θα αρχίσει να αποκαλύπτει τι το δυσκόλεψε, ή το πόνεσε, ή το πλήγωσε κ.τ.λ.
Είμαστε “φιλάνθρωποι” έναντι άλλων πολλών, έναντι των ζώων, της φύσης κ.τ.λ. δεν θα είμαστε “φιλάνθρωποι” με το σπλάχνο μας, με το παιδί μας;»