Τον Φεβρουάριο του 1833, σχεδόν ένα έτος μετά την ενθρόνιση του Οθωνα, ένα διάταγμα της αντιβασιλείας άλλαζε διά παντός το τοπίο στη νομισματική πολιτική του νεοσύστατου ελληνικού κράτους: ήταν το έγγραφο με το οποίο, τέτοιες μέρες πριν από 188 χρόνια, η δραχμή καθιερωνόταν ως το επίσημο νόμισμα της Ελλάδας. Το νέο νόμισμα αντικαθιστούσε τον φοίνικα, που είχε θεσπίσει ο Ιωάννης Καποδίστριας μόλις το 1828, και έμελλε να επιβιώσει για σχεδόν 170 χρόνια. Επειτα από περιπέτειες, υποτιμήσεις και πτωχεύσεις, θα αντικαθίστατο τελικά από το ευρώ το 2002. «ΤΑ ΝΕΑ» παρουσιάζουν σήμερα ένα από τα ιστορικά έγγραφα που επικύρωσαν την καθιέρωση του νέου νομίσματος το 1833 και το οποίο φυλάσσεται πλέον στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Το ημερολόγιο έδειχνε 8 Φεβρουαρίου όταν το διάταγμα με την υπογραφή του αντιβασιλέα Αρμανσπεργκ έδινε τις σχετικές οδηγίες: τα νομίσματα που είχαν κυκλοφορήσει επί Καποδίστρια, με τυπωμένο τον Φοίνικα – το μυθικό πουλί με τον βαθύ συμβολισμό καθώς αναγεννάται μέσα από τις στάχτες του -, αποσύρονταν από την κυκλοφορία, ενώ η δραχμή εισαγόταν ως νέα μονάδα σε τρεις κατηγορίες νομισμάτων: χρυσά, αργυρά και χάλκινα. Η προσπάθεια σύνδεσης του νεοσύστατου κράτους με το ένδοξο παρελθόν της αρχαιότητας ήταν κάτι περισσότερο από εμφανής. Το όνομα του νέου νομίσματος προερχόταν, άλλωστε, από τη δραχμή της αρχαίας Ελλάδας και ετυμολογικά από το ρήμα δράττω, ενώ αποτελείτο από εννέα μόρια καθαρού αργύρου και ένα μόριο χαλκού.Σύμφωνα με τα αρχεία, η αργυρή δραχμή ζύγιζε σχεδόν 4,5 γραμμάρια και είχε περιεκτικότητα αργύρου 90%. Υποδιαιρέσεις της ήταν τα χάλκινα κέρματα των ενός, δύο, πέντε και δέκα λεπτών και μικρότερα, αργυρά, ενώ ως πολλαπλάσιά της κυκλοφορούσαν κέρματα των πέντε, είκοσι και σαράντα δραχμών. Παράλληλα, κόπηκαν και χρυσά νομίσματα – όπου η αντιστοιχία αργύρου αντικαταστάθηκε από χρυσό -, τα οποία αποκαλούνταν οθώνεια καθώς έφεραν χαραγμένη τη μορφή του βασιλιά Οθωνα.
Από τη Βαυαρία
Οι πρώτες δραχμές «γεννήθηκαν» στη Βαυαρία από μήτρες που κατασκεύασε στο Μόναχο ο Κόνραντ Λάνγκε, μετέπειτα διευθυντής του Ελληνικού Βασιλικού Νομισματοκοπείου. Τα νομίσματα εκείνα φέρουν παραδόξως τη χρονολογία 1832, καθώς, όπως φαίνεται, η διαδικασία κοπής είχε ξεκινήσει λίγο καιρό πριν ανακοινωθεί επισήμως η καθιέρωση του νέου νομίσματος. Από το 1836 ως το 1858 οι δραχμές τυπώνονταν στο Νομισματοκοπείο Αθηνών.
Λίγους μήνες μετά την καθιέρωση του νέου νομίσματος, τον Αύγουστο του 1833, με απόφαση του ελληνικού κράτους απαγορεύτηκε ρητά η αποδοχή τουρκικών νομισμάτων από τα δημόσια ταμεία, σε μια προσπάθεια να γενικευτεί η χρήση της δραχμής. Και έτσι έγινε. Η δραχμή ξεκινούσε τη μακρά πορεία της, απόλυτα συνδεδεμένη επί δεκαετίες με τη ζωή των Ελλήνων.
Υπερπληθωρισμός
Τη μεγαλύτερη περιπέτειά της θα τη βίωνε την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η οικονομική κατάρρευση της χώρας και ο υπερπληθωρισμός που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής επέφεραν τη μεγαλύτερη απαξίωση στην ιστορία της. Τη δεκαετία του ’40, στη χώρα τυπώθηκαν χαρτονομίσματα που είχαν ονομαστική αξία ακόμη και δισεκατομμυρίων δραχμών αλλά ανταλλακτική αξία μηδαμινή.
Το μεγαλύτερο σε ονομαστική αξία χαρτονόμισμα που κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα εκδόθηκε το 1944 και ήταν ίσο με 100 δισεκατομμύρια δραχμές, ποσό που δεν είχε καμία σχέση με το αντίκρισμά του στην αγορά: όπως αναφέρεται από ειδικούς, σε σημερινές τιμές η πραγματική του αξία δεν θα πρέπει να ξεπερνούσε τα 10 λεπτά του ευρώ. Το συγκεκριμένο χαρτονόμισμα, που ήταν παντελώς ανυπόληπτο στις καθημερινές οικονομικές συναλλαγές, αποσύρθηκε λίγες ημέρες μετά την κυκλοφορία του.