Η σφαγή των νηπίων της Σάντας, αποτελεί μία από τις πλέον σκληρότερες σελίδες της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Σκηνές που έλαβαν μέρος στον Πόντο το φθινόπωρο του 1921, όταν Ελληνίδες μάνες παρέδωσαν τα νήπιά τους για σφαγή, προκειμένου να γλιτώσουν οι ίδιες και οι συγχωριανοί τους, από τα στίφη των Τούρκων.
Η Σάντα ήταν ένα σύμπλεγμα επτά ορεινών χωριών, που ονομάζονταν Πιστοφάντων, Τσακαλάντων, Ζουρνατσάντων. Ισχανάντων, Κοζλοράντων, Πινετάντων και Τερζάντων, τα οποία και βρίσκονταν σε ορεινό σημείο και ΒΑ της Τραπεζούντας. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό όλα είχαν την κατάληξη -άντων, που ακολουθούσε τα ελληνικά ονόματα εκείνη την εποχή, ενώ ο τόπος ήταν άγονος και οι κάτοικοι μπορούσαν να καλλιεργήσουν λαχανικά, κολοκύθια, πατάτες, κρεμμύδια και καλαμπόκια. Όμως υπήρχαν άφθονα χορτάρια και άπαντες στράφηκαν στην κτηνοτροφία. Μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών κατοικούνταν αποκλειστικά από Έλληνες και συνολικά απαριθμούσε 5.000 ψυχές.
Από το 1918, και προκειμένου να προστατεύσουν τα χωριά και τις ζωές τους από τη μανία των Τούρκων, οι Έλληνες της Σάντας, προχώρησαν στην οργάνωση ισχυρού αντάρτικου σώματος, υπό τη διοίκηση του οπλαρχηγού Ευκλείδη Κουρτίδη (1887-1937), που ξεχώριζε για τις ηγετικές του ικανότητες και το απαράμιλλο θάρρος του.
Στα επτά μαρτυρικά χωριά οι περισσότεροι δεν πρόλαβαν να καταφύγουν στα βουνά. Μετά από ορισμένες ημέρες αναγνωριστικών κινήσεων, οι Οθωμανοί εισέβαλαν σε αυτά, αρχικά ικανοποίησαν τα άγρια ένστικτά τους με μαζικές δολοφονίες και βιασμούς και ύστερα συγκέντρωσαν όσους επέζησαν στο Πιστοφάντων. Από εκεί εκτοπίστηκαν στο Χίνις του Ερζερούμ, όπου οι περισσότεροι άφησαν την τελευταία τους πνοή. Πλήθος παιδιών παραδόθηκαν σε χαρέμια ευπόρων, ενώ Τούρκοι άμαχοι από τα γύρω χωριά άρχισαν να λεηλατούν τις ελληνικές περιουσίες.
Το φθινόπωρο του 1921 ο κλοιός άρχισε να σφίγγει ασφυκτικά για τους Έλληνες της Σάντας, αναγκάζοντάς τα γυναικόπαιδα ν’ ακολουθήσουν τους άνδρες στα απόκρημνα βουνά προκειμένου γλιτώσουν τον εκτοπισμό τους, στα βάθη της Μικράς Ασίας. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1921 στα βουνά της Σάντας δόθηκε σφοδρή μάχη, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.
Ο αείμνηστος Κώστας Κουρτίδης – αδελφός του Ευκλείδη Κουρτίδη, γράφει στο ημερολόγιό του:
«Η νύχτα αυτή ήταν η πιο τρομακτική νύχτα που έζησα στη ζωή μου. Κάνοντας πρόχειρα προχώματα παραταχτήκαμε για μάχη. Γυναίκες και παιδιά, 300 περίπου, μαζεύτηκαν λίγο πιο πάνω μέσα σε μια σπηλιά, τους οποίους φυλούσαν περίπου 120 νέοι άοπλοι. Επί εννιά ώρες αγωνιζόμασταν ενάντια στον τουρκικό στρατό, που μας περικύκλωσε από παντού, εκτός από μια δίοδο προς το δάσος Βαϊβάτερε, για να έχουμε διέξοδο την τελευταία στιγμή».
Το βαθύ σκοτάδι έδωσε την ευκαιρία στα γυναικόπαιδα και τους αντάρτες να κρυφτούν σε μια βαθιά σπηλιά. Ωστόσο έπρεπε να λάβουν άμεσα αποφάσεις αφού και επαρκή πυρομαχικά δεν υπήρχαν, αλλά και επειδή υπήρχε κίνδυνος εγκλωβισμού τους από τους Τούρκους, με το πρώτο φως της ημέρας. Τελικά αποφασίζεται να διαφύγουν μέσα στο σκοτάδι, περνώντας κοντά από τις τουρκικές γραμμές. Ωστόσο υπήρχε ένας αστάθμητος παράγοντας. Τα βρέφη που είχαν μαζί τους και με το ξαφνικό κλάμα τους θα μπορούσαν να προδώσουν την προσπάθεια διαφυγής τους, με ολέθριο για όλους αποτέλεσμα.
Ήταν η πλέον τραγική στιγμή.
Όταν μοιραίες και απελπισμένες μάνες υπάκουσαν στη διαταγή και παρέδωσαν τα βρέφη τους στους αντάρτες, για να τα σφάξουν. Ούτε να κλάψουν δεν μπόρεσαν εκείνες οι τραγικές μάνες, για να μη προδοθεί η θέση τους. Επτά βρέφη θυσιάστηκαν, προκειμένου να διαφύγουν και να διασωθούν τελικά 300 Έλληνες της Σάντας.
Γράφει ο Κουρτίδης στο ημερολόγιό του: «... Πολλά παιδιά τότες, επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών τους, και μη θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών, τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου»
Όταν ξημέρωσε και οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επιχείρηση εναντίον των ανταρτών, αντίκρισαν τα επτά βρέφη σφαγμένα και τρομοκρατήθηκαν. Λέγεται πως ο ίδιος ο επικεφαλής μέραρχος έδωσε διαταγή για οπισθοχώρηση λέγοντας πως: «Άνθρωποι που σκότωσαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιαστούν και άρα είναι περιττό να μείνουμε άλλο εδώ».
Η Ελένη Νυμφοπούλου-Παυλίδου «έντυσε» με λόγια μία από τις πιο τραγικές στιγμές της Γενοκτονίας των Ποντίων, με «συμπρωταγωνιστή» στην αφήγηση τον οπλαρχηγό Ευκλείδη Κουρτίδη. Η αφήγηση του Τάκη Βαμβακίδη, σε μουσική του Δημήτρη Πιπερίδη, για τα νήπια της Σάντας, συγκλονίζει.
Οι ιστορικές καταγραφές και οι μαρτυρίες από τη Γενοκτονία των Ποντίων δεν αφήνουν καμία αμφισβήτηση για το σθένος που χρειάστηκε να επιδείξουν οι Πόντιες μάνες.
Η σφαγή των νηπίων αποτελεί μια από τις συγκλονιστικότερες στιγμές στο δράμα που έζησαν οι Έλληνες της Ανατολής, όταν μητέρες αναγκάστηκαν να θυσιάσουν ότι πολυτιμότερο είχαν στη ζωή τους, τα ίδια τα μικρά τους, για να σωθούν τα μεγαλύτερα παιδιά και οι οικογένειες τους. Ανάλογες μαρτυρίες υπάρχουν κι από άλλες περιοχές και με μεγαλύτερα παιδιά όπου η επιλογή του θανάτου από το να πέσουν στα χέρια των Τούρκων γινόταν δύσβατος μονόδρομος που έπρεπε οι δόλιες οι μάνες να τον περάσουν ολομόναχες αλλά και να τον πληρώσουν με αβάσταχτο πένθος για την υπόλοιπη ζωή τους.
Οι Τούρκοι πέταγαν στον τοίχο τα μωρά για να τα σκοτώσουν
Καζαντζάκης, Νιρβάνας, Δροσίνης, Γρυπάρης, Σικελιανός, Ξενόπουλος, Σβορώνος, είναι μεταξύ των συγγραφέων και καλλιτεχνών που απέστειλαν σε Ευρωπαίους και Αμερικανούς διανοουμένους ψήφισμα διαμαρτυρίας για τη σφαγή των Ελλήνων στον Πόντο.
Ένα ντοκουμέντο που περιγράφει όσα φρικιαστικά διέπραξαν οι Τούρκοι…
Οι Έλληνες συγγραφείς και καλλιτέχναι απηύθυναν προς τους διανοουμένους της Ευρώπης και Αμερικής την κάτωθι διαμαρτυρίαν:
Mετά βαθυτάτης συγκινήσεως οι συγγραφείς και καλλιτέχναι της Ελλάδος απευθύνονται προς τους διανοουμένους του πεπολιτισμένου κόσμου όπως γνωστοποιήσουν εις αυτούς την τραγωδίαν χιλιάδων οικογενειών του ελληνικού Πόντου. Ξηρά, εξηκριβωμένα και αναμφισβήτητα τα γεγονότα είναι τα εξής:
Οι Τούρκοι εφόνευσαν όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της πόλεως Mερζιφούντος, αφού την ελεηλάτησαν και την επυρπόλησαν. Τους προσπαθήσαντας να διασωθούν ετυφέκισαν και εθανάτωσαν καταλαβόντες τας διόδους. Mετετόπισαν όλον τον άρρενα πληθυσμόν των πόλεων Τριπόλεως, Κερασούντος, Ορδούς, Οινόης, Αμισού και Πάφρας και καθ’ οδόν κατέσφαξαν τους πλείστους εξ αυτών. Έκλεισαν εντός του ναού του χωρίου Έλεζλη εν Σουλού-Τερέ 535 Έλληνας και τους κατέσφαξαν διασωθέντων μόνον τεσσάρων. Πρώτους έσφαξαν 7 ιερείς διά πελέκεως προ της θύρας του ναού. Απηγχόνισαν εν Αμασεία 168 προκρίτους Αμισού και Πάφρας. Εβίασαν όλας ανεξαιρέτως τας γυναίκας, τας παρθένους και τα παιδία των άνω πόλεων, τας ωραιοτέρας δε παρθένους και νέους έκλεισαν εις τα χαρέμια. Πλείστα βρέφη εφόνευσαν, σφενδονίζοντες αυτά κατά των τοίχων.
Οι υπογεγραμμένοι θέτουσι τα ανωτέρω υπ’ όψιν των διανοουμένων της Ευρώπης και της Αμερικής θεωρούντες ότι όχι μόνον τα γεγονότα ταύτα αλλά και η ανοχή αυτών αποτελεί πένθος της ανθρωπότητος.
Άννινος X., Αυγέρης M., Bλαχογιάννης I., Bώκος Γερ., Γρυπάρης I., Δούζας Α., Δροσίνης Γ., Zάχος Α., Θεοδωροπούλου Αύρα, Θεοτόκης Κ., Iακωβίδης Γ., Καζαντζάκης N., Καζαντζάκη Γαλ., Καμπάνης Αρ., Καμπούρογλους Δ., Καρολίδης Π., Κόκκινος Δ., Κορομηλάς Γ., Mαλακάσης M., Mαλέας Κ., Mένανδρος Σ., Nικολούδης Θ., Nιρβάνας Π., Ξενόπουλος Γρ., Παλαμάς Κ., Παπαντωνίου Z., Παράσχος Κ., Πασαγιάννης Κ., Πολίτης Φ., Πωπ Γ., Σικελιανός Άγγ., Σκίπης Σ., Στρατήγης Γ., Ταγκόπουλος Δ., Τσοκόπουλος Γ., Φιλλύρας Ρ., Xατζιδάκις Γ., Xατζόπουλος Δ., Xορν Π.
Ότι ακριβές αντίγραφον,
Ο Γεν. Γραμματεύς,
Αθήναι, 22 Nοεμβρίου 1921
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.