«Ένα πράγμα ελπίζω να μην ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου: Αυτή τη σιωπηλή αποδοχή της σφαγή των Ελλήνων εκ μέρους των Μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης. Πιστεύω, ότι μόλις μάθετε όλη την αλήθεια για όσα συνέβησαν στη Σμύρνη και όσα εξακολουθούν να συμβαίνουν μέχρι σήμερα στην Εγγύς Ανατολή, οι αξιοπρεπείς άνθρωποι της Ευρώπης και της Αμερικής θα νιώσουν όπως ακριβώς κι εγώ!»»
Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη Τζορτζ Χόρτον
Ας ανατρέξουμε σε μια συγκινητική και άγνωστη σε πολλούς ιστορία της Καταστροφής της Σμύρνης, όταν Ιάπωνας καπετάνιος πέταξε στο λιμάνι εμπόρευμα αξίας πολλών εκατομμυρίων για να επιβιβαστούν πρόσφυγες…
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1922 η Σμύρνη καιγόταν απ΄άκρη σε άκρη. Το μέτωπο είχε καταρρεύσει και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, με απόγνωση και τρόπο, έψαχναν τρόπο να αποβιβαστούν σε οποιοδήποτε πλοίο για να γλιτώσουν από την μανία των τουρκικών ορδών. Οι φλόγες έκαιγαν σπίτια, επιχειρήσεις και ανθρώπους. Εξαθλιωμένοι Έλληνες της πόλης αναζητούσαν απεγνωσμένα τη σωτηρία διά θαλάσσης αλλά τα καράβια αρνούνταν να τους παραλάβουν και με βία τους πετούσαν στη θάλασσα. Οι μαρτυρίες δεν έχουν τέλος, όμως εκεί στην κόλαση συνέβη κάτι ανέλπιστο που έσωσε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και έγινε γνωστό πρόσφατα. Ενώ τότε είχε δοθεί ελληνική βασιλική διαταγή, που απαγόρευε στα ελληνικά πλοία να μεταφέρουν τους κινδυνεύοντες Έλληνες από τη Σμύρνη ή τα μικρασιατικά παράλια και τα ξένα πλοία έπαιρναν μόνο όσους πολίτες είχαν διαβατήρια της σημαίας που έφεραν, ένας καπετάνιος αγνόησε τις εντολές και τις απαγορεύσεις των Τούρκων και έκανε κάτι συγκλονιστικό.
Το Σεπτέμβριο του 1922, ο πλοίαρχος του ιαπωνικού εμπορικού πλοίου «Tokei Maru» έσωσε τις ζωές 825 ανθρώπων, γυναικών, παιδιών και ανδρών, Ελλήνων και Αρμενίων, από την οργή των Τούρκων την ώρα που η Σμύρνη καιγόταν. Ο πλοίαρχος δεν άντεξε από το μέγεθος της τραγωδίας, έσωσε 825 Έλληνες και Αρμένιους από το θάνατο και στάθηκε απέναντι στους Τούρκους που επιτακτικά ζητούσαν να πετάξει τους πρόσφυγες στη θάλασσα. Το αίτημα των Τούρκων, να παραδώσει γυναικόπαιδα στο θάνατο το είδε ως προσβολή στην τιμή του και στην τιμή του Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας. Οι Τούρκοι υποχώρησαν και το Tokei Maru, ταξίδεψε σε πιο ήρεμα και φιλικά νερά, σώζοντας ζωές.
Οι Έλληνες που διασώθηκαν έμαθαν τη λέξη «Κοκόρο ιτάι» (πονάει η καρδιά μου). Αυτό φέρεται πως είχε πει ο Ιάπωνας καπετάνιος βλέποντας το δράμα αυτών των ανθρώπων. Πολλοί από αυτούς τους Έλληνες προσπάθησαν να τον ευχαριστήσουν στη γλώσσα του. ««αριγκάτο»» μπόρεσαν και ψέλλισαν σε αυτόν και τους ναύτες που τους αγκάλιασαν, οι ξεριζωμένοι Έλληνες.
Η πρωτοβουλία του Ιάπωνα πλοιάρχου δεν πέρασε απαρατήρητη. Καταγράφηκε μέσα και από τις πληροφορίες που έδωσε ο Τζορτζ Χόρτον, ο Αμερικανός πρόξενος τότε στη Σμύρνη. Ο αμερικανός διπλωμάτης σε τηλεγράφημά του προς το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ 18 Σεπτεμβρίου 1922 έγραψε: «Ένα γιαπωνέζικο πλοίο πήρε μερικούς πρόσφυγες, και άκουσα πως πέταξε το φορτίο του για τον σκοπό αυτό. Επιβάτες του πλοίου μιλούν για τη συγκινητικά ευγενική συμπεριφορά του ιαπωνικού πληρώματος».
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Στις 15 Οκτωβρίου 1922 η εφημερίδα Atlanta Journal-Constitution μεταφέρει τα όσα είδε και κατέγραψε ο Τζον Σ. Όουενς από την Ατλάντα, που βρέθηκε στη Σμύρνη. Ο Όουενς μεταδίδει τη φρίκη που έζησαν οι πρόσφυγες, και μεταξύ άλλων γράφει για την παρουσία δύο ιαπωνικών πλοίων, ενός πολεμικού και ενός εμπορικού. «Αντίθετα με τις ενέργειες κάθε άλλου πλοίου στη Σμύρνη, αυτό (δηλαδή το γιαπωνέζικο πολεμικό πλοίο) πήρε κάθε πρόσφυγα για τον οποίο θα μπορούσε να βρει χώρο πάνω στο σκάφος. Υπήρχε κι ένα φορτηγό πλοίο στο λιμάνι το οποίο έριξε όλο το φορτίο στη θάλασσα, πήρε τους υπόλοιπους πρόσφυγες και τους μετέφερε στον Πειραιά. Τα αμερικανικά, τα βρετανικά, τα γαλλικά και τα ιταλικά πλοία έλεγαν στους πρόσφυγες ότι μπορούσαν να πάρουν μόνο δικούς τους στα σκάφη και τότε έμειναν οι ταπεινοί Ιάπωνες για να αποδείξουν την ευσπλαχνία τους προς τους πρόσφυγες».
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1922, λίγες μέρες μετά την καταστροφική πυρκαγιά της Σμύρνης, οι New York Times δημοσιεύουν εκτενές ρεπορτάζ, όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι: «Την Πέμπτη (14 Σεπτεμβρίου) υπήρχαν έξι ατμόπλοια στη Σμύρνη, για να μεταφέρουν τους πρόσφυγες. Ένα γιαπωνέζικο, δύο γαλλικά, ένα αμερικανικό και δύο ιταλικά. Το αμερικανικό και το γιαπωνέζικο πλοίο δέχθηκαν όλους τους πρόσφυγες, χωρίς να ελέγξουν τα χαρτιά τους, ενώ τα άλλα πλοία πήραν όσους είχαν διαβατήριο».
Στις 3 Δεκεμβρίου 1922 η εφημερίδα Boston Globe φιλοξενεί τη μαρτυρία της Άννα Χάρλοου Μπιρτζ, συζύγου αμερικανού καθηγητή του Διεθνούς Κολεγίου της Σμύρνης. «Το λιμάνι ήταν γεμάτο από άνδρες και γυναίκες που κολυμπούσαν τριγύρω, με την ελπίδα πως θα σωθούν, μέχρι που τελικά πνιγόντουσαν. Στο λιμάνι, εκείνη τη στιγμή ήταν ένα ιαπωνικό φορτηγό, το οποίο είχε μόλις αφιχθεί γεμάτο με πολύτιμο φορτίο από μετάξι, υφάσματα και κινέζικες πορσελάνες αξίας πολλών χιλιάδων δολαρίων. Ο Ιάπωνας καπετάνιος, όταν συνειδητοποίησε την κατάσταση, δεν δίστασε. Όλο το φορτίο κατέληξε στα βρώμικα νερά του λιμανιού και το φορτηγό γέμισε με αρκετούς εκατοντάδες πρόσφυγες, που μεταφέρθηκαν στον Πειραιά και στην ασφάλεια των ελληνικών ακτών».
Ο ελληνοαμερικανός ιστορικός Νταν Γεωργάκας ανέφερε στο βιβλίο του «Το δικό μου Ντιτρόιτ» ότι θυμόταν τις συζητήσεις που γίνονταν στο σπίτι του για το πώς η η μητέρα του και o θείoς του, 12 και 11 ετών το 1922, σώθηκαν από τους Γιαπωνέζους. «Πριν ακόμη προλάβουν να ζητήσουν βοήθεια, έπεσαν μπροστά τους ανεμόσκαλες για να επιβιβαστούν», γράφει ο Γεωργάκας. «Η μητέρα μου ήταν τόσο αδύναμη που φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε να κρατηθεί και θα έπεφτε στη θάλασσα. Όμως μεγαλύτεροι Έλληνες την έσπρωξαν μέχρι να φτάσει στην κορυφή της ανεμόσκαλας, όπου ένας ναυτικός περίμενε να την παραλάβει με ασφάλεια. Όταν ανέβηκε στο κατάστρωμα τη σήκωσε στους ώμους του και την έβαλε μπροστά σε μια τεράστια κατσαρόλα με ζεστό φαγητό. Της πρόσφερε ένα μικρό μπολ και της έδειξε με χειρονομίες ότι μπορούσε να φάει με τα χέρια. Καθώς την προέτρεπε να φάει, η μητέρα μου συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι ο άνθρωπος αυτός είχε σχιστά μάτια και ότι το δέρμα του ήταν διαφορετικό από το δικό της. Αμέσως φαντάστηκε τον σωτήρα της ως ένα από τα πλάσματα για τα οποία είχε ακούσει στα παραμύθια. Το ευγενικό του χαμόγελο της επιβεβαίωνε ότι ανήκε στους καλούς. Κοιτώντας τριγύρω της ένιωσε ότι βρισκόταν σε ένα καράβι γεμάτο με μαγικά πλάσματα, μια εντύπωση που ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο όταν ξαφνικά είδε τον αδελφό της να στέκεται δίπλα της…».
Εκατό χρόνια μετά, το όνομα του πλοιάρχου και η τύχη του πλοίου είναι ακόμη άγνωστα. Αρκετοί είναι αυτοί που ψάχνουν να βρουν στοιχεία για την ταυτότητα εκείνου του ανθρώπου που πήρε την απόφαση να πετάξει στη θάλασσα ένα φορτίο αρκετών εκατομμυρίων σημερινών ευρώ προκειμένου να επιβιβαστούν στο πλοίο όσοι περισσότεροι πρόσφυγες γινόταν.
Στον «πυρετό» του Tokei Maru μπήκε και ο σκηνοθέτης Ζάχος Σαμολαδάς, που μετά από έρευνα τριών ετών σε εφημερίδες και νηολόγια, βιβλία και έγγραφα, δημιούργησε την μικρού μήκους ταινία animation Tokei Maru. Αφορμή ήταν η ανάρτηση μιας αναμνηστικής πλακέτας στον χώρο του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας στην Τριανδρία Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του 3ου Πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος παραδοσιακού τζούντο το 2016. Η μικρού μήκους ταινία animation του Ζάχου Σαμολαδά, «Tokei Maru» («トケイ丸»), ενώνει την ιστορία με τη μυθοπλασία, την Ελλάδα με την Ιαπωνία, σε έναν φόρο τιμής στον άνθρωπο αυτό που προσπερνώντας κώδικες και τον παραλογισμό της βίας, αντιμέτωπος με τη φωτιά, την απάθεια των Δυτικών και τον τρόμο των αθώων, έκανε μία μοναδική πράξη ηρωισμού. Η ταινία γυρίστηκε με τον παραδοσιακό τρόπο δημιουργίας κινουμένων σχεδίων.
Η μικρού μήκους ταινία animation του Ζάχου Σαμολαδά, «Tokei Maru» («トケイ丸»)
Υπάρχουν και κάποιες από τις πολλές μαρτυρίες, τις οποίες οι ιστορικοί, Σταύρος Σταυρίδης και Νανάκο Μουράτα Σαουαγιανάτζι αποκάλυψαν στην έρευνά τους για την Ιαπωνία και την Καταστροφή της Σμύρνης. Πρόσφατα ο κ. Σταυρίδης ανακάλυψε το όνομά του πλοίου «Tokei Maru». Τον Ιούνιο του 2016 η Εστία της Νέας Σμύρνης, το μακροβιότερο σωματείο Μικρασιατών στην Ελλάδα ιδρυθέν το 1930, παρέδωσε τιμητική πλακέτα στον πρέσβη της Ιαπωνίας, Masuo Nishibayashi, για τις προσπάθειες της χώρας του στη Σμύρνη το 1922. Η επίμονη Γιαπωνέζα ιστορικός Νανάκο Μουράτα συνεχίζει τις έρευνές της. Η ελπίδα της είναι να εντοπίσει Έλληνες απογόνους προσφύγων ή Ιάπωνες που άκουσαν την ιστορία από τον πατέρα ή τον παππού τους, που πιθανώς ήταν στο πλήρωμα του πλοίου εκείνη την περίοδο.
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.