Ετυμολογία αρχαίων ελληνικών ονομάτων

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0









Παρατηρούμε ότι τα αρχαία ανθρωπωνύμια στη συντριπτική τους πλειονότητα έχουν δύο θέματα. Το ένα συνήθως προσδιορίζει το άλλο: π.χ. Δημοσθένης είναι το σθένος του δήμου, ο Θρασύβουλος έχει θρασεία βουλή, δηλαδή σκέψη, η Καλλιόπη έχει καλή «όπα», δηλαδή φωνή κοκ. Και τι είναι συνήθως το περιεχόμενο της σημασίας τους; Συνήθως δηλώνουν κάποια θετική ιδιότητα, είτε ψυχική (Ευγενία), είτε διανοητική (Θρασύβουλος), είτε σωματική (Καλλιόπη).

• Αθηνά: ο τύπος αυτός είναι συνηρημένος τύπος αρχ. επιθέτου Αθηναία, θηλ. τού Αθηναίος κι αυτά πάλι ανάγονται στο όνομα Αθήνη, που μάλλον είναι προελληνικό θεωνύμιο. Έχει κατά καιρούς συνδεθεί με τα θνητός και τιθηνός «τροφός» χωρίς επιστημονική βάση. Στον Κρατύλο, (τον πλατωνικό διάλογο που μας δείχνει τη σκέψη του Σωκράτη πάνω στο πώς δημιουργήθηκαν τα ονόματα και ως γνωστόν, περιλαμβάνει πολλές παρετυμολογίες) το όνομα Αθηνά ετυμολογείται από το «ἡ θεονόα» το α αντί του άρθρου η, επειδή η Αθηνά νοε, δηλαδή καταλαβαίνει τα των θεών.

• Αλέξανδρος: είναι σύνθετο από το ρ. ἀλέξω «αποκρούω – προστατεύω» + ἀνήρ, άρα Αλέξανδρος σήμαινε αρχικά «αυτός που προστατεύει τους ανθρώπους». Κακώς συνδέουν πολλοί κάποιοι το ρήμα αλέξω με το απομακρύνω, δίνοντας στο Αλέξανδρος τη σημασία « αυτός που απωθεί τους άνδρες» . Η σημασία του ρήματος αυτού είναι «προστατεύω» και τη βρίσκουμε π.χ. και στα αρχαία ανθρωπωνύμια Αλεξίμβροτος (από το βροτός) και Aλεξήνωρ (από το ἀνήρ), τα οποία σημαίνουν «ο προστάτης των θνητών ανθρώπων». Ας σημειωθεί ότι όπως έχουν δείξει σπουδαίοι γλωσσολόγοι, το όνομα Αλέξανδρος είναι πανάρχαιο, καθώς απαντά ήδη στα Μυκηναϊκά Ελληνικά.

ΣΧΟΛΙΟ: Το πρόθημα ἀλεξι- προέρχεται από ένα αρχαίο (ομηρικό ήδη) ρ., το ἀλέξω «αποκρούω – προστατεύω» κι από αυτό σχηματίστηκαν πολλά σύνθετα (αλεξίκακος, αλεξιφάρμακον «αντίδοτο», αλεξίμβροτος, αλεξίπονος, αλεξήνεμος κ.ά.), τα οποία χρησίμευσαν ως πρότυπα για νεότερα σύνθετα που πλάστηκαν από τους λογίους. (Aρκετά από αυτά μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν ως ελληνική απόδοση όρων τής Γαλλικής με το πρόθημα para- (< γαλλ. parer «απομακρύνω») που δήλωνε «αποτροπή, απομάκρυνση, προστασία»: π.χ. το γαλλ. parafoudre αποδόθηκε ως αλεξικέραυνο, το parachute ως αλεξίπτωτο, το parapluie ως αλεξιβρόχιο (ομπρέλα), το paravent ως αλεξήνεμο, το parasol ως αλεξήλιο κ.ά.). Από όλες τις λέξεις που πλάστηκαν, τα μόνα που επιβίωσαν είναι τα αλεξίπτωτοαλεξικέραυνοαλεξίπυρος και (το νεότ.) αλεξίσφαιρος, ενώ τα αλεξιβρόχιο και αλεξήλιο υπέκυψαν στο ομπρέλα (ιταλ. ombrella), το αλεξίφωτο στο αμπαζούρ (γαλλ. abat-jour), το αλεξήνεμο στο παραβάν (γαλλ. paravent).

• Αλκιβιάδης: όπως όλα τα ονόματα που έχουν παραγωγική κατάληξη - άδης (πχ. Δημάδης, Πυλάδης, κ.τ.ό.) δείχνει τον γιο κάποιου. Εδώ είναι ο γιος του Αλκίβιου. Το Αλκίβιος πάλι προέρχεται από το ἀλκή «ισχύς, δύναμη» + βίος. Φαίνεται πώς η λέξη ἀλκή ήταν αρκετά συνηθισμένπ συστατικό των αρχαίων ανθρωπωνυμίων (πβ. Aλκιδάμας, Aλκίνοος, Aλκισθένης, Αλκαίος, ΑΛκαμένης κλπ.).

• Αντιγόνη: είναι θηλυκό τού αρσ. ονόματος Aντίγονος, το οποίο ανάγεται στα ἀντι- + γόνος, δηλαδή γονιός, άρα θα μπορούσε να σημαίνει « ισάξια με τον πατέρα».

• Αριστείδης: ετυμολογείται από το αρχ. κύρ. όν. Αριστεύς (< άριστος) + παραγ. κατάληξη -ίδης (πβ. κ. τα αρχ. Παρμεν-ίδης, Χαρμ-ίδης κλπ.). Δηλαδή ο Αριστείδης είναι ο γιος του Αριστέα και όχι αυτός που έχει «άριστο είδος», όπως έχει κατά καιρούς παρετυμολογηθεί, προφανώς σε συσχετισμό και με την εύσημη ιστορική του παρουσία. Όπως είδαμε, προκειμένου για ιστορικά πρόσωπα δεν πρέπει να συνδέουμε την ετυμολόγηση του ονόματος με τις ιδιότητες των αντίστοιχων προσώπων.

• Ασπασία : είναι ονοματοποιημένο επίθετο, το θηλ. τού επιθ. ἀσπάσιος δηλαδή «χαρούμενος, ευτυχής» από το ρήμα ασπάζομαι.

• Αφροδίτη, το όνομα για τη θεά της ομορφιάς, δεν προέρχεται από τα ἀφρός και δύομαι ή αφρός και δίω (πετώ, φεύγω), ετυμολογίες που ερμηνεύουν στην Αφροδίτη το πώς αναδύθηκε από τους αφρούς της θάλασσας. Αντίθετα, είναι μάλλον προελληνική λέξη, άγνωστης ετυμολογίας. Να σημειώσουμε ότι «προελληνικές» είναι οι λέξεις που προϋπήρχαν στον ελλαδικό χώρο πριν την κάθοδο σε αυτόν των ελληνικών φύλων. Η παρετυμολογική συσχέτιση που αναφέραμε έχει γίνει ήδη στον Kρατύλο (406 d: διὰ την τοῦ ἀφροῦ γένεσιν). Να σημειωθεί εδώ ότι η λατρεία της Αφροδίτης είχε διαδοθεί στον ελληνικό χώρο μέσω τής Kύπρου και των Kυθήρων, γι’ αυτό και λεγόταν στην αρχαιότητα και Kύπρις και Kυθέρεια

• Αχιλλεύς: είναι λέξη αβεβ. ετύμου κι αυτή, πιθανόν όμως να προέρχεται από το ἄχος (τό) «θλίψη, πόνος» και το λαός (πβ. τα Aγησί-λαος, Aρχέ-λαος, Μενέλαος κ.τ.ό.), οπότε πιθ. αρχική σημ. τού Αχιλλεύς θα ήταν «αυτός που προξενεί θλίψη /πόνο στους ανθρώπους». Διόλου άσχετη με την ιδιότητά του όπως την ξέρουμε από την Ιλιάδα. Μια ενδιαφέρουσα, ωστόσο, παρετυμολογία του ονόματος είναι από το στερητικό ἀ + χείλη, και οφείλεται στον Απολλόδωρο, ο οποίος λέει ότι ο Αχιλλέας ονομάστηκε έτσι επειδή δεν ακούμπησαν τα χείλη του σε μαστούς, δηλαδή δεν θήλασε.

ΣΧΟΛΙΟ: Εδώ πρέπει να κάνουμε μια σημαντική διάκριση σε δύο τύπους ονομάτων: ονόματα μοναδικά που δημιουργήθηκαν από τους ανθρώπους για συγκεκριμένο πρόσωπο. Τέτοια π.χ. ήταν τα ονόματα των αρχαίων θεών, των ηρώων της μυθολογίας και των μυθοπλαστικών προσώπων. Εκεί ο δημιουργός του ονόματος είναι λογικό να δώσει το όνομα με βάση τις ιδιότητες του προσώπου. Αχιλλεύς, Ηρακλής, Ιάσων, Καλλιόπη, Κλειώ, Μελπομένη, Οδυσσέας.

Αντίθετα, προκειμένου για ονόματα που κληρονομούνται από την παράδοση και δίνονται από την κοινωνία σε κάποιο πρόσωπο μέσα στα εκάστοτε εθιμικά πλαίσια της ονοματοδοσίας δεν μπορούμε να μιλάμε για εγγενείς ιδιότητες που περιγράφουν τα ονόματα. π.χ. έτσι ο Ξανθίας μπορεί να είναι μελαχρινός, η Ευγενία μπορεί να είναι ταπεινής καταγωγής

• Δημοσθένης, προέρχεται από τις λέξεις δημος + σθένος « δύναμη», άρα η αρχική του σημ. θα ήταν «το σθένος τού δήμου» (ΣΧΟΛΙΟ για τα -σθένης)

• Ενδιαφέρουσα είναι η ετυμολογία του ονόματος Επαμεινώνδας: είναι από το επίθετο ἐπαμείνων, συγκριτ. βαθμό του επιθέτου επάγαθος, αφού όπως ξέρουμε ο συγκριτικός βαθμός του ἀγαθός είναι ἀμείνων. Όσο για την κατάληξη -δας, είναι από το -ίδας, τη δωρική κατάληξη για πατρωνύμια, σημαίνει δηλαδή «γιος αυτού που είναι ισχυρότερος, ικανότερος» και βέβαια από το Επαμεινωνίδας, και με σίγηση του ι βγαίνει το Επαμεινώνδας.

• Ερασμία: όπως και το Ασπασία, είναι ονοματοποιημένο επίθετο, συγκεκριμένα το θηλυκό του επιθέτου εράσμιος, που το λέμε βέβαια και σήμερα και σημαίνει « αγαπητός, αξιαγάπητος» .

• Ευγενία πάλι είναι γνωστή λέξη, από το ευ + γένος (πβ. ευγενής, ευγένεια), αλλά γένος εδώ έχει τη σημασία της καταγωγής, άρα η αρχική σημασία της θα ήταν όχι «ευγενική» αλλά «υψηλής καταγωγής»

• Ευριπίδης: προέρχεται από το Εύριπος +παραγ. επίθημα -ίδης (πβ. κ. αρχ. Παρμεν-ίδης, Χαρμ-ίδης)]. Το Εὔριπος από τα εὖ- + ριπή σχετίζεται με τον άνεμο και θα σήμαινε « καλός, ευνοϊκός άνεμος» Αλλά ως γνωστόν, ο πορθμός του Ευρίπου, η θαλάσσια λωρίδα που συνδέει τον Βόρειο με τον Νότιο Ευβοϊκό, είναι το σημείο όπου τα νερά αλλάζουν περιοδικά την φορά κίνησής τους προκαλώντας άστατα φαινόμενα. Πιθανόν λοιπόν η χρήση της λέξης «Εύριπος» για την ονομασία του ομώνυμου πορθμού να είναι μάλλον αυτό που λέμε σχήμα ευφημισμού.

• Ηρακλής: προέρχεται από τα Ήρα + κλέος «δόξα», που δείχνει ότι το όνομα αρχικά θα σήμαινε « δόξα της Ήρας», πράγμα που πάλι διακιοογείται από τη μυθολογία. Όσο για τη λέξη Ήρα, συνδέεται ετυμολογικά με το με το ουσ. ήρως.

• Ομοίως το Θεμιστοκλής είναι από τα θέμις + κλέος «δόξα» και σημαίνει «η δόξα τής θέμιδος». Για τη λέξη θέμις, που χρησιμοποιείται και σήμερα με την έννοια της δικαιοσύνης (πβ. θεμιτός, αθέμιτος κλπ.), αξίζει να σημειώσουμε ότι στην αρχαιότητα αρχικά αναφερόταν στη θεία δικαιοσύνη, ενώ η λέξη δίκη στην ανθρώπινη.

• Θρασύβουλος: είναι από τα θρασύς + βουλή, δηλαδή «σκέψη» (πβ. συμβούλιο, διαβουλεύομαι κλπ.), άρα Θρασύβουλος ποιος είναι; «αυτός που σκέπτεται τολμηρά, ο αποφασιστικός».

• Η λέξη Ιάσων τώρα είναι από το απαρέμφατο ἰᾶσθαι, τού ρ. ἰῶμαι «θεραπεύω», αφού σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Ιάσων έλαβε το όνομά του από τον Κένταυρο Χείρωνα, ο οποίος τον δίδαξε τη θεραπευτική τέχνη.

• Ιφιγένεια: είναι από το αρχ. ἴφι (αρχαϊκό κατάλοιπο μιας πτώσεως τού ουσ. «ισχύς») και το «γένος». Το όνομα Ιφιγένεια θα είχε, ως εκ τούτου, τη σημασία «η καταγόμενη από ισχυρό γένος».

• Καλλιόπη: προέρχεται από το λεξικό πρόθημα καλλι- (ομόρριζο του κάλλους) και το - όπη που προέρχεται από το ωψ, οπός «φωνή» (ομόρριζο του ἔπος και του λατ. vox «φωνή»). Άρα αρχική σημ. τού ονόματος είναι «καλλίφωνη» και αυτό εξηγείται από το ότι ως μία από τις εννέα Μούσες ήταν προστάτιδα τού έπους και τής λυρικής ποίησης.

• Κλειώ: άλλη μια μούσα τώρα και το όνομά της προέρχεται από το ρ. κλείω «ονομάζω, καλώ», ομόρριζο του κλέος «δόξα, υπόληψη». Επομένως, Κλειώ θα ήταν αυτή που κάνει κάποιον διάσημο και αυτό είναι επίσης λογικο αν σκεφτούμε ότι ως μία από τις εννέα Μούσες ήταν προστάτιδα της ιστορίας.

• Κλεοπάτρα: προέρχεται από τα κλέος + -πάτρα < πατήρ, το οποίοι δείχνει ως αρχική σημ. «αυτή που κατάγεται από ένδοξο πατέρα»

• Λεωνίδας: είναι από το λέων πατρωνυμική κατάληξη - ίδας (πβ. Πελοπίδας), άρα Λεωνίδας είναι ο «γιος ή απόγονος του λέοντα».

ΣΧΟΛΙΟ : Μια μεγάλη ομάδα αρχαίων ανθρωπωνυμίων είναι αυτά που δηλώνουν καταγωγή, τα λεγόμενα πατρωνυμικά. Αυτά έχουν καταλήξεις συνήθως σε -ίδης, -άδης. Το επίθημα αυτό απαντά ήδη στον Όμηρο (λ.χ. Πριαμ-ίδης, \ Ασκληπ-ιάδης, Ιπποτ-άδης). Είναι ενδιαφέρον ότι το ίδιο επίθημα χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στον σχηματισμό επωνύμων (τον 19ο και στις αρχές τού 20ού αι.) κυρ. από Έλληνες του Πόντου είτε με απευθείας σύνθεση (λ.χ. Χατζής < Χατζ-ίδηςΑντώνης > Αντων-ιάδης) είτε με εξελληνισμό τού προηγούμενου (συνήθ. τουρκικού) επωνύμου (λ.χ. Ασλάνογλου > Λεονταρ-ίδηςΜπογιατζ-όγλου > Βαφει-άδης κλπ.).

• Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η ετυμολογία του ονόματος Λυκούργος: δεν σχετίζεται με τη λέξη λύκος, αλλά με το θέμα *λυκ- που έχει τη σημασία «φως» και απαντά στις λέξεις λυκαυγές και λυκόφως. Το δεύτερον συνθετικό είναι το έργον (πβ. κακούργος, πανούργος κλπ.) Άρα Λυκούργος είναι «αυτός που κάνει κάτι φωτεινό ή αυτός που γίνεται φωτεινός»

• Μελπομένη, κι άλλη μούσα, αυτή τη φορά προστάτιδα τής τραγωδίας και τής μουσικής, εξ ου και η αρχική σημ. «ικανή αοιδός» και η ετυμολόγηση της από το ρ. μέλπω «ψάλλω, τραγουδώ» το οποίο συνδέεται με το μέλος.

• Μενέλαος: προέρχεται από το μένω και το λαός, οπότε θα σήμαινε πιθανόν « αυτός που μένει σταθερός για τον λαό» (κι άλλα ονόματα όπως είδαμε έχουν β’ συνθετικό το λαός πβ. Χαρίλαος, Αρχέλαος κλπ.).

• Μιλτιάδης το όνομα αυτό προέρχεται από το μίλτος και την κατάληξη - άδης. Η λέξη μίλτος είναι τεχνικός όρος, πιθανόν δάνειο, με τον οποίο ονόμαζαν το ορυκτό «αιματίτη» και το χρώμα του. Συνεπώς αρχική σημασία του Μιλτιάδης ήταν «ο κοκκινωπός, αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος».

• Ξενοφών ανήκει στην ομάδα των ονομάτων που έχουν β΄ συνθετικό το - φων (πβ. Αντιφών, Τηλεφών κ.λπ.). Δεν είναι ξεκάθαρη ούτε η ετυμολόγηση του β συνθετικού -φων ούτε επομένως και η σημασία των αντίστοιχων ονομάτων. Μάλλον το -φων είναι συνηρημένος τύπο του φάων από το φάος που σημαίνει φώς Υπάρχει και μια λιγότερη πιθανή άποψη βέβαια ότι αυτό το -φων συνδέεται με το αρχ. φώς, φωτός «άνδρας, άνθρωπος». Αν δεχτούμε λοιπόν την πρώτη ετυμολόγηση, Ξενοφών είναι αυτός που λάμπει από τη φιλοξενία και κατ’ επέκταση ο «φίλος από φιλοξενία» ή κατ’ άλλη εκδοχή ο «λαμπρός οικοδεσπότης».

• Οδυσσέας: Κι αυτό είναι ένα όνομα με αβέβαιη ετυμολογία. Πιθανόν να πρόκειται για δάνειο ανατολικής ή μεσογ. προελ., όπως και το αντίστοιχο λατ. Ulixes. Στην Oδύσσεια πάντως έχει την ετυμολόγησή του: συνδέεται μάλλον παρετυμολογικά με το ρ. ὀδύσσομαι «οργίζομαι, μισώ», σύμφωνα με την οποία εκδοχή, βέβαια, ο Oδυσσεύς χαρακτηρίζεται ως αντικείμενο οργής και μίσους. Μίσους ποιου; Του Ποσειδώνα; Και είναι αυτή η πιο χαρακτηριστική του ιδιότητα; Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι.

ΣΧΟΛΙΟ: Είναι ενδιαφέρον στο σημείο αυτό το σχετικό χωρίο της Οδύσσειας. Εκεί ο Αυτόλυκος, ο παππούς του Οδυσσέα, όταν βλέπει το νεογέννητο παιδί, ορίζει στην κόρη και τον γαμπρό του να του δώσουν το όνομα Οδυσσέας από το ρήμα ‘οδύσσομαι που σημαίνει οργίζομαι: (Οδ. 19.406-409):

γαμβρὸς ἐμὸς θύγατέρ τε͵ τίθεσθ΄ ὄνομ΄͵ ὅττι κεν εἴπω·
πολλοῖσιν γὰρ ἐγώ γε ὀδυσσάμενος τόδ΄ ἱκάνω͵
ἀνδράσιν ἠδὲ γυναιξὶν ἀνὰ χθόνα βωτιάνειραν·
τῷ δ΄ Ὀδυσεὺς ὄνομ΄ ἔστω ἐπώνυμον. (μετάφραση...).

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για την πρώτη καταγεγραμμένη ονοματοδοσία παιδιού στην παγκόσμια γραμματεία!

• Την ίδια αβεβαιότητα έχουμε και για το όνομα Όμηρος.: Για την ετυμολογία τού ονόματος έχουν διατυπωθεί πολλές υποθέσεις και είχαν διαμορφωθεί στην αρχαιότητα αρκετοί μύθοι, αλλά η πιθανότερη εξήγηση είναι και η πιο απλή: η αναγωγή δηλαδή στο ίδιο το ουσ. όμηρος, που η αρχική σημ. τού πρέπει να ήταν «αυτός που συνοδεύει, που εξαναγκάζεται να ακολουθήσει», οπότε συνδέεται με το οίμος «δρόμος» + την κατάληξη-ηρος. Η πιο γνωστή παρετυμολόγηση του ονόματος τώρα είναι από το «ο μη ορών» που σημαίνει «τυφλός» και ακολουθεί ή μάλλον αιτιολογεί την διαδεδομένη παράδοση ότι ο ποιητής αυτός ήταν τυφλός.

• Περικλής: όπως όλα τα σε ονόματα σε -κλής έχει β συνθετικό που ανάγεται στη λέξη κλέος « δόξα». Ο Περικλής είναι λοιπόν ο «ένδοξος, φημισμένος», όπως ο Αγαθοκλής

ΣΧΟΛΙΟ: Ένα πολύ συνηθισμένο β συνθετικό στα αρχαία ανθρωπωνύμια είναι το -κλης από το κλέος «δόξα». Περιγράφει συνήθως

α) τη δόξα ή τη φήμη που έχει κάποιος από κάτι (π.χ. ο Ανδροκλής είναι ένδοξος άνδρας, ο Σοφοκλής είναι διάσημος για τη σοφία του, ο Ηρακλής είναι η δόξα της Ήρας ή έχει δόξα εξαιτίας της Ήρας)

β) το είδος της φήμης / δόξας που έχει κάποιος (π.χ. ο Αγαθοκλής έχει καλή φήμη, ο Ιεροκλής έχει ιερή δόξα, ο Εμπεδοκλής έχει «έμπεδη» δηλαδή σταθερή δόξα, ο Ετεοκλής έχει «ἐτεή», δηλαδή αληθινή δόξα κλ.π).

• Πηνελόπη: η λέξη ετυμολογείται χωρίς βεβαιότητα από το αρχ. πηνέλοψ, -οπος «είδος πάπιας», αν σκεφτούμε ότι το επίθημα -οψ απαντά συχνά σε ονόματα πουλιών, πβ. àέρ-οψ, δρύ-οψ, μέρ-οψ. Υπάρχει και μια άλλη πιθανή ετυμολόγηση, όμως, που ακολουθεί την ίδια την γνωστή ιστορία της Πηνελόπης: ότι προέρχεται από το πήνη « νήμα» και πιθανόν το ρήμα λέπω «ξετυλίγω», οπότε Πηνελόπη δεν είναι άλλη από αυτήν που ξετυλίγει το νήμα, δηλαδή την υφάντρια.

• Πολυξένη: ουσιαστικοπ. θηλ. τού επιθ. πολύξενος < πολυ- + ξένος, οπότε Πολυξένη είναι «αυτή που προσκαλεί πολλούς ξένους, η φιλόξενη».

• Σωκράτης: ετυμολογείται από τα σώος + κράτος και σημαίνει «αυτός που διατηρεί σώα / ασφαλή τη δύναμή του».

• Τηλέμαχος: προέρχεται από τα τηλε- + -μαχος < μάχομαι. Το πρόθημα τηλε- είναι κοινό σε λέξεις όπου δηλώνεται κάτι γίνεται από μακριά (πβ και τα σύγχρονα τηλεόραση, τηλεχειριστήριο κλπ.). H αρχική σημ. λοιπόν του Τηλέμαχος θα ήταν είτε «αυτός που είναι μακριά από τη μάχη», είτε «αυτός που μάχεται από μακριά» χρησιμοποιώντας δηλαδή όπλα που ακοντίζουν, οπότε είναι σε αντιδιαστολή προς το ἀγχέ-μαχος.

• Χαρίκλεια: από τα χάρις + κλέος «δόξα»ξακουστή για τη χάρη της (πβ. Εὐρύκλεια, Θεόκλεια, Εὔκλεια κλπ.).

• Χαρίλαος: από τα χάρις + λαός, άρα θα σήμαινε»αυτός που έχει την εύνοια του λαού».


Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)