Μία ψύχραιμη ματιά στην επικαιρότητα, θα ήταν αρκετή για να διαπιστωθεί ένα φαινόμενο μοναδικό στην ελληνική κοινωνία: την ασύμμετρη αντίδραση λογικής και συναισθήματος. Οι Έλληνες δείχνουν μια εντυπωσιακή ανοχή απέναντι στην υποτίμηση της λογικής τους, αλλά ταυτόχρονα εκρηκτική οργή όταν αισθάνονται ότι το συναίσθημά τους θίγεται.
Η λογική υπαγορεύει ότι σε μια χώρα όπου η ηλεκτρική ενέργεια κοστίζει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στην Ευρώπη, οι τιμές των βασικών αγαθών είναι έως και 300% ακριβότερες από τη Γερμανία, οι μισθοί έχουν τη μικρότερη αγοραστική αξία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι πολίτες, μαζί με αυτούς της Ρουμανίας, είναι οι μόνοι που δεν αποταμιεύουν, η ελευθερία του Τύπου και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αμφισβητούνται ευθέως, θα έπρεπε να έχει ξεσπάσει ένα κύμα διαρκούς κοινωνικής πίεσης, με απεργιακούς κλοιούς και σθεναρές αντιδράσεις απέναντι στην εξουσία.
Κι όμως, η καθημερινή ζωή συνεχίζεται, σαν η λογική αυτή να έχει αποδεχτεί την πραγματικότητα ως κάτι αμετάβλητο. Αυτή η φαινομενική απάθεια δεν οφείλεται σε έλλειψη πληροφόρησης ή αντίληψης, αλλά σε μια πολιτισμική προδιάθεση που έχει τις ρίζες της στην ιστορική εμπειρία του λαού: οι Έλληνες, συνηθισμένοι να επιβιώνουν μέσα από πολιτικές αναταράξεις, έχουν αναπτύξει μια ανθεκτικότητα που πολλές φορές εκλαμβάνεται ως παθητικότητα.
Και φαίνεται ότι οι Έλληνες κάθε άλλο παρά παθητικοί είναι, όταν προσβάλλεται το συναίσθημά τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις η κοινωνία αντιδρά με πρωτόγνωρη σφοδρότητα. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι οι κινητοποιήσεις για την τραγωδία των Τεμπών. Η οργή δεν προκλήθηκε μόνο από το ίδιο το δυστύχημα, αλλά κυρίως από την αίσθηση της αδικίας, της συγκάλυψης και της κυβερνητικής ασέβειας απέναντι στους νεκρούς και τις οικογένειές τους. Στο σημείο που η κυβέρνηση φάνηκε να υποτιμά τον ανθρώπινο πόνο και την ανάγκη για δικαιοσύνη, οι Έλληνες κατέβηκαν στους δρόμους, στις μαζικότερες διαδηλώσεις των τελευταίων δεκαετιών.
Αυτή η διάκριση μεταξύ λογικής και συναισθήματος έχει τις ρίζες της βαθιά μέσα στην ελληνική πολιτισμική ταυτότητα. Από την αρχαιότητα, η ελληνική τραγωδία ανέδειξε τη δύναμη του συναισθήματος ως μοχλό κοινωνικής αλλαγής. Οι ήρωες των τραγωδιών δεν επαναστατούσαν επειδή η λογική το επέβαλε, αλλά επειδή το συναίσθημά τους έφτανε σε οριακό σημείο. Ο Οιδίποδας δεν αναζητά την αλήθεια από καθαρή λογική ανάγκη, αλλά επειδή μια συναισθηματική οδύνη τον ωθεί να την αποκαλύψει. Η Αντιγόνη δεν εξεγείρεται επειδή ο Κρέων είναι τύραννος, αλλά επειδή το συναίσθημά της την κάνει ανίκανη να δεχτεί την τυραννική απόφαση που δηλώνει ασέβεια προς τον νεκρό αδερφό της.
Το ίδιο μοτίβο παρατηρείται και στην ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους. Οι μεγάλες λαϊκές εξεγέρσεις δεν ξεκίνησαν εξαιτίας της λογικής διαπίστωσης μιας αδικίας, αλλά όταν η συναισθηματική αντοχή εξαντλήθηκε. Τετρακόσια χρόνια "λογικής" σκλαβιάς περίμεναν το "παράλογο" πάθος του Κολοκοτρώνη, του Παπαφλέσσα, του Καραϊσκάκη για να αρχίσει η Επανάσταση. Επτά χρόνια "λογικής" δικτατορίας περίμεναν το "παράλογο" συναίσθημα των φοιτητών για να σημάνει την αλλαγή. Και οι σημερινές διαδηλώσεις εκφράζουν περισσότερο μια συναισθηματική υπερχείλιση παρά μια ψυχρή πολιτική ανάλυση.
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, επίσης, ενισχύει αυτή τη συναισθηματική προσέγγιση. Ενώ περιλαμβάνει υψηλού επιπέδου θεωρητική εκπαίδευση, συχνά εστιάζει στην αποστήθιση και όχι στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, καλλιεργώντας έτσι περισσότερο τη συναισθηματική παρά τη λογική αντίδραση. Σε κάθε κεφάλαιο της ιστορίας, σε κάθε εθνική επέτειο, τα παιδιά μαθαίνουν να θαυμάζουν το πάθος των ηρώων και δεν μαθαίνουν να αναλύουν τη στρατηγική σκέψη πίσω από τις αποφάσεις τους.
