Ένας από τους πιο ανθεκτικούς μύθους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας είναι η υποτιθέμενη «οικονομική ευημερία» της επταετίας της δικτατορίας (1967-1974). Παρά την αναμφισβήτητη εθνική βλάβη που προκάλεσε το καθεστώς, πολλοί πιστεύουν ακόμη και σήμερα ότι η Χούντα «τα πήγε καλά» στην οικονομία, φέρνοντας ανάπτυξη και επενδύσεις. Ωστόσο, όπως ξεκαθαρίζει ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ) και πρώην υπουργός Νίκος Χριστοδουλάκης, ένας τέτοιος ισχυρισμός απέχει πολύ από την πραγματικότητα, καταρρίπτοντας το κυρίαρχο αφήγημα του καθεστώτος περί των «Επιτευγμάτων της Εθνικής Κυβερνήσεως εις τον Οικονομικό Τομέα».
Η απουσία εκτεταμένης επιστημονικής έρευνας για την οικονομική πολιτική της δικτατορίας έδωσε το έναυσμα στον Νίκο Χριστοδουλάκη και το ΟΠΑ να διοργανώσουν την επιστημονική ημερίδα «50 χρόνια μετά: Τα οικονομικά της δικτατορίας», υπό την αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων. Αυτό το συνέδριο, με τη συμπλήρωση μισού αιώνα από τη Μεταπολίτευση, έφερε στο φως τα κρίσιμα ερωτήματα: Ποια πολιτική εφαρμόστηκε την επταετία, πώς επηρεάστηκε η συμμετοχή της χώρας στο διεθνές οικονομικό σύστημα και ποια ήταν τα πραγματικά αποτελέσματα για την εγχώρια αγορά; Τα συμπεράσματα ήταν αποκαλυπτικά: η Χούντα δεν διέθετε ούτε σχέδιο ούτε στοιχειώδη γνώση των οικονομικών προτεραιοτήτων και βρέθηκε γρήγορα σε αδιέξοδα, καθώς αποκλείστηκε από τις ευρωπαϊκές οικονομίες και οι μεγάλες επενδύσεις αποδείχθηκαν απάτες.
Είναι σημαντικό να εξεταστεί το ιστορικό πλαίσιο πριν από το πραξικόπημα. Όπως τόνισε ο καθηγητής Γιώργος Αλογοσκούφης στο συνέδριο, η ελληνική οικονομία βρισκόταν ήδη σε μια μακρά περίοδο μεγέθυνσης. Από το 1946 έως το 1966, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ είχε υπερ-τετραπλασιαστεί, φτάνοντας τα 7.169 ευρώ (σε τιμές 2015), ενώ η ανεργία είχε μειωθεί στο μισό. Ο «Μεγάλος Μετασχηματισμός» που απομάκρυνε την Ελλάδα από τη φτώχεια είχε ξεκινήσει πολύ πριν το 1967, με την ελληνική οικονομία να αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς. Η βιομηχανία, η ναυτιλία και ο τουρισμός ενίσχυαν τη θέση της χώρας στη διεθνή οικονομία, με την ανάπτυξη να ακολουθεί ένα κρατικά κατευθυνόμενο μοντέλο που έδινε προτεραιότητα στη βιομηχανία και το εξαγωγικό εμπόριο.
Οι εισηγήσεις ανέδειξαν ότι η οικονομία κατά τη δικτατορία ακολούθησε ένα πρότυπο που είχε διαμορφωθεί πριν από το πραξικόπημα, εκμεταλλευόμενη ένα ευνοϊκό διεθνές πλαίσιο. Το σύστημα ισοτιμιών του Bretton Woods επέτρεπε σε αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Ελλάδα, να διατηρούν ένα βαθμό ανεξαρτησίας στις επιλογές τους. Ωστόσο, τα δεδομένα άλλαξαν δραματικά από το 1971, με την αποσύνδεση του δολαρίου από τον χρυσό και την επακόλουθη κατάρρευση του συστήματος Bretton Woods. Ακολούθησε η πρώτη πετρελαϊκή κρίση, διαμορφώνοντας ένα νέο περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και συναλλαγματικής αστάθειας.
Σε αυτό το νέο, ασταθές περιβάλλον, η δικτατορία υπέπεσε σε ένα από τα σημαντικότερα σφάλματά της: σε αντίθεση με τις άλλες δυτικές οικονομίες, η Χούντα έμεινε προσκολλημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η επιλογή προκάλεσε έναν τεράστιο εισαγόμενο πληθωρισμό, καταρρακώνοντας το βιοτικό επίπεδο του λαού και οδηγώντας σε προϊούσα φτωχοποίηση. Αυτή η λαϊκή αγανάκτηση, σε συνδυασμό με την αντίσταση κατά του καθεστώτος, κλόνισε ανεπανόρθωτα τη δικτατορία. Οι ειδικοί καταλήγουν ότι η περίοδος 1967-1974 υπήρξε τελικά μια χαμένη ευκαιρία για την Ελλάδα, καθώς η δικτατορία στέρησε τη χώρα από έναν απαραίτητο εξορθολογισμό που θα την είχε προφυλάξει από τα κύματα λαϊκισμού των επόμενων δεκαετιών.
