Κάθε χρόνο, στις 17 Νοεμβρίου, η ελληνική κοινωνία επιστρέφει στο 1973. Όχι με νοσταλγία, αλλά με ένα είδος τελετουργικής μνήμης που προσπαθεί να κρατήσει ζωντανό κάτι που διαρκώς κινδυνεύει να μετατραπεί σε κενό σύμβολο. Το ερώτημα δεν είναι αν θυμόμαστε το Πολυτεχνείο, το ερώτημα είναι τι θυμόμαστε και, κυρίως, γιατί επιλέγουμε να θυμόμαστε.
Η μνήμη, κατά τον Νίτσε, δεν είναι παθητική αποθήκευση του παρελθόντος αλλά ενεργός επανερμηνεία του, μια πράξη δημιουργίας νοήματος στο παρόν. Όταν θυμόμαστε το Πολυτεχνείο, δεν ανακαλούμε απλώς ένα ιστορικό γεγονός· κατασκευάζουμε έναν καθρέφτη στον οποίο αντικρίζουμε τη δική μας εποχή, τις δικές μας δειλίες, τις δικές μας παραιτήσεις. Αυτό δεν καθιστά τη μνήμη παρηγοριά, αλλά πρόκληση. Το Πολυτεχνείο δεν μας επιτρέπει την άνεση της νοσταλγίας· μας αναγκάζει σε υπαρξιακή εξέταση.
Η φιλοσοφική αξία της εξέγερσης του '73 δεν βρίσκεται στην ηρωική της αφήγηση, αλλά στην ανθρώπινη της διάσταση: στη στιγμή που ανώνυμοι άνθρωποι, φοιτητές χωρίς εγγυήσεις και χωρίς βεβαιότητες, επέλεξαν να μιλήσουν την ώρα που η σιωπή ήταν ασφαλέστερη. Η Χάνα Άρεντ μιλούσε για την «αρχή» ως τη θεμελιώδη ανθρώπινη ικανότητα να ξεκινάμε κάτι καινούργιο, να διακόπτουμε την αλυσίδα του αναπόφευκτου. Το Πολυτεχνείο ήταν μια τέτοια «αρχή», όχι επειδή οδήγησε άμεσα στην πτώση της δικτατορίας, αλλά επειδή έσπασε την αφήγηση του «δεν γίνεται αλλιώς».
Σήμερα, η δικτατορία έχει αλλάξει πρόσωπο. Δεν φοράει πλέον στολή, δεν χρειάζεται τανκς για να συντρίψει πύλες. Έχει μάθει να λειτουργεί μέσα από τη συναίνεση, μέσα από την εθελοντική παράδοση της ελευθερίας μας σε αντάλλαγμα για ασφάλεια, άνεση, ψυχαγωγία. Ο Φρομ το περιέγραψε ως «φόβο της ελευθερίας», την τάση του ανθρώπου να δραπετεύει από την ευθύνη της αυτονομίας προς τα αγκαλιάσματα της υποταγής. Το σύγχρονο Πολυτεχνείο δεν είναι κτήριο που πρέπει να καταλάβουμε· είναι ο δικός μας εαυτός που πρέπει να ανακτήσουμε από την παθητικότητα, την αδιαφορία, την αλγοριθμική χειραγώγηση.
Ο Καμύ, στον «Μύθο του Σίσυφου», έγραφε ότι πρέπει να φανταστούμε τον άνθρωπο είναι ευτυχισμένο παρά την παραλογία της ύπαρξης. Αλλά το Πολυτεχνείο μάς διδάσκει κάτι πιο ριζοσπαστικό: ότι η αντίσταση στην παραλογία δεν είναι απλώς δικαίωμα· είναι υπαρξιακή ανάγκη. Όταν ο φοιτητής του '73 έμπαινε στο κατειλημμένο κτήριο, δεν ήξερε αν η πράξη του είχε νόημα. Αλλά η πράξη ήταν το νόημα. Η ύπαρξη ως αντίσταση, η αντίσταση ως ύπαρξη.
Αυτό που το Πολυτεχνείο διακυβεύει σήμερα είναι η ίδια η έννοια του υποκειμένου. Ζούμε σε μια εποχή που η αλγοριθμική παρακολούθηση, η προβλεψιμότητα συμπεριφορών, η χειραγώγηση επιθυμιών μάς μετατρέπει σταδιακά από υποκείμενα σε αντικείμενα, δεδομένα που επεξεργάζονται άλλοι για σκοπούς που δεν ελέγχουμε. Η εξέγερση του '73 υπενθυμίζει ότι η υποκειμενικότητα δεν είναι δεδομένη, είναι κατάκτηση. Γινόμαστε υποκείμενα όταν λέμε «όχι», όταν αρνούμαστε το προκαθορισμένο σενάριο, όταν επιλέγουμε την αβεβαιότητα της ελευθερίας παρά την ασφάλεια της υποταγής.
Τελικά, το Πολυτεχνείο δεν είναι γεγονός του παρελθόντος, αλλά ανοιχτό ερώτημα προς το μέλλον: Τι είμαστε διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουμε για την ελευθερία μας; Σε ποιο σημείο η άνεσή μας γίνεται φυλακή μας; Πότε η σιωπή μας παύει να είναι ουδετερότητα και γίνεται συνενοχή; Αυτά τα ερωτήματα δεν απαντώνται με λόγια, αλλά με πράξεις. Και κάθε γενιά καλείται να δώσει τη δική της απάντηση· όχι μιμούμενη τη γενιά του '73, αλλά ανακαλύπτοντας τις δικές της πύλες που πρέπει να σπάσει, τα δικά της τανκς που πρέπει να αντιμετωπίσει, τις δικές της φωνές που πρέπει να ακουστούν.
Η μνήμη του Πολυτεχνείου, λοιπόν, δεν είναι αναπαραγωγή του παρελθόντος αλλά υπόσχεση για το μέλλον· όχι ως νοσταλγική επιστροφή, αλλά ως συνεχής επανάσταση του εαυτού απέναντι σε κάθε μορφή δουλείας, εξωτερικής ή εσωτερικής. Και αυτή η επανάσταση δεν ξεκινά από τα κτήρια που καταλαμβάνουμε, αλλά από τη σκέψη που ελευθερώνουμε.
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
