Στην καρδιά της Αθήνας του Χρυσού Αιώνα, ο Περικλής οραματίστηκε την Ακρόπολη όχι απλώς ως τόπο λατρείας, αλλά ως αιώνιο σύμβολο της αθηναϊκής δύναμης, σοφίας και δόξας, μετά την καταστροφή της από τους Πέρσες. Για να στεγάσει την ψυχή του Παρθενώνα, το κεντρικό του έργο, ανέθεσε στον φίλο του και σπουδαιότερο καλλιτέχνη της εποχής, τον Φειδία, τη δημιουργία ενός αγάλματος αντάξιου της θεάς προστάτιδας της πόλης: την Αθηνά Παρθένο. Το αποτέλεσμα ήταν ένα από τα διασημότερα έργα τέχνης του αρχαίου κόσμου, το οποίο, όμως, σήμερα έχει χαθεί, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο αρχαιολογικό μυστήριο.
Το άγαλμα, που άρχισε να κατασκευάζεται γύρω στο 447 π.Χ., ήταν κολοσσιαίο, με ύψος που έφτανε σχεδόν τα 12 μέτρα. Ο σκελετός του ήταν ξύλινος, αλλά η εξωτερική του εμφάνιση αποτελούσε ένα θαύμα της χρυσελεφάντινης τεχνικής. Τα γυμνά μέρη του σώματος, όπως το πρόσωπο, τα χέρια και τα πόδια, ήταν φτιαγμένα από ελεφαντόδοντο, δίνοντας την αίσθηση αληθινής σάρκας. Στο δεξί της χέρι, η Αθηνά κρατούσε μια φτερωτή Νίκη, σύμβολο των θριάμβων της πόλης, ενώ το αριστερό της ακουμπούσε σε μια γιγαντιαία ασπίδα. Οι λεπτομέρειες ήταν εξαιρετικές: στην ασπίδα απεικονιζόταν η μάχη Αθηναίων με Αμαζόνες εξωτερικά και η μάχη Θεών και Γιγάντων εσωτερικά.
Πέρα από την καλλιτεχνική του αξία, το άγαλμα αποτελούσε και το κρατικό θησαυροφυλάκιο της Αθήνας. Μόνο ο χρυσός που το κάλυπτε ζύγιζε πάνω από έναν τόνο, περίπου 1.140 κιλά. Το σχέδιο του Φειδία ήταν εξαιρετικά πρακτικό, καθώς ο χρυσός ήταν αφαιρούμενος, επιτρέποντας στην πόλη να τον χρησιμοποιεί σε περιόδους ακραίας οικονομικής ανάγκης.
Το τέλος του αγάλματος παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια. Οι ιστορικοί εξετάζουν τρεις βασικές θεωρίες. Η πρώτη είναι η καταστροφή από φωτιά, πιθανότατα κατά την εισβολή των Ερούλων το 267 μ.Χ., η οποία θα μπορούσε να είχε καταστρέψει τον ξύλινο πυρήνα του αγάλματος. Η δεύτερη, και ίσως πιο πιθανή, είναι η μεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, καθώς ο χριστιανισμός κυριαρχούσε και οι αυτοκράτορες μετέφεραν θησαυρούς στη νέα πρωτεύουσα. Η τρίτη θεωρία υποστηρίζει τη σταδιακή λεηλασία: καθώς η Αθήνα έχανε τη δύναμή της και οι αρχαίοι θεοί τη σημασία τους, το άγαλμα «ανακυκλώθηκε» σιγά-σιγά, αφαιρουμένων των πολύτιμων υλικών του, μέχρι που δεν έμεινε τίποτα.
Αν και το πρωτότυπο αριστούργημα του Φειδία χάθηκε, η εικόνα του διασώθηκε. Τη βλέπουμε σε μικρότερα ρωμαϊκά αντίγραφα, όπως η περίφημη Αθηνά του Βαρβακείου που φιλοξενείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Αυτά τα αντίγραφα μας δίνουν μια πολύτιμη ιδέα για τη μορφή και τη μεγαλοπρέπεια που κάποτε δέσποζε στην καρδιά της αρχαίας πόλης.