Η Αθήνα φέρει χαραγμένες στην ιστορία της δύο τραγικές στιγμές που συγκλόνισαν το πανελλήνιο, με κοινό τόπο τα Εξάρχεια: τις δολοφονίες του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά το 1985 και του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008. Οι δύο αυτοί φόνοι, που τους χώριζαν πάνω από δύο δεκαετίες, αποκάλυψαν εκκωφαντικά την ίδια, βαθιά ριζωμένη νοοτροπία κρατικής βίας. Τα Εξάρχεια, μια μικρή γειτονιά με βαρύ ιστορικό βάρος και έντονο το ελευθεριακό στοιχείο, αποτελούσαν και στις δύο περιπτώσεις το σημείο μηδέν όπου η καταστολή συναντούσε την αμφισβήτηση.
Οι ομοιότητες ανάμεσα στα δύο περιστατικά είναι ανατριχιαστικές. Και στις δύο περιπτώσεις, οι δράστες ήταν αστυνομικοί, ο Μελίστας και ο Κορκονέας, οι οποίοι περιγράφονταν από τους συναδέλφους τους ως "τραμπούκοι" με οξύθυμο και εκρηκτικό χαρακτήρα. Το κεντρικό αφήγημα που υιοθετήθηκε από την υπερασπιστική γραμμή ήταν το ίδιο: οι αστυνομικοί βρέθηκαν σε κίνδυνο, προκλήθηκαν από τους νέους (μολότοφ στον Καλτεζά, πέτρες στον Γρηγορόπουλο) και πυροβόλησαν είτε εξ ανάγκης είτε με «εξοστρακισμό» της σφαίρας. Στην πραγματικότητα, και οι δύο αστυνομικοί δεν αντιμετώπιζαν άμεσο κίνδυνο για τη ζωή τους, καθώς ήταν ένοπλοι και προστατευμένοι, και η σφαίρα που σκότωσε τον Καλτεζά βρήκε την πλάτη του, αποδεικνύοντας ότι απομακρυνόταν.
Η αντίδραση της κοινωνίας, αν και διαφορετική στην ένταση, ήταν εκτεταμένη και στις δύο περιπτώσεις. Το 1985, η δολοφονία του Καλτεζά προκάλεσε την κατάληψη του Χημείου, η οποία διαλύθηκε βίαια, με τους δρόμους να γεμίζουν από οργή. Ο Δεκέμβρης του 2008, ωστόσο, υπήρξε μια πραγματική ρήξη στον χρόνο. Το ξέσπασμα ήταν άμεσο, σφοδρό και αφορούσε ολόκληρο το πολιτικό και οικονομικό σύστημα, με τους νέους να απαντούν με βία στη βία του κράτους και τη διαφθορά της εποχής. Τα μέσα ενημέρωσης, σε πρώτη φάση, προσπάθησαν να ενοχοποιήσουν τα θύματα, υιοθετώντας το αφήγημα του "victim blaming"—«τι δουλειά είχε στα Εξάρχεια;» ή «ήταν κακό στοιχείο»—προκειμένου να καθησυχάσουν την κοινωνία ότι ο κίνδυνος αφορά μόνο τους "άλλους".
Το δικαστικό σκέλος φανέρωσε τη δύναμη της δημόσιας πίεσης. Στην περίπτωση του Καλτεζά, ο Μελίστας αθωώθηκε και εξέτισε ελάχιστο χρόνο στη φυλακή, εξαφανιζόμενος στην Αυστραλία. Αντιθέτως, ο Κορκονέας αντιμετώπισε την πρωτοφανή κοινωνική πίεση, η οποία λειτούργησε ως αντίβαρο στην προσπάθεια της πολιτείας για μια «μαλακή» αντιμετώπιση. Η πίεση του κόσμου, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα σε κάθε κίνηση αποφυλάκισής του, είναι αυτή που έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την έκβαση της υπόθεσής του.
Η μεγάλη αλήθεια που αναδύεται από αυτές τις ιστορίες είναι ότι ελάχιστα έχουν αλλάξει σε βάθος χρόνου. Η αστυνομική αυθαιρεσία συνεχίζει να υφίσταται, με περιστατικά που οριακά δεν οδηγούν σε νέες τραγωδίες. Ακόμη και σήμερα, κυριαρχεί η άποψη ότι «κάτι θα έκανε» το θύμα για να προκαλέσει την τύχη του. Η κοινωνία, αντί να επεξεργαστεί το τραύμα, συχνά αποσύρεται στον καναπέ, προτιμώντας την καθησυχαστική ψευδαίσθηση ότι η βία αφορά μόνο εκείνους που «βγαίνουν έξω από τα όρια». Αυτή η νοοτροπία είναι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη των τραγικών γεγονότων του 1985 και του 2008, διατηρώντας ανοιχτή την πληγή και τον φόβο για μια νέα, ανάλογη ρήξη.