Στις 2 Μαΐου του 2000, στον επαρχιακό δρόμο Πατρών-Τριπόλεως, στην περιοχή Βασιλικό, συνέβη ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα που συγκλόνισαν την Αχαΐα και ολόκληρη την Ελλάδα. Ο 30χρονος Γιώργος Τραγόμαλλου και η 25χρονη κοπέλα του δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από τον Γιάννη Κούλλη, γνωστό στις αρχές για κλοπές. Ο Κούλλης πυροβόλησε τον 30χρονο με καραμπίνα και, υπό την απειλή της δολοφονίας, παρέσυρε την κοπέλα σε ένα κοντινό αγροτικό σπίτι όπου διέμενε, απομονωμένος από την οικογένειά του και όπου έκρυβε τα κλοπιμαία του. Εκεί, έδεσε και βίασε την κοπέλα.
Στη συνέχεια, ο δράστης επέστρεψε στο σημείο της επίθεσης, συνειδητοποιώντας ότι ο Γιώργος Τραγόμαλλου δεν είχε πεθάνει από τον πρώτο πυροβολισμό και είχε καταφέρει να συρθεί τραυματισμένος στον δρόμο, ζητώντας βοήθεια. Δυστυχώς, η αδιαφορία των διερχόμενων οδηγών αποδείχθηκε μοιραία. Ο Κούλλης πυροβόλησε το θύμα δύο ακόμη φορές, με τα τελευταία λόγια του Γιώργου να συγκλονίζουν: «Γιατί μου το κάνεις αυτό φίλε;» Σύμφωνα με τη δήλωση του δράστη στους αστυνομικούς, ο λόγος της επίθεσης ήταν «σεξουαλικός» και μάλιστα ισχυρίστηκε ότι πρότεινε στο ζευγάρι να πάνε στο σπίτι του για να κάνει σεξ εκείνος, ενώ ο ίδιος θα παρακολουθούσε. Η άρνησή τους, όπως είπε, τον οδήγησε στη δολοφονία. Μετά τη χαριστική βολή, πήρε το πτώμα, το μετέφερε μέσα στο αυτοκίνητο του θύματος και έβαλε φωτιά σε μια προσπάθεια να καλύψει τα ίχνη του.
Εν τω μεταξύ, η 25χρονη κοπέλα, επιδεικνύοντας ψυχραιμία και ευφυΐα, κατάφερε να λυθεί. Έψαξε ανάμεσα στα κλοπιμαία που έκρυβε ο Κούλλης και βρήκε ένα κλεμμένο κινητό τηλέφωνο. Αμέσως κάλεσε την αστυνομία, περιγράφοντας έντρομη όσα ζούσε. Αν και δεν μπορούσε να προσδιορίσει την ακριβή τοποθεσία, οι αστυνομικοί, με βάση τις λιγοστές πληροφορίες και γνωρίζοντας καλά την περιοχή, κατάφεραν να περιορίσουν το σημείο. Τις πρώτες πρωινές ώρες, εντόπισαν τον Γιάννη Κούλλη να τριγυρνά στα χωράφια, με το ματωμένο του μανίκι να προδίδει την πράξη του. Οι δικαιολογίες του ήταν αστείες, αλλά οι αστυνομικοί τον συνέλαβαν. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Κούλλης ομολόγησε τον βιασμό και τη δολοφονία, αποκαλύπτοντας επίσης ότι είχε αφαιρέσει 120.000 δραχμές από το θύμα.
Η είδηση προκάλεσε οργή στους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν έξω από το δικαστήριο και προσπάθησαν να λιντσάρουν τον δράστη. Οι κάτοικοι τον χαρακτήρισαν ψυχρό εγκληματία και ανέφεραν προηγούμενα περιστατικά βίας και απειλών. Ο Γιάννης Κούλλης, τον οποίο αξιωματικός της αστυνομίας χαρακτήρισε ως «αποκλίνουσα προσωπικότητα» με συναίσθηση των πράξεών του, δεν είχε καμία επαφή με την οικογένειά του για χρόνια και ζούσε σε εγκαταλελειμμένα σπίτια. Κανένας δικηγόρος της Πάτρας δεν δέχτηκε να αναλάβει την υπεράσπισή του και κανένας συγγενής του δεν εμφανίστηκε. Τον Ιανουάριο του 2001, το Μικτό Ορκωτό Κακουργοδικείο Λευκάδας τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία και 25 έτη φυλάκιση για τον βιασμό της κοπέλας του θύματος.