Η μοιχεία στην αρχαία Αθήνα ξεπερνούσε κατά πολύ την έννοια του ηθικού παραπτώματος. Αντιμετωπιζόταν ως ένα βαρύτατο έγκλημα, φέροντας σοβαρό κοινωνικό και νομικό φορτίο, το οποίο οι Αθηναίοι νομοθέτες θέλησαν να αντιμετωπίσουν με τη μέγιστη αυστηρότητα. Οι ποινές που επιβάλλονταν είχαν διττό σκοπό: την τιμωρία του ενόχου και τη δημόσια διαπόμπευσή του, καθώς η τιμή του άνδρα και η κοινωνική τάξη θεωρούνταν άρρηκτα συνδεδεμένες με την αγνότητα της συζύγου του.
Στο αυστηρό κοινωνικό πλαίσιο της κλασικής Αθήνας, η γυναίκα είχε περιορισμένη ελευθερία, και η παρουσία οποιουδήποτε άνδρα εκτός των στενών συγγενών στο σπίτι, απουσία του συζύγου, μπορούσε να εγείρει αμέσως υποψίες. Οι πρώτοι νόμοι, που αποδίδονται στον Δράκοντα, έδιναν στον απατημένο σύζυγο σχεδόν απόλυτη εξουσία, επιτρέποντάς του να σκοτώσει τον μοιχό επί τόπου, χωρίς νομικές συνέπειες, εφόσον συλλαμβάνονταν επ’ αυτοφώρω. Αργότερα, ο Σόλων εισήγαγε εναλλακτικές ποινές, όπως η ευνούχιση του μοιχού ή ο εξαναγκασμός σε λύτρα, δηλαδή στην καταβολή ενός εξαιρετικά μεγάλου χρηματικού ποσού, το οποίο ο σύζυγος όριζε για να σωθεί η ζωή του ενόχου.
Ένα ιδιαίτερο παράδοξο της αθηναϊκής νομοθεσίας ήταν η διαφορετική αντιμετώπιση της αποπλάνησης (συνευρέσεως με τη θέληση της γυναίκας) και του βιασμού. Η αποπλάνηση θεωρούνταν σοβαρότερη απειλή για την κοινωνική τάξη, καθώς υπαινισσόταν την προδοσία της συζυγικής πίστης και έθετε σε αμφιβολία τη γνησιότητα των παιδιών του γάμου. Αντίθετα, ο βιασμός παντρεμένης γυναίκας τιμωρούνταν μόνο με χρηματική αποζημίωση προς τον σύζυγο, συνήθως ύψους μιας μνάς, καθώς, αν και βίαιος, δεν θεωρούνταν εξίσου διαβρωτικός για τον κοινωνικό ιστό όσο η εκούσια απιστία.
Όταν η υπόθεση οδηγούνταν στα δικαστήρια, οι ποινές που επιβάλλονταν στον μοιχό, εκτός του θανάτου, ήταν σχεδιασμένες για τη μέγιστη ταπείνωση. Η πιο διαβόητη ήταν η ραφανίδωση, μια ιδιαίτερα επώδυνη και εξευτελιστική πράξη που περιλάμβανε την εισαγωγή μιας μεγάλης ραφανίδας, δηλαδή ενός ραπανακιού, στον πρωκτό του ενόχου. Αυτή η ποινή οδηγούσε σε μόνιμο κοινωνικό στιγματισμό, με τους θύτες να αποκαλούνται ειρωνικά εύπηκτοι. Άλλες ποινές περιλάμβαναν το δημόσιο κούρεμα (μοιχών), όπου το ξύρισμα του κεφαλιού καθιστούσε τον ένοχο αμέσως αναγνωρίσιμο, και την επιβολή μεγάλου χρηματικού προστίμου (μοιχάγρια), μια επιλογή που συνήθως αφορούσε τους πλούσιους, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο μπορούσαν να αποφύγουν τις σωματικές και εξευτελιστικές τιμωρίες.
Οι συνέπειες για τη μοιχαλίδα ήταν εξίσου καταστροφικές. Διώχνονταν αμέσως από το συζυγικό σπίτι και της απαγορευόταν διά παντός η συμμετοχή σε θρησκευτικές τελετές και σε οποιαδήποτε δημόσια έκφανση της ζωής. Αν τολμούσε να εμφανιστεί δημόσια με εξωραϊσμένη εμφάνιση, οποιοσδήποτε πολίτης είχε το δικαίωμα να τη βρίζει, να της σκίσει τα ρούχα ή να της αφαιρέσει τα κοσμήματα, ολοκληρώνοντας τον κοινωνικό της εξευτελισμό.
Σε ορισμένες άλλες πόλεις-κράτη, όπως η Κύμη, οι ποινές ήταν ακόμη πιο ακραίες, με τη μοιχαλίδα να σύρεται στην αγορά, να περιφέρεται στους δρόμους πάνω σε γάιδαρο, ενώ το πλήθος τη χλεύαζε, και να στιγματίζεται με τον ατιμωτικό τίτλο της Ονοβάτιδας (αυτή που ανέβηκε στον όνο). Η αυστηρότητα της αντιμετώπισης της μοιχείας στην Αρχαία Ελλάδα αποκαλύπτει τον πυρήνα των αξιών τους, όπου η τιμή, η κοινωνική τάξη και η γνησιότητα της οικογένειας ήταν έννοιες απόλυτες και προστατεύονταν με σωματικό πόνο, δημόσιο εξευτελισμό και μόνιμο κοινωνικό στιγματισμό.