Η εικόνα είναι χαραγμένη στη συλλογική συνείδηση: οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου κατοικούν στην ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας, τον Όλυμπο. Αυτό το επιβλητικό βουνό, με τον Μύτικα να φτάνει τα 2.917 μέτρα, είναι ορατό από μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Γεννάται λοιπόν το εύλογο ερώτημα: αν οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο Δίας και η θεϊκή συντροφιά του ζούσαν κυριολεκτικά εκεί, δοκίμασαν ποτέ να ανέβουν για να τους δουν; Η απάντηση, όπως αποκαλύπτεται από την αρχαιολογία και την ιστορία, είναι όχι μόνο καταφατική, αλλά και πολύ πιο σύνθετη από ό,τι φανταζόμαστε.
Ο ουράνιος και ο γεωγραφικός Όλυμπος
Για τους Έλληνες της αρχαιότητας, ο Όλυμπος είχε διττή έννοια. Από τη μία, ήταν το συγκεκριμένο, γεωγραφικό βουνό στα σύνορα Πιερίας και Λάρισας. Από την άλλη, ήταν ένας ιδεατός τόπος. Όπως περιγράφεται στην ομηρική γραμματεία, η κατοικία των θεών δεν ήταν απλώς μια φυσική βουνοκορφή, αλλά ένας αιθέριος κόσμος που «δεν χτυπούν οι άνεμοι, δεν λασπώνεται από τις νεροποντές». Ήταν ένα σημείο με θεϊκή λάμψη, κάτι που προσιδίαζε περισσότερο σε ουράνιο σύμβολο και όχι σε ένα συγκεκριμένο παλάτι, επιβεβαιώνοντας πως οι άνθρωποι της εποχής δεν ανέμεναν να δουν τον Δία να πίνει αμβροσία στην κορυφή. Παράλληλα, δεν υπήρχε καμία καταγεγραμμένη απαγόρευση στην αρχαία ελληνική γραμματεία για την ανάβαση στο βουνό, ούτε καν ως πράξη Ύβρεως.
Η αρχαιολογική επιβεβαίωση της τακτικής ανάβασης
Τα ιστορικά κείμενα και, κυρίως, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι οι αρχαίοι Έλληνες όχι μόνο ανέβηκαν στον Όλυμπο, αλλά το έκαναν τακτικά και με οργανωμένο τρόπο. Ο Πλούταρχος, σχολιάζοντας τα μετεωρολογικά του Αριστοτέλη, αναφέρει πως ιερείς ανέβαιναν κάθε χρόνο στον Όλυμπο προς τιμήν του Ολύμπιου Διός και μάλιστα εντυπωσιάζονταν από το γεγονός ότι οι προσφορές και οι επιγραφές έμεναν ανέγγιχτες από τα καιρικά φαινόμενα. Η καθοριστική απόδειξη ήρθε τη δεκαετία του 1960. Κατά τη διάρκεια εργασιών θεμελίωσης μετεωρολογικού σταθμού στην κορυφή Άγιος Αντώνιος (2.817 μέτρα, η τρίτη υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου), εντοπίστηκαν αρχαιότητες που χρονολογούνται τουλάχιστον από τον 3ο αιώνα π.Χ. (Ελληνιστική περίοδος). Μεταξύ των ευρημάτων υπήρχαν μικροί βωμοί, νομίσματα, θραύσματα αγγείων και κατάλοιπα θυσιών, καθώς και λίθινες στήλες με επιγραφές. Μία από αυτές τις επιγραφές αναφερόταν ρητά σε «ιερέα του Ολύμπιου Διός», αποδεικνύοντας την ύπαρξη οργανωμένου ιερού και λατρείας σε ένα τόσο μεγάλο υψόμετρο.
Η επικοινωνία με το θείο
Είναι σαφές ότι η ανάβαση στον Όλυμπο δεν γινόταν από περιέργεια, αλλά από βαθιά θρησκευτική ανάγκη. Οι ιερείς και οι προσκυνητές δεν απογοητεύονταν που δεν έβλεπαν τους θεούς, γιατί δεν περίμεναν ποτέ μια φυσική συνάντηση. Γνώριζαν ότι ο μυθικός κόσμος των θεών βρισκόταν πάνω από την κορυφή, σε μια σφαίρα απρόσιτη για τον άνθρωπο. Σκοπός της ανάβασης ήταν να φτάσουν όσο το δυνατόν πιο κοντά στον Ολύμπιο Δία ώστε να επικοινωνήσουν μαζί του, να τον «αισθανθούν» και να εκτελέσουν τις τελετουργίες τους στο καταλληλότερο και πιο ιερό σημείο της ελληνικής γης. Η αρχαιολογία και η ιστορία ενώνονται έτσι μαγικά, αποκαλύπτοντας ότι ο Όλυμπος ήταν ανέκαθεν ένα βουνό προσβάσιμο στους θνητούς, αλλά και το απόλυτο σύμβολο σύνδεσης με το θείο.