Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχει καταγραφεί στη νεοελληνική συνείδηση ως ο κατεξοχήν φιλελεύθερος ηγέτης, ο αναμορφωτής που εκσυγχρόνισε τη χώρα και τη δρομολόγησε προς τη Δύση. Ωστόσο, η ιστορική ανάλυση αποκαλύπτει μια σκοτεινή και αμφιλεγόμενη πλευρά της πολιτικής του διαδρομής, η οποία αντιφάσκει με το μονοδιάστατο δημοκρατικό αφήγημα που επικρατεί. Η άνοδός του στην κεντρική πολιτική σκηνή δεν ήταν αποτέλεσμα αμιγώς κοινοβουλευτικής διαδικασίας, αλλά καρπός του Στρατιωτικού Κινήματος στο Γουδί το 1909. Ο Βενιζέλος, ως σύμβουλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου, εκμεταλλεύτηκε μια de facto στρατιωτική ανατροπή για να επιβληθεί πολιτικά, αναλαμβάνοντας την ηγεσία της χώρας. Μπορεί οι θρίαμβοι στους Βαλκανικούς Πολέμους να τον εδραίωσαν ως εθνικό ευεργέτη, αλλά η αρχική του άνοδος βασίστηκε στη στρατιωτική πίεση επί της δημοκρατικής λειτουργίας.
Η πολιτική του συμπεριφορά εκτράπηκε ραγδαία κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1915-1917), όπου ο μύθος του αταλάντευτου φιλελευθερισμού του αποδομείται πλήρως. Ο Βενιζέλος επέλεξε τη συνειδητή κλιμάκωση της σύγκρουσης με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, δημιουργώντας το Κίνημα Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, συγκροτώντας παράλληλη κυβέρνηση και παρακάμπτοντας τη νόμιμη στην Αθήνα. Η επάνοδός του στην εξουσία το 1917 δεν έγινε μέσω εκλογών, αλλά επιβλήθηκε με την είσοδο γαλλικών και αγγλικών στρατευμάτων στην πρωτεύουσα, εξαναγκάζοντας τον βασιλιά σε αποχώρηση, ενώ είχε προηγηθεί ναυτικός αποκλεισμός που απείλησε τον λαό με λιμό. Διχοτόμησε τη χώρα και πήρε την εξουσία με όρους καθαρά στρατιωτικής επιβολής και ξένης παρέμβασης, πρακτικές που αποτελούν το πιο σκοτεινό κεφάλαιο της πολιτικής του ιστορίας.
Αφού κατέλαβε την εξουσία με τη βία των όπλων, ακολούθησε ένας εκτεταμένος αυταρχικός μετασχηματισμός του κράτους. Πραγματοποιήθηκαν μαζικές εκκαθαρίσεις στη δημόσια διοίκηση, τον στρατό και τη δικαιοσύνη, ενώ εκατοντάδες βασιλόφρονες πολιτικοί και αξιωματικοί εξορίστηκαν σε νησιά (πρακτική που ο Βενιζέλος καθιέρωσε στη νεοελληνική ιστορία). Η σύλληψη και δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη από βενιζελικούς παρακρατικούς το 1920 συμπλήρωσε το κλίμα πολιτικής τρομοκρατίας. Αυτές οι πρακτικές δείχνουν έναν ηγέτη που, παρά το χάρισμά του, αντιμετώπιζε τον κοινοβουλευτισμό ως εργαλείο για την εδραίωση και διατήρηση της εξουσίας και όχι ως αδιαπραγμάτευτη αρχή.
Το μοτίβο της εναλλαγής μεταξύ δημοκρατικής νομιμότητας και αυταρχισμού επανεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ο νόμος του 1929, γνωστός ως Ιδιώνυμο, υπήρξε προσωπική έμπνευση του Βενιζέλου και σηματοδότησε μια αυταρχική τομή, ποινικοποιώντας όχι μόνο τις πράξεις αλλά και τις ιδέες, οδηγώντας σε μαζικές διώξεις κομμουνιστών και απεργών. Ο πολιτικός του πραγματισμός έγινε ακόμη πιο εμφανής μετά την εκλογική του ήττα το 1933. Όταν ο Νικόλαος Πλαστήρας του πρότεινε την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας για να μην παραδώσει την εξουσία, ο Βενιζέλος δεν απέρριψε την πρόταση για δημοκρατικούς λόγους, αλλά επειδή έκρινε ότι ο Πλαστήρας δεν διέθετε τις ικανότητες και το στελεχικό δυναμικό του Μουσολίνι. Αυτή η αντίληψη περί εξουσίας κορυφώθηκε με τον ουσιαστικό και κεντρικό του ρόλο στο μεγάλο Πραξικόπημα του 1935, μια εκτεταμένη απόπειρα ανατροπής της εκλεγμένης κυβέρνησης, η οποία επιβεβαίωσε την παράδοση αντιθεσμικής δράσης μέσα στον βενιζελικό κύκλο, όπου ο στρατός λειτουργούσε ως κομματικό όργανο.
Αδιαμφισβήτητα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε ένας χαρισματικός ηγέτης με σπάνια διορατικότητα, που οδήγησε τη χώρα σε διπλασιασμό εδαφών και στον εκσυγχρονισμό. Όμως, η ιστορική κρίση οφείλει να είναι πλήρης και ειλικρινής. Ο Βενιζέλος ήταν τέκνο της εποχής του, μιας περιόδου πολιτικού χάους, βίας, πραξικοπημάτων και διώξεων, όπου ούτε η δική του παράταξη ούτε οι αντίπαλοί του (οι βασιλικοί) αντιμετώπισαν τη δημοκρατία ως ύψιστη αξία. Η σύγχρονη απεικόνισή του ως «πατέρα της δημοκρατίας» είναι ένας μύθος που αποσιωπά την ημιαυταρχική πλευρά της εξουσίας του. Η αλήθεια βρίσκεται σε μια πιο σύνθετη και ανθρώπινη εικόνα: ένας μέγας ηγέτης, αλλά ένας πολιτικός που αντιμετώπιζε τη δημοκρατία ως εργαλείο που μπορούσε να παρακαμφθεί για την εξυπηρέτηση του πολιτικού του στόχου.