Η 7η Απριλίου 1976 αποτελεί μια ημερομηνία-ορόσημο για τα ελληνικά δικαστικά και κοινωνικά χρονικά, καθώς ήταν η ημέρα που ο 19χρονος ναύτης Χρήστος Ρούσσος δολοφόνησε τον 22χρονο εραστή του, Ανέστη Παπαδόπουλο. Το έγκλημα αυτό δεν ήταν απλώς μια αφαίρεση ζωής, αλλά μια σκληρή αποκάλυψη των συντηρητικών αντανακλαστικών της τότε ελληνικής κοινωνίας. Οι εφημερίδες της εποχής, αποτυπώνοντας το κλίμα των ημερών, χαρακτήριζαν τόσο τον δράστη όσο και το θύμα ως «ανώμαλους», εστιάζοντας περισσότερο στην ομοφυλοφιλία τους παρά στην ουσία της τραγικής ανθρώπινης ιστορίας που κρυβόταν από πίσω.
Σύμφωνα με την απολογία του Χρήστου Ρούσσου, το έγκλημα ήταν μια πράξη απόγνωσης και όχι προμελετημένη δολοφονία. Ο νεαρός υποστήριξε ότι ο σύντροφός του τον πίεζε αφόρητα να εκδίδεται ως τραβεστί στις πιάτσες της εποχής, ασκώντας πάνω του ψυχολογική και σωματική βία. Παρά το γεγονός ότι ο Ρούσσος δήλωνε παράφορα ερωτευμένος, η σύγκρουση κατέληξε στον θάνατο του Παπαδόπουλου. Το δικαστήριο, ωστόσο, δεν του αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη, στέλνοντάς τον στις σκληρές φυλακές της Κέρκυρας, όπου βίωσε μια πραγματική κόλαση.
Η υπόθεση πήρε πολιτικές διαστάσεις το 1986, όταν ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Χρήστος Σαρτζετάκης, αρνήθηκε πεισματικά να του απονείμει χάρη, παρά την ομόφωνη απόφαση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και την απεργία πείνας του Ρούσσου που τον έφερε στα πρόθυρα του θανάτου. Η άρνηση αυτή πυροδότησε ένα τεράστιο διεθνές κίνημα αλληλεγγύης με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων όπως η Μελίνα Μερκούρη, ο Μάνος Χατζιδάκης και ο Έντουαρντ Κένεντι. Ο Ρούσσος αποφυλακίστηκε τελικά το 1990 με χάρη από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, έχοντας μετατραπεί μέσα στη φυλακή σε έναν αγωνιστή για τα δικαιώματα των κρατουμένων.
Η ιστορία του Χρήστου Ρούσσου μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με την ταινία «Άγγελος» του Γιώργου Κατακουζινού, η οποία αν και δίχασε, βοήθησε στο να ανοίξει η συζήτηση για την ομοφυλοφιλία και τα δικαιώματα στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο Ρούσσος, σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις του, τόνισε ότι η πράξη του δεν ήταν έγκλημα πάθους, αλλά μια κραυγή απελπισίας ενός νέου ανθρώπου που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την πίεση και τα συναισθήματά του μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Ακόμα και σήμερα, η υπόθεση αυτή παραμένει μια οδυνηρή υπενθύμιση του πώς η κοινωνική προκατάληψη μπορεί να καθορίσει την τύχη ενός ανθρώπου.