Για καταστάσεις όπου δεν υπάρχει κανένας απολύτως έλεγχος και επικρατεί πλήρης ασυδοσία, συχνά χρησιμοποιούμε τη φράση «μπάτε σκύλοι άλεστε, κι αλεστική μη δώσετε».
Η προέλευση της φράσης αυτής δεν είναι βέβαιη. Ο Τάκης Νατσούλης προτείνει την εξής εξήγηση: «Οι Φράγκοι, που είχαν υποδουλώσει άλλοτε την Ελλάδα, έκαναν τόσα μαρτύρια στους κατοίκους, ώστε οι Έλληνες τούς βάφτισαν “Σκυλόφραγκους”. Ό,τι είχαν και δεν είχαν, τούς το έπαιρναν, κυρίως όμως ενδιαφερόντουσαν για το αλεύρι, που τούς ήταν απαραίτητο για να φτιάχνουν ψωμί.
Κάποτε, σ’ ένα χωριουδάκι της Πάτρας μπήκαν μερικοί στρατιώτες σ’ ένα μύλο και απαίτησαν από το μυλωνά να τους αλέσει όλο το σιτάρι που υπήρχε εκεί, με την υπόσχεση ότι θα τού πλήρωναν τ’ αλεστικά. Ο μυλωνάς ονομαζόταν Γιάννης Ζήσιμος, κι ήταν γνωστός για την παλικαριά του και την εξυπνάδα του. Όταν είδε τους Φράγκους να θέλουν να τού αρπάξουν το βιος του με το έτσι το θέλω, φούντωσε ολόκληρος. Συγκρατήθηκε, όμως, και δικαιολογήθηκε ότι δεν μπορεί μόνος του ν’ αλέσει τόσες οκάδες σιτάρι. Οι στρατιώτες τού είπαν τότε ότι θα τον βοηθούσαν αυτοί. Ο Ζήσιμος τούς πέρασε στον μύλο και τούς είπε δήθεν ευγενικά: “Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε”. Ύστερα τούς κλείδωσε μέσα κι έβαλε φωτιά στο μύλο. Εκεί τούς έκαψε όλους σαν ποντίκια κι αυτός εξαφανίστηκε».
Ωστόσο, πολλοί δεν συμφωνούν με την εξήγηση αυτή. Ο γνωστός Έλληνας λαογράφος Νικόλαος Πολίτης είχε υποστηρίξει πως η αρχική μορφή θα πρέπει να ήταν «χίλιοι μύριοι αλέστε κι αλεστικά μη δώστε», δίχως να τη συνδέει με κάποιο ιστορικό γεγονός.
Δείτε από πού βγήκαν περισσότερες φράσεις εδώ.