Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του ’68 μια στιγμή έμεινε στην ιστορία. Ένα ενσταντανέ όπου δυο αθλητές αποθεώνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα κι ένας τρίτος, όντας απλά στο κάδρο, θα ζούσε την καταπάτησή τους.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούν την κορυφαία έκφανση ηθικών και κοινωνικών ιδεωδών, μια διοργάνωση που υπερβαίνει διακρατικές διαφορές, πολιτικούς ιδεαλισμούς και κοινωνικο-οικονομικές «νόσους».
Τουλάχιστον αυτό μας υπενθυμίζουν γεγονότα – σταθμοί του παρελθόντος, σε πλήρη αντίθεση με σκάνδαλα για «μίζες» αναθέσεων και στρατιές «φαρμακωμένων» αθλητών που κατακλύζουν τα εκάστοτε Ολυμπιακά Χωριά.
Μεταφερόμαστε στο 1968 και τη διοργάνωση του Μεξικό. Έναν από τους πιο φωτεινούς φάρους κόντρα σε ένα φαινόμενο που μαστίζει –και θα συνεχίζει για καιρό να το κάνει- την ανθρώπινη φύση. Ο ρατσισμός «καμαρώνει» ως η αιχμή του δόρατος σε ένα σύστημα αναταραχών και ζυμώσεων, το οποίο –αν σήμερα μιλάμε για χύτρα που ετοιμάζεται να σκάσει- κάνει τον κόσμο να φαντάζει σαν μπαρουταποθήκη με καμιά δεκαριά φιτίλια «κάβα» για την πυροδότηση.
Η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, η παλλαϊκή επανάσταση στη Γαλλία τον Μάιο, η συνεχής διαμάχη Σοβιετικής Ένωσης - ΗΠΑ, ο πόλεμος στο Βιετνάμ –ένας από τους πολλούς που διεξήχθησαν μέσω «αντιπροσώπων» υπό τις ευλογίες των δυο υπερδυνάμεων- και το «όραμα» ενός πυρηνικού ολέθρου, διαπερνούν τον ιστό της κοινωνίας.
Υπό αυτό το επαναστατικό και αιματοβαμμένο background, διεξάγονται τον Οκτώβρη του ίδιου έτους οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Μεξικό.
Το πρωινό της 16ης του Οκτώβρη, διεξάγεται ένας από τους «κράχτες» της διοργάνωσης, ο τελικός των 200 μέτρων. Η προσμονή ήταν μεγάλη, καθώς όλοι περίμεναν μια ανταγωνιστική κούρσα, με τον Τζον Κάρλος να έχει πετύχει επίδοση 19.92 στα trials των Ηνωμένων Πολιτειών, χρόνος που δεν του επικυρώθηκε ποτέ ως παγκόσμιο ρεκόρ καθώς τα spikes που φορούσε δεν πληρούσαν τις τότε προδιαγραφές.
Ο Κάρλος προβάρει το χρυσό μετάλλιο μέχρι τα 150 μέτρα, όμως η επιτάχυνση του συμπατριώτη του Τόμι Σμιθ και το φανταστικό ντεμαράζ στα τελευταία μέτρα από τον Αυστραλό Πίτερ Νόρμαν, στέλνουν το ακλόνητο φαβορί στο τελευταίο σκαλί του βάθρου. Ένα βάθρο το οποίο έμελλε να προσφέρει την κορυφαία φωτογραφία όλων των εποχών, σε πολλές λίστες που αφορούν εικόνες μέσα από τον αθλητισμό.
Οι δυο Αμερικανοί εμφανίζονται χωρίς παπούτσια και φορώντας μαύρες κάλτσες, απευθείας νύξη για την κακομεταχείριση που υφίσταται οποιοσδήποτε δεν είναι λευκός στις ΗΠΑ. Ο Σμιθ έχει ένα μαύρο μαντήλι που συμβολίζει την υπερηφάνεια των Αφρο-αμερικανών, ενώ ο Κάρλος έχει τη ζακέτα του ανοικτή προκειμένου να φαίνεται το κολιέ που αφιερώνει σε όλους τους μαύρους εργάτες και εκείνους που εκτελέστηκαν. Μια σειρά από χάντρες «αφιερωμένη σε όλους τους νεκρούς, από λιντσάρισμα ή κρέμασμα, για τους οποίους κανείς δεν προσευχήθηκε...»
Ο μόνος με τον οποίο δεν ασχολείται κανείς είναι ο δεύτερος του βάθρου, ο Πίτερ Νόρμαν. Ο Αυστραλός φοράει την κονκάρδα υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως και οι δυο συναθλητές του. Ο Μαρκήσιος του Έξετερ –προφανώς ενήμερος για το τι θα ακολουθήσει- απονείμει τα μετάλλια, φεύγει και μετά αρχίζει να ακούγεται ο εθνικός ύμνος των ΗΠΑ. Αμέσως μετά, η ανθρώπινη ιστορία μαρκαρίζεται για πάντα.
Ο Σμιθ υψώνει το δεξί του χέρι και ο Κάρλος το αριστερό, φορώντας από ένα μαύρο γάντι. Ο χαιρετισμός ανήκει στο κίνημα «Black Power», το οποίο ο διευθυντής του FBI Τζέι Έντγκαρ Χούβερ είχε χαρακτηρίσει ως «τον μεγαλύτερο εχθρό στο εσωτερικό της χώρας».Ο Κάρλος μάλιστα, διατηρεί δεσμούς και με την ένοπλη σέχτα του κινήματος, τους «Βlack Panthers», έχοντας ασπαστεί την ιδεολογία τους ένα χρόνο πριν τους Ολυμπιακούς.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ο ήρωας μας παραμένει ανέκφραστος. Το κεφάλι του τείνει προς τα κάτω, το βλέμμα προς το άπειρο. Ίσως έχει αντιληφθεί πως βρίσκεται σε σημείο καμπής, το οποίο θα καθόριζε τη ζωή του μέχρι –αλλά και μετά- το τέλος της.
Ο Νόρμαν είχε συνομιλήσει με τους δυο συναθλητές του πριν την απονομή και έπαιξε κομβικό ρόλο στις σκηνές που διαδραματίστηκαν.
Όταν ο Κάρλος συνειδητοποίησε πως είχε ξεχάσει τα γάντια του στο Χωριό, ο Αυστραλός του πρότεινε να φορέσει το αριστερό από αυτά του Σμιθ. Και έτσι απλά, εγένετο ιστορία.
Λογικά κι αναμενόμενα, ξεσπάει ορυμαγδός αντιδράσεων. Η ΔΟΕ, της οποίας προΐσταται ο Αμερικανός Έιβερι Μπράντατζ, απαιτεί τον αποκλεισμό των Σμιθ και Κάρλος. Η αμερικανική ολυμπιακή επιτροπή αρχικά αρνείται, όμως δέχεται απειλές πως θα αποκλειστεί ολόκληρη η αποστολή αν δεν συμμορφωθεί. Τελικώς οι δυο αθλητές αποχωρούν από το Μεξικό.
Από τη μεριά των Αυστραλών, τα αντανακλαστικά προσεγγίζουν επίπεδα σεμιναρίου. Ο Νόρμαν αποκλείεται επί τόπου και εκδιώκεται με συνοπτικές διαδικασίες από την αποστολή της χώρας. Η πρωτεύουσα της Ωκεανίας ζει στους ρυθμούς του δικού της Απαρτχάϊντ και οποιαδήποτε «αποκλίνουσα συμπεριφορά» περνάει από ιδεολογικό κλίβανο. Κονκάρδες του στυλ «η Αυστραλία για τους Αυστραλούς» και λοιπά γραφικά, συγκροτούν μια πολιτική με πολύ αυστηρούς περιορισμούς στην μετανάστευση των μη-λευκών και ιδιαίτερα των ιθαγενών. Οι έγχρωμες τελούν υπό συστηματικό διωγμό. Μέχρι το ξεκίνημα της δεκαετίας του 70, το αυστραλιανό κράτος διατηρεί το δικαίωμα να παίρνει τα παιδιά από τους φυσικούς γονείς και να τα δίνει για υιοθεσία σε λευκά ζευγάρια. Ο Πίτερ Νόρμαν μετατρέπεται στο νο1 δημόσιο κίνδυνο.
Με το που επιστρέφει στην πατρίδα του καταλαβαίνει το πόσο «λαμπρό» μέλλον τον περιμένει. Όλοι τον μισούν, τον αποκαλούν «προδότη». Ο ορισμός της «persona non grata». Πολλές φορές του αρνείται η είσοδος σε γήπεδα προκειμένου να προπονηθεί. Δουλειά, φυσικά, βρίσκει μόνο στον ύπνο του, όποτε δεν βλέπει εφιάλτες δηλαδή. Ακόμα και η ιδέα του να φορέσει ο Κάρλος το γάντι στο αριστερό χέρι ερμηνεύεται κατά το δοκούν. Θεωρείται ως κομμουνιστικός «δάκτυλος» και τίθεται υπό παρακολούθηση από την κρατική ασφάλεια ως πιθανός σύνδεσμος των Σοβιετικών!
Η παράνοια συνεχίζεται τέσσερα χρόνια αργότερα. Πιάνει το όριο πρόκρισης για τους Ολυμπιακούς του 1972 13 φορές στα 200 μέτρα κι άλλες 5 στα 100. Εννοείται πως δεν μπήκε ποτέ στο αεροπλάνο για το Μόναχο.
Εγκαταλείπει τον κλασικό αθλητισμό και στρέφεται στο football. Ακολουθεί η κατάθλιψη, ο αλκοολισμός και ο χωρισμός με τη σύζυγο του. Τα απόνερα του ασημένιου μεταλλίου του έχουν καταστρέψει -και επίσημα- ζωή και καριέρα.
Η Αυστραλία αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει τον κορυφαίο σπρίντερ της ιστορίας της. Στους Ολυμπιακούς του Σίδνει το 2000, του κάνει τη χάρη και τον αφήνει να παραστεί στην παρουσίαση της εθνικής ομάδας πινγκ – πονγκ!
Οι Αμερικανοί εκθέτουν τους Αυστραλούς και ενσωματώνουν τον Νόρμαν ως επίτιμο μέλος της δικής τους αποστολής. Ο Μάικλ Τζόνσον τον προσκαλεί στο πάρτι γενεθλίων. Τον αγκαλιάζει και του εξομολογείται ότι ήταν ένας από τους ήρωες των παιδικών του χρόνων.
Ο «απαθής ήρωας» αφήνει την τελευταία του πνοή το 2006 σε ηλικία 64 ετών, σχεδόν 40 χρόνια μετά το γεγονός που σφράγισε την πορεία του. Στην κηδεία, το φέρετρο σηκώνουν ο Τόμι Σμιθ και ο Τζον Κάρλος. Μια πράξη την οποία «χρωστούσαμε, αφού ο Πίτερ κουβάλαγε στους ώμους του το βάρος της ενέργειάς μας για 40 χρόνια».
Οι ΗΠΑ έδωσαν το όνομά τους στην ημέρα κλασικού αθλητισμού, ενώ και η αυστραλιανή κυβέρνηση θυμήθηκε να ζητήσει συγγνώμη το 2012. Ο μεγαλύτερος φόρος τιμής, ωστόσο, είναι ότι ο Πίτερ Νόρμαν θα μνημονεύεται αιώνια ως ο άνθρωπος που η στάση του σε μια απονομή εξελίχθηκε σε στάση ζωής. Ως η προσωπικότητα που πολέμησε τον ρατσισμό τόσο αθόρυβα, μα –συνάμα- και τόσο εκκωφαντικά.
(Y.Γ. Το ντοκιμαντέρ «Salute» αξίζει της προσοχής σας)
Τουλάχιστον αυτό μας υπενθυμίζουν γεγονότα – σταθμοί του παρελθόντος, σε πλήρη αντίθεση με σκάνδαλα για «μίζες» αναθέσεων και στρατιές «φαρμακωμένων» αθλητών που κατακλύζουν τα εκάστοτε Ολυμπιακά Χωριά.
Μεταφερόμαστε στο 1968 και τη διοργάνωση του Μεξικό. Έναν από τους πιο φωτεινούς φάρους κόντρα σε ένα φαινόμενο που μαστίζει –και θα συνεχίζει για καιρό να το κάνει- την ανθρώπινη φύση. Ο ρατσισμός «καμαρώνει» ως η αιχμή του δόρατος σε ένα σύστημα αναταραχών και ζυμώσεων, το οποίο –αν σήμερα μιλάμε για χύτρα που ετοιμάζεται να σκάσει- κάνει τον κόσμο να φαντάζει σαν μπαρουταποθήκη με καμιά δεκαριά φιτίλια «κάβα» για την πυροδότηση.
Η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, η παλλαϊκή επανάσταση στη Γαλλία τον Μάιο, η συνεχής διαμάχη Σοβιετικής Ένωσης - ΗΠΑ, ο πόλεμος στο Βιετνάμ –ένας από τους πολλούς που διεξήχθησαν μέσω «αντιπροσώπων» υπό τις ευλογίες των δυο υπερδυνάμεων- και το «όραμα» ενός πυρηνικού ολέθρου, διαπερνούν τον ιστό της κοινωνίας.
Υπό αυτό το επαναστατικό και αιματοβαμμένο background, διεξάγονται τον Οκτώβρη του ίδιου έτους οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Μεξικό.
Το πρωινό της 16ης του Οκτώβρη, διεξάγεται ένας από τους «κράχτες» της διοργάνωσης, ο τελικός των 200 μέτρων. Η προσμονή ήταν μεγάλη, καθώς όλοι περίμεναν μια ανταγωνιστική κούρσα, με τον Τζον Κάρλος να έχει πετύχει επίδοση 19.92 στα trials των Ηνωμένων Πολιτειών, χρόνος που δεν του επικυρώθηκε ποτέ ως παγκόσμιο ρεκόρ καθώς τα spikes που φορούσε δεν πληρούσαν τις τότε προδιαγραφές.
Ο Κάρλος προβάρει το χρυσό μετάλλιο μέχρι τα 150 μέτρα, όμως η επιτάχυνση του συμπατριώτη του Τόμι Σμιθ και το φανταστικό ντεμαράζ στα τελευταία μέτρα από τον Αυστραλό Πίτερ Νόρμαν, στέλνουν το ακλόνητο φαβορί στο τελευταίο σκαλί του βάθρου. Ένα βάθρο το οποίο έμελλε να προσφέρει την κορυφαία φωτογραφία όλων των εποχών, σε πολλές λίστες που αφορούν εικόνες μέσα από τον αθλητισμό.
Οι δυο Αμερικανοί εμφανίζονται χωρίς παπούτσια και φορώντας μαύρες κάλτσες, απευθείας νύξη για την κακομεταχείριση που υφίσταται οποιοσδήποτε δεν είναι λευκός στις ΗΠΑ. Ο Σμιθ έχει ένα μαύρο μαντήλι που συμβολίζει την υπερηφάνεια των Αφρο-αμερικανών, ενώ ο Κάρλος έχει τη ζακέτα του ανοικτή προκειμένου να φαίνεται το κολιέ που αφιερώνει σε όλους τους μαύρους εργάτες και εκείνους που εκτελέστηκαν. Μια σειρά από χάντρες «αφιερωμένη σε όλους τους νεκρούς, από λιντσάρισμα ή κρέμασμα, για τους οποίους κανείς δεν προσευχήθηκε...»
Ο μόνος με τον οποίο δεν ασχολείται κανείς είναι ο δεύτερος του βάθρου, ο Πίτερ Νόρμαν. Ο Αυστραλός φοράει την κονκάρδα υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως και οι δυο συναθλητές του. Ο Μαρκήσιος του Έξετερ –προφανώς ενήμερος για το τι θα ακολουθήσει- απονείμει τα μετάλλια, φεύγει και μετά αρχίζει να ακούγεται ο εθνικός ύμνος των ΗΠΑ. Αμέσως μετά, η ανθρώπινη ιστορία μαρκαρίζεται για πάντα.
Ο Σμιθ υψώνει το δεξί του χέρι και ο Κάρλος το αριστερό, φορώντας από ένα μαύρο γάντι. Ο χαιρετισμός ανήκει στο κίνημα «Black Power», το οποίο ο διευθυντής του FBI Τζέι Έντγκαρ Χούβερ είχε χαρακτηρίσει ως «τον μεγαλύτερο εχθρό στο εσωτερικό της χώρας».Ο Κάρλος μάλιστα, διατηρεί δεσμούς και με την ένοπλη σέχτα του κινήματος, τους «Βlack Panthers», έχοντας ασπαστεί την ιδεολογία τους ένα χρόνο πριν τους Ολυμπιακούς.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ο ήρωας μας παραμένει ανέκφραστος. Το κεφάλι του τείνει προς τα κάτω, το βλέμμα προς το άπειρο. Ίσως έχει αντιληφθεί πως βρίσκεται σε σημείο καμπής, το οποίο θα καθόριζε τη ζωή του μέχρι –αλλά και μετά- το τέλος της.
Ο Νόρμαν είχε συνομιλήσει με τους δυο συναθλητές του πριν την απονομή και έπαιξε κομβικό ρόλο στις σκηνές που διαδραματίστηκαν.
Όταν ο Κάρλος συνειδητοποίησε πως είχε ξεχάσει τα γάντια του στο Χωριό, ο Αυστραλός του πρότεινε να φορέσει το αριστερό από αυτά του Σμιθ. Και έτσι απλά, εγένετο ιστορία.
Λογικά κι αναμενόμενα, ξεσπάει ορυμαγδός αντιδράσεων. Η ΔΟΕ, της οποίας προΐσταται ο Αμερικανός Έιβερι Μπράντατζ, απαιτεί τον αποκλεισμό των Σμιθ και Κάρλος. Η αμερικανική ολυμπιακή επιτροπή αρχικά αρνείται, όμως δέχεται απειλές πως θα αποκλειστεί ολόκληρη η αποστολή αν δεν συμμορφωθεί. Τελικώς οι δυο αθλητές αποχωρούν από το Μεξικό.
Από τη μεριά των Αυστραλών, τα αντανακλαστικά προσεγγίζουν επίπεδα σεμιναρίου. Ο Νόρμαν αποκλείεται επί τόπου και εκδιώκεται με συνοπτικές διαδικασίες από την αποστολή της χώρας. Η πρωτεύουσα της Ωκεανίας ζει στους ρυθμούς του δικού της Απαρτχάϊντ και οποιαδήποτε «αποκλίνουσα συμπεριφορά» περνάει από ιδεολογικό κλίβανο. Κονκάρδες του στυλ «η Αυστραλία για τους Αυστραλούς» και λοιπά γραφικά, συγκροτούν μια πολιτική με πολύ αυστηρούς περιορισμούς στην μετανάστευση των μη-λευκών και ιδιαίτερα των ιθαγενών. Οι έγχρωμες τελούν υπό συστηματικό διωγμό. Μέχρι το ξεκίνημα της δεκαετίας του 70, το αυστραλιανό κράτος διατηρεί το δικαίωμα να παίρνει τα παιδιά από τους φυσικούς γονείς και να τα δίνει για υιοθεσία σε λευκά ζευγάρια. Ο Πίτερ Νόρμαν μετατρέπεται στο νο1 δημόσιο κίνδυνο.
Με το που επιστρέφει στην πατρίδα του καταλαβαίνει το πόσο «λαμπρό» μέλλον τον περιμένει. Όλοι τον μισούν, τον αποκαλούν «προδότη». Ο ορισμός της «persona non grata». Πολλές φορές του αρνείται η είσοδος σε γήπεδα προκειμένου να προπονηθεί. Δουλειά, φυσικά, βρίσκει μόνο στον ύπνο του, όποτε δεν βλέπει εφιάλτες δηλαδή. Ακόμα και η ιδέα του να φορέσει ο Κάρλος το γάντι στο αριστερό χέρι ερμηνεύεται κατά το δοκούν. Θεωρείται ως κομμουνιστικός «δάκτυλος» και τίθεται υπό παρακολούθηση από την κρατική ασφάλεια ως πιθανός σύνδεσμος των Σοβιετικών!
Η παράνοια συνεχίζεται τέσσερα χρόνια αργότερα. Πιάνει το όριο πρόκρισης για τους Ολυμπιακούς του 1972 13 φορές στα 200 μέτρα κι άλλες 5 στα 100. Εννοείται πως δεν μπήκε ποτέ στο αεροπλάνο για το Μόναχο.
Εγκαταλείπει τον κλασικό αθλητισμό και στρέφεται στο football. Ακολουθεί η κατάθλιψη, ο αλκοολισμός και ο χωρισμός με τη σύζυγο του. Τα απόνερα του ασημένιου μεταλλίου του έχουν καταστρέψει -και επίσημα- ζωή και καριέρα.
Η Αυστραλία αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει τον κορυφαίο σπρίντερ της ιστορίας της. Στους Ολυμπιακούς του Σίδνει το 2000, του κάνει τη χάρη και τον αφήνει να παραστεί στην παρουσίαση της εθνικής ομάδας πινγκ – πονγκ!
Οι Αμερικανοί εκθέτουν τους Αυστραλούς και ενσωματώνουν τον Νόρμαν ως επίτιμο μέλος της δικής τους αποστολής. Ο Μάικλ Τζόνσον τον προσκαλεί στο πάρτι γενεθλίων. Τον αγκαλιάζει και του εξομολογείται ότι ήταν ένας από τους ήρωες των παιδικών του χρόνων.
Ο «απαθής ήρωας» αφήνει την τελευταία του πνοή το 2006 σε ηλικία 64 ετών, σχεδόν 40 χρόνια μετά το γεγονός που σφράγισε την πορεία του. Στην κηδεία, το φέρετρο σηκώνουν ο Τόμι Σμιθ και ο Τζον Κάρλος. Μια πράξη την οποία «χρωστούσαμε, αφού ο Πίτερ κουβάλαγε στους ώμους του το βάρος της ενέργειάς μας για 40 χρόνια».
Οι ΗΠΑ έδωσαν το όνομά τους στην ημέρα κλασικού αθλητισμού, ενώ και η αυστραλιανή κυβέρνηση θυμήθηκε να ζητήσει συγγνώμη το 2012. Ο μεγαλύτερος φόρος τιμής, ωστόσο, είναι ότι ο Πίτερ Νόρμαν θα μνημονεύεται αιώνια ως ο άνθρωπος που η στάση του σε μια απονομή εξελίχθηκε σε στάση ζωής. Ως η προσωπικότητα που πολέμησε τον ρατσισμό τόσο αθόρυβα, μα –συνάμα- και τόσο εκκωφαντικά.
(Y.Γ. Το ντοκιμαντέρ «Salute» αξίζει της προσοχής σας)
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.