Η Μύκονος του 1928 δεν θυμίζει σε τίποτα το σημερινό κοσμοπολίτικο νησί των διασήμων και της νυχτερινής ζωής. Ο Βρετανός δημοσιογράφος Dilys Powell μάς μεταφέρει σε έναν τόπο σχεδόν σταματημένο στον χρόνο—ένα νησί γεμάτο ησυχία, αυθεντικές στιγμές και έναν ρυθμό ζωής τόσο αργό, που ακόμα και η άφιξη ενός πλοίου μοιάζει αβέβαιη.
Σε ένα ήσυχο καλοκαιρινό απόγευμα, οι ανεμόμυλοι στέκουν ακίνητοι, σαν σκελετωμένα μνημεία του παρελθόντος, ενώ τα κάτασπρα κυβόσχημα σπίτια μοιάζουν να «παγώνουν» στο φως του Αιγαίου. Οι ντόπιοι δεν βιάζονται. Το προηγούμενο πλοίο δεν ήρθε, το σημερινό ίσως εμφανιστεί, ίσως και όχι. Ο καφετζής σηκώνει τους ώμους: «Σε μία ώρα… δύο… τρεις…». Και τελικά, το πλοίο δεν φτάνει.
Στην παραλία, η ζωή κυλάει με τους δικούς της ρυθμούς. Παιδιά παίζουν, ναύτες ψαρεύουν καλαμάρια χωρίς επιτυχία, ενώ ένας άνδρας απολαμβάνει το περιεχόμενο ενός αχινού. Ξαφνικά, ένας αναπάντεχος αναβρασμός ταράζει την ησυχία—ένα αγόρι, που πουλούσε γλυκά, ρίχνει καταλάθος τον δίσκο του στη θάλασσα, προκαλώντας πανικό και φωνές.
Λίγο πιο πέρα, κοντά στο μουσείο, ένας κήπος του 18ου αιώνα παραμένει ανέγγιχτος από τον χρόνο. Τριαντάφυλλα, νεκταρίνια και συκιές γεμίζουν το τοπίο, ενώ ο μόνος ήχος που διακόπτει τη σιωπή είναι το βέλασμα μιας κατσίκας ή το νερό που τραβάει ένα κορίτσι από το πηγάδι.
Και τότε, σαν σκηνή από ταινία, ένας σκοτεινός όγκος αρχίζει να διακρίνεται στον ορίζοντα. Το πλοίο, τελικά, έρχεται. Ή μήπως όχι;