Το φθινόπωρο του 2019, μια ήσυχη βραδιά στα Μέγαρα της Αττικής μετατράπηκε σε εφιάλτη, συγκλονίζοντας την τοπική κοινωνία και ολόκληρη την Ελλάδα. Ο Χάρης Κουμπούλης, ένας 48χρονος γιατρός, αγαπητός οικογενειάρχης και πατέρας τριών παιδιών, βρήκε τραγικό θάνατο μέσα στο ίδιο του το σπίτι από σφαίρες. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το ειδεχθές αυτό έγκλημα, γνωστό ως η δολοφονία του γιατρού στα Μέγαρα, θα είχε ως δράστη έναν στενό συγγενή του θύματος, τον κουνιάδο του, έναν 50χρονο σωφρονιστικό υπάλληλο των φυλακών Κορυδαλλού.
Η ρίζα της τραγωδίας βρισκόταν στον προβληματικό γάμο του δράστη, Δημήτρη, με τη μικρότερη αδερφή του γιατρού. Ο Δημήτρης, ο οποίος αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή για κατάθλιψη, είχε αναπτύξει βίαιη και ελεγκτική συμπεριφορά, ασκώντας ενδοοικογενειακή βία στη σύζυγό του. Όταν η γυναίκα, μη αντέχοντας άλλο την κακοποίηση, αποφάσισε να εγκαταλείψει τον σύζυγό της, ζήτησε τη βοήθεια του αδερφού της, Χάρη, για να βρει μια νέα κατοικία σε κοντινή απόσταση. Η πράξη αυτή όξυνε το μίσος του Δημήτρη, ο οποίος στοχοποίησε τον κουνιάδο του, θεωρώντας τον υπεύθυνο για τη διάλυση του γάμου του. Οι απειλές, όπως το «Εσένα θα σου κάνω το μνημόσυνο», είχαν εκτοξευθεί περίπου ένα μήνα πριν το φονικό, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα «μπαρουτιού» που κανείς δεν περίμενε ότι θα κατέληγε σε τέτοια ακραία βία.
Το βράδυ της 31ης Οκτωβρίου 2019, περίπου στις 8:30, ο Δημήτρης εμφανίστηκε έξω από την μονοκατοικία του Χάρη, ζητώντας να μιλήσει με το ζευγάρι. Ο γιατρός, πιστεύοντας ίσως ότι θα μπορούσε να τον ηρεμήσει, τον δέχτηκε μέσα στο σπίτι, όπου βρίσκονταν και τα παιδιά τους. Η συζήτηση γρήγορα μετατράπηκε σε μια τραγική έκρηξη. Ο δράστης τράβηξε ένα περίστροφο και αρχικός του στόχος ήταν η σύζυγος του γιατρού, την οποία πυροβόλησε τραυματίζοντάς της στα χέρια και στα πόδια. Ο Χάρης, ακούγοντας τους πυροβολισμούς, πετάχτηκε έξω και μπήκε μπροστά στην αγαπημένη του σύζυγο, προσπαθώντας να την προστατεύσει. Η ηρωική αυτή κίνηση του στοίχισε τη ζωή, καθώς ο Δημήτρης έστρεψε το όπλο προς τον γιατρό, πυροβολώντας τον έξι φορές. Ο Χάρης σωριάστηκε εμμοραγώντας, ενώ η σύζυγός του, τραυματισμένη, σπάραζε φωνάζοντας για βοήθεια. Τα παιδιά, ευτυχώς, προστατεύτηκαν και δεν έγιναν μάρτυρες της φρίκης.
Οι γείτονες που άκουσαν τις τουφεκιές κάλεσαν αμέσως την αστυνομία και το ΕΚΑΒ, μεταφέροντας το ζευγάρι στο Θριάσιο νοσοκομείο. Παρά τις προσπάθειες των συναδέλφων του, ο 48χρονος Χάρης υπέκυψε στα τραύματά του λίγη ώρα αργότερα, καθώς οι σφαίρες είχαν πλήξει ζωτικά του όργανα. Η σύζυγός του νοσηλεύτηκε εκτός κινδύνου. Η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό του δράστη, ο οποίος, τέσσερις μόλις ώρες μετά το έγκλημα, παραδόθηκε αυτοβούλως στην Ασφάλεια Δυτικής Αττικής, συνοδευόμενος από τον δικηγόρο του. Κατά την παράδοσή του, ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν σε κατάσταση σύγχυσης και ότι «δεν θυμόταν τίποτα», ωστόσο το φονικό όπλο εντοπίστηκε αργότερα στην Νέα Πέραμο, όπου ομολόγησε ότι το είχε καθαρίσει από δακτυλικά αποτυπώματα. Η ενέργεια αυτή έδειξε στους αστυνομικούς ότι ο ισχυρισμός περί θολωμένης μνήμης ήταν προσχηματικός.
Η δικαστική διερεύνηση αποκάλυψε το ιστορικό της έντασης και των απειλών, με την αδερφή του θύματος να επιβεβαιώνει την στοχοποίηση του Χάρη. Η πολύκροτη δίκη έλαβε χώρα τον Απρίλιο του 2021 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Παρά τις προσπάθειες της υπεράσπισης να πείσει για μειωμένο καταλογισμό λόγω ψυχικής νόσου, οι ένορκοι απέρριψαν τον ισχυρισμό περί ψυχικής διαταραχής και καταδίκασαν ομόφωνα τον 50χρονο σε ισόβια κάθειρξη συν επιπλέον 13 έτη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και απόπειρα ανθρωποκτονίας. Ούτε το Εφετείο Αθηνών, τον Απρίλιο του 2024, άλλαξε την πρωτόδικη απόφαση. Ο δολοφόνος εκτίει πλέον την ποινή του, όμως το αποτρόπαιο έγκλημα στα Μέγαρα μένει ως μία τραγική υπενθύμιση της ανάγκης να μη μένουμε σιωπηλοί απέναντι στην ενδοοικογενειακή βία και να ζητάμε βοήθεια πριν η τραγωδία χτυπήσει την πόρτα.
