Ένα μεσημέρι Κυριακής, στις 26 Μαΐου 2013, η μικρή κοινωνία του Νέου Πετριτσίου Σερρών βυθίστηκε στο μυστήριο με την εξαφάνιση της 52χρονης Ελένης Νίτσας Μπόνια, μητέρας δύο παιδιών. Η Ελένη, η οποία βρισκόταν σε διάσταση με τον σύζυγό της, είχε σκοπό να επισκεφθεί τον άρρωστο πατέρα της στο νοσοκομείο του Κιλκίς. Μάλιστα, γείτονες την είδαν να περιμένει κάποιον στην πλατεία του χωριού, κρατώντας γλυκά που είχε αγοράσει. Από εκείνη τη στιγμή, η γυναίκα χάθηκε μυστηριωδώς, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος, με αποτέλεσμα η οικογένειά της να απευθυνθεί αμέσως στις αρχές και στην τηλεοπτική εκπομπή «Φως στο Τούνελ» ζητώντας βοήθεια.
Οι αρχικές έρευνες δεν απέδωσαν καρπούς, καθώς το αυτοκίνητο και το σπίτι της Ελένης βρέθηκαν στη θέση τους. Ωστόσο, οι υποψίες άρχισαν να στρέφονται προς έναν 62χρονο συγχωριανό της, ιδιοκτήτη του μίνι μάρκετ, ο οποίος ζούσε μια διπλή ζωή διατηρώντας κρυφή ερωτική σχέση με την αγνοούμενη. Ο άντρας αυτός, παντρεμένος και οικογενειάρχης, ήταν ο μόνος που δεν συμμετείχε στις αγωνιώδεις αναζητήσεις και αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή, παρουσιάζοντας την οικογένειά του ως άλλοθι. Η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, όμως, αποκάλυψε πως η Ελένη είχε μιλήσει μαζί του λίγο πριν χαθούν τα ίχνη της, ένα στοιχείο που άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι της υπόθεσης.
Καθοριστικό ρόλο στη διαλεύκανση έπαιξε η κάμερα της Αγγελικής Νικολούλη, η οποία κατάφερε να φέρει σε αντιφάσεις τον 62χρονο, ο οποίος παραδέχτηκε on camera την τηλεφωνική επικοινωνία, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να διατηρήσει το άλλοθι του. Παράλληλα, αποκαλύφθηκε μια ύπουλη προσπάθεια παραπλάνησης της οικογένειας με ένα ανώνυμο τηλεφώνημα από καρτοτηλέφωνο, το οποίο ισχυριζόταν ψευδώς ότι η Ελένη βρισκόταν στη Γερμανία με τη θέλησή της. Αργότερα επιβεβαιώθηκε ότι πίσω από την κλήση βρισκόταν ο ίδιος ο δράστης, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποκρύψει την αλήθεια.
Χρειάστηκαν πέντε ολόκληροι μήνες αγωνίας μέχρι να έρθει η δραματική αποκάλυψη. Τον Νοέμβριο του 2013, ο 62χρονος λύγισε κατά την ανάκριση και ομολόγησε πως αυτός είχε σκοτώσει την Ελένη. Το κίνητρο του εγκλήματος ήταν ο φόβος του σκανδάλου: η Ελένη τον απειλούσε πως θα αποκάλυπτε την παράνομη σχέση τους στη σύζυγό του αν την χώριζε, με τον εραστή της να αποφασίζει να τη βγάλει από τη ζωή του με τον πιο φρικτό τρόπο. Ο δράστης οδήγησε την Ελένη με το αυτοκίνητό του σε μια απόκρυφνη και ερημική τοποθεσία στο Όρος Μπέλες, κοντά στη Βυρώνεια, και έπειτα από έντονο καυγά, την χτύπησε και την πέταξε ζωντανή στο βάθος της χαράδρας.
Αμέσως μετά την ομολογία, στήθηκε μια γιγαντιαία επιχείρηση για τον εντοπισμό της σορού στο δύσβατο σημείο. Η χαράδρα ήταν τόσο απόκρημνη που απαιτήθηκε η συνδρομή της ΕΜΑΚ και ειδικά εκπαιδευμένων διασωστών. Μετά από έντεκα ώρες αναζήτησης, βρέθηκε ένα μεγάλο τμήμα από το κρανίο της άτυχης γυναίκας και δύο οστά, καθώς το σώμα της είχε κατασπαραχθεί από άγρια ζώα. Η εξέταση DNA επιβεβαίωσε την ταυτότητά της, κλείνοντας με πόνο και οργή ένα κεφάλαιο αβεβαιότητας. Η τελευταία πράξη του δράματος παίχτηκε στις δικαστικές αίθουσες. Τον Σεπτέμβριο του 2014, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης έκρινε τον δολοφόνο ένοχο για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Ο καταδικασμένος παραιτήθηκε από το δικαίωμα έφεσης, με αποτέλεσμα η ποινή να τελεσιδικήσει οριστικά, αφήνοντας πίσω της μια οικογένεια βυθισμένη στη θλίψη αλλά με μια αίσθηση δικαίωσης.
