Η ιστορία των προϊόντων που χρησιμοποιούμε καθημερινά, από τις λάμπες και τα τηλέφωνα μέχρι τα αυτοκίνητα, κρύβει μια σκοτεινή αλήθεια που συχνά μοιάζει με θεωρία συνωμοσίας, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή. Στο επίκεντρο αυτής της ιστορίας βρίσκεται η έννοια της προγραμματισμένης παλαίωσης, μια στρατηγική όπου οι εταιρείες σχεδιάζουν σκόπιμα τα προϊόντα τους ώστε να έχουν περιορισμένη διάρκεια ζωής. Αυτό γίνεται για να αναγκάζονται οι καταναλωτές να αγοράζουν συνεχώς νέα μοντέλα, διασφαλίζοντας έτσι τη συνεχή κερδοφορία των επιχειρήσεων. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο «Λαμπτήρας της Εκατονταετίας» στο Λίβερμορ της Καλιφόρνια, ο οποίος καίει συνεχώς από το 1901, αποδεικνύοντας ότι η τεχνολογία για προϊόντα που διαρκούν για πάντα υπήρχε εδώ και πάνω από έναν αιώνα.
Η συστηματική μείωση της διάρκειας ζωής των προϊόντων ξεκίνησε επίσημα τη δεκαετία του 1920 με τη δημιουργία του καρτέλ «Φοίβος». Οι μεγαλύτεροι κατασκευαστές λαμπτήρων παγκοσμίως, όπως η Philips, η Osram και η General Electric, συναντήθηκαν κρυφά και συμφώνησαν να μειώσουν τη διάρκεια ζωής των λαμπτήρων από τις 2.500 ώρες στις 1.000 ώρες. Οι μηχανικοί που προηγουμένως πάσχιζαν να φτιάξουν καλύτερες λάμπες, τώρα έπρεπε να βρουν τρόπους να τις κάνουν χειρότερες. Όποια εταιρεία κατασκεύαζε λάμπες που άντεχαν περισσότερο από το όριο, ερχόταν αντιμέτωπη με βαριά πρόστιμα. Αυτό το καρτέλ έθεσε τις βάσεις για το πώς η βιομηχανία θα αντιμετώπιζε την κατανάλωση τις επόμενες δεκαετίες.
Η στρατηγική αυτή δεν περιορίστηκε στους λαμπτήρες. Στην αυτοκινητοβιομηχανία, η General Motors εισήγαγε τη «δυναμική παλαίωση», αλλάζοντας τα χρώματα και τα σχέδια των αυτοκινήτων κάθε χρόνο για να κάνει τα παλαιότερα μοντέλα να φαίνονται ξεπερασμένα στα μάτια των καταναλωτών. Σήμερα, βλέπουμε την ίδια τακτική στα smartphone, όπου οι μπαταρίες δεν είναι εύκολα αντικαταστάσιμες και οι ενημερώσεις λογισμικού συχνά επιβραδύνουν τις παλαιότερες συσκευές. Παρά τις δικαστικές διαμάχες και τα πρόστιμα εκατομμυρίων δολαρίων που έχουν επιβληθεί σε κολοσσούς της τεχνολογίας, τα έσοδα που παράγονται από την αναγκαστική αντικατάσταση συσκευών είναι τόσο μεγάλα που η πρακτική αυτή συνεχίζεται.
Ωστόσο, οι καταναλωτές αρχίζουν πλέον να αντιδρούν, διεκδικώντας το «δικαίωμα στην επισκευή». Σε πολλές χώρες προτείνεται νομοθεσία που θα αναγκάζει τους κατασκευαστές να παρέχουν ανταλλακτικά και οδηγίες επισκευής, ώστε οι χρήστες να μπορούν να διορθώνουν τις συσκευές τους αντί να τις πετάνε. Παράλληλα, η τεχνολογική πρόοδος, όπως η μετάβαση στους λαμπτήρες LED που διαρκούν δεκαετίες, δείχνει ότι μερικές φορές η πραγματική καινοτομία μπορεί να νικήσει την τεχνητή παλαίωση. Το μεγάλο στοίχημα για το μέλλον είναι αν θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε μια βιώσιμη οικονομία που θα βασίζεται στην ποιότητα και την αντοχή, αντί για τη σπατάλη πόρων και τη συνεχή κατανάλωση.