Η λέξη άμπακος ξεκίνησε το ταξίδι της στην αρχαία Ελλάδα: ο άβαξ (γεν. του άβακος) ήταν ένας πίνακας, μια πλάκα ή μια σανίδα στρωμένη με άμμο, όπου έγραφαν μαθηματικούς τύπους και γεωμετρικά σχήματα. Επίσης, ήταν δίσκος επιτραπέζιου παιχνιδιού. Η λέξη πέρασε και στη λατινική, όπου abacus ήταν το αριθμολόγιο. Εν συνεχεία, στα ιταλικά, η λέξη abacco ήταν το βιβλίο αριθμητικής. Αυτή η λέξη γύρισε ως αντιδάνειο στα νέα ελληνικά, όπου αρχικά χρησιμοποιούνταν στη φράση "ξέρει τον άμπακο", δηλαδή είναι σοφός, ξέρει τα πάντα. Τα τελευταία χρόνια, αυτή η χρήση έχει ελλείψει και η λέξη άμπακος χρησιμοποιείται στη φράση "τρώει/πίνει τον άμπακο", δηλαδή τρώει/πίνει σε υπερβολικά μεγάλη ποσότητα.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.