Το Μακεδονικό Ζήτημα

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0




Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΤΟ 19ο ΑΙΩΝΑ

ΜΑΡΙΑΣ ΝΥΣΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΠΕΛΕΚΙΔΟΥ
Η Μακεδονία κατά την Αρχαιότητα
Παλαιότεροι κάτοικοι της περιοχής που ονομάστηκε Μακεδονία αναφέρονται ότι ήταν φυλές θρακικές και φρυγικές. Προς το τέλος της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. εμφανίστηκαν οι Μακεδόνες, φυλές που μιλούσαν μια ελληνική διάλεκτο (βλέπε παρακάτω) και εγκαταστάθηκαν στη βορειοδυτική ή Άνω Μακεδονία (Λυγκηστίδα, Ορεστίδα, Τυμφαία, Ελιμεία ή Ελιμιώτιδα). Την εποχή του Περδίκκα Α (7ο αιώνα) οι Μακεδόνες ή τουλάχιστον μία φυλή, οι Ορέστες, με επικεφαλής την οικογένεια των Τημενιδών1, κατέλαβαν διαδοχικά τις περιοχές της Κάτω Μακεδονίας (Πιερία, Βοττιαία (περιοχή Βερμίου) Μυγδονία, Εορδαία (περιοχή Πτολεμαίδας), Αλμωπία (περιοχή Αριδαίας), υποτάσσοντας ή απωθώντας προς τα ανατολικά τους παλαιότερους κατοίκους (Θράκες-Φρύγες). Ίδρυσαν το βασίλειο της Κάτω Μακεδονίας με πρωτεύουσα τις Αιγές (κοντά στη σημ. Βεργίνα)2, ενώ οι βασιλείς της Άνω Μακεδονίας (Λυγκηστίδα, Ορεστίδα, Τυμφαία)παρέμειναν ανεξάρτητοι. Τον επόμενο αιώνα οι Τημενίδες επέκτειναν το κράτος τους ως το Στρυμόνα.
Άλλες πόλεις της αρχαίας Μακεδονίας ήταν η Βέρροια, το Κίτιον, η Κύρρος, η Έδεσσα, το Δίον (θρησκευτικό κέντρο). Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά ήταν υποχρεωμένοι να ζουν σχεδόν μόνιμα σε κατάσταση πολεμικού συναγερμού, γιατί αντιμετώπιζαν επιδρομές από επικίνδυνους γείτονες: τους Ιλλυριούς(από ΒΔ) και τις θρακικές φυλές (από ανατολικά και ΒΑ), και διαμόρφωσαν πολίτευμα όπως απαιτούσαν οι περιστάσεις: βασιλεία, με αρμοδιότητες για γρήγορες αποφάσεις και σύντομη στρατιωτική δράση3. Για μεγάλο διάστημα έμειναν απομονωμένοι από τους άλλους Έλληνες και πολιτιστικά καθυστερημένοι, σε σύγκριση προς την πολιτιστική εξέλιξη που συντελούνταν στον ελληνικό νότο (κλασική Αθήνα).
Η καταγωγή των Μακεδόνων
Ιστορική παράδοση και γλώσσα
Κατά την αρχαιότητα δε διατυπώθηκε από κανέναν αμφισβήτηση για την
ελληνικότητα των Μακεδόνων. Συγγραφείς όπως ο Ησίοδος (7ο αι.)4, ο Ηρόδοτος5 και ο Ελλάνικος (5ο αι.) συνδέουν γενεαλογικά τους Μακεδόνες με χους Δωριείς ή τους Αιολείς, δηλαδή άλλες ελληνικές φυλές, που είχαν κινηθεί σε νοτιότερα διαμερίσματα του ελληνικού χώρου.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει μαρτυρίες των ιστορικών χρόνων για την ελληνικότητα των Μακεδόνων, μάλλον ταύτιση των Μακεδόνων με τους άλλους Έλληνες. Γράφει μάλιστα με τρόπο κατηγορηματικό και αποδεικτικό6, καθώς αρχίζει να διαμορφώνεται στην εποχή του η επιστημονική-αποδεικτική σκέψη. Είναι χαρακτηριστικά δυο συγκεκριμένα επεισόδια που συνδέονται με τον Αλέξανδρο Α': οι Ελλανοδίκες τον δέχτηκαν να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες μόνο αφού βεβαιώθηκαν για την ελληνική καταγωγή του7 (μόνο Έλληνες γίνονταν δεκτοί στους Ολυμπιακούς) κατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων ο Αλέξανδρος Α' έκανε διπλωματικούς ελιγμούς για να προστατεύσει τη χώρα του και κάποια στιγμή μιλώντας στους Έλληνες του νότου έλεγε με προφανή έμφαση: «γιατί και εγώ Έλληνας είμαι στην καταγωγή από τα παλιά τα χρόνια και δε θα ήθελα να δω την Ελλάδα υπόδουλη αντί για ελεύθερη»8. Και ο πολύ ερευνητικός στις πληροφορίες του ιστορικός Θουκυδίδης ονομάζει τους βασιλείς της Μακεδονίας Τημενίδες, απόγονους του Τημενού από το Άργος.
Νεότεροι ερευνητές αμφισβήτησαν την ελληνικότητα των Μακεδόνων ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο αρχαίος ρήτορας Δημοσθένης - σε καιρούς που ο Φίλιππος Β' της Μακεδονίας άπλωνε την εξουσία του στα μακεδονικά παράλια και απειλούσε τα συμφέροντα των Αθηναίων - αποκαλούσε το Φίλιππο βάρβαρο9. Αλλά τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί είναι πολύ γνωστό φαινόμενο στην πολιτική ιστορία όλων των χωρών και πολύ συχνό ειδικά στην ελληνική ιστορία. Άλλωστε η πολεμική του Δημοσθένη στρεφόταν και εναντίον όλης της φιλομακεδονικής παράταξης που είχε τότε διαμορφωθεί στην Αθήνα (εκφραστής της ο Αισχίνης). Είναι αδιανόητο να υποθέσουμε ότι όλοι αυτοί - ανάμεσά τους και ο Ισοκράτης που πρόβαλλε το Φίλιππο ως πιθανό ηγέτη όλων των Ελλήνων εναντίον των Περσών - συνεργάζονταν με έναν πραγματικό βάρβαρο, αλλόφυλο, μη Έλληνα. Το ότι οι Μακεδόνες υστερούσαν πολιτιστικά σε σύγκριση προς τους Αθηναίους είναι ένα άλλο ζήτημα που δε βάζει σε αμφισβήτηση την καταγωγή των ανθρώπων.
Μερικοί άλλοι ερευνητές προσπάθησαν να υποστηρίξουν ότι δήθεν ήταν ελληνικής καταγωγής οι βασιλείς της Μακεδονίας και η ιθύνουσα τάξη (οι ευγενείς), ενώ ο λαός είχε άλλη καταγωγή: ιλλυρική, λόγου χάρη, ή θρακική. Τέτοια θεωρία είναι ακόμη πιο αβάσιμη, ατεκμηρίωτη. Δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα στον αρχαίο ελληνικό κόσμο μια μικρή ομάδα ξένοι να ασκούν βασιλική εξουσία σε ένα λαό, που ήταν μάλιστα εμπειροπόλεμος και δεν προσπάθησε να απαλλαγεί από τους ξένους αυτούς άρχοντες.
Η πιο σαφής απάντηση σε όλες αυτές τις αθεμελίωτες θεωρίες έρχεται από μια επιστολή του Αλέξανδρου Γ' προς το Δαρείο (όταν πια προέλαυνε νικηφόρα μέσα στο περσικό κράτος): «Οι πρόγονοι σας εκστράτευσαν στη Μακεδονία
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Α' (περίπου 452 π.Χ.)
και την υπόλοιπη Ελλάδα (εννοεί Μαρδόνιο-Ξέρξη) και μας κακοποίησαν χωρίς να έχουν αδικηθεί πιο μπροστά από μας. Εγώ λοιπόν, αφού ανέλαβα την ηγεμονία των Ελλήνων, επιθυμώντας να τιμωρήσω τους Πέρσες για τα τότε κακουργήματά τους εκστρατεύω τώρα...»10. Είναι φανερό ότι στη σκέψη του οι έννοιες Μακεδονία-Ελλάδα έχουν σχέση υπαλληλίας, η πρώτη υπάγεται στο εύρος της δεύτερης.
Αν αλήθευε κάτι από τα παραπάνω (περί μη Ελληνικής ταυτότητας των Μακεδόνων, λαού και βασιλέων) θα έπρεπε κάπου κάποτε - στις μύριες περιπτώσεις, όπου συναντιούνται και συζητούν, συνεργάζονται, συγκρούονται, συνεκστρατεύουν Μακεδόνες και άλλοι Έλληνες - να εμφανιστεί ένα επεισόδιο ασυνεννοησίας γλωσσικής, κάποια ανάγκη διερμηνείας. Αντίθετα, πάμπολλα είναι τα παραδείγματα άμεσης επικοινωνίας και συνεννόησης. Καταγράφουμε μερικά:
- Είδαμε πιο πάνω ότι ο Ηρόδοτος αφηγείται τη συνάντηση του Αλέξανδρου Α' που εκφράζει τα ελληνικά αισθήματά του υπέρ των Ελλήνων όλων (χωρίς βέβαια κανέναν υπαινιγμό του ιστορικού ότι χρειαζόταν εκεί κανένας διερμηνέας). (Βλέπε σημ. 8).
Τον καιρό που ο Δημοσθένης κεραυνοβολούσε από την Πνύκα το Φίλιππο ως βάρβαρο, δεν είπε ποτέ κανένα υπαινιγμό για τη γλώσσα του ίδιου ή των υπηκόων του.
- Ο Πλούταρχος (στο Βίο του Αλεξάνδρου, παράγραφ. 69, 4) αφηγείται ότι ο Αλέξανδρος όταν έμαθε το περιεχόμενο μιας ξενόγλωσσης επιγραφής παράγγειλε να τη μεταφράσουν στην ελληνική γλώσσα, για να μπορούν να την κατανοούν οι στρατιώτες του, που ήταν βέβαια Έλληνες του νότου και Μακεδόνες11.
- Από την ίδια πηγή γνωρίζουμε ότι ο Αλέξανδρος προκειμένου να εντάξει στο στρατό του τριάντα χιλιάδες Πέρσες «εκέλευσε γράμματα μανθάνειν ελληνικά και μακεδονικοίς όπλοις εντρέφεσθαι». Και γενικότερα, την ελληνική γλώσσα διέδωσε ο Αλέξανδρος στις χώρες που κατέκτησε, όπου μάλιστα συχνά εγκαθιστούσε ως εποίκους Μακεδόνες από το εκστρατευτικό σώμα που οδηγούσε. Σχετικά με αυτή τη «γλωσσική» πολιτική του Αλέξανδρου και των Μακεδόνων του ο Γερμανός ιστορικός Κ. J. Beloch έγραψε: Από όλους τους παράλογους ισχυρισμούς που έχουν διατυπωθεί στο χώρο της ιστορίας δεν υπάρχει κανένας πιο παράλογος απ' αυτόν που υποστηρίζει ότι ένας λαός που πέτυχε την κοσμοκρατορία, απαρνήθηκε τη γλώσσα του, για να δεχτεί (και να διαδώσει) μια ξένη γλώσσα». (Karl Beloch, Griechische Geschichte, β' έκδοση, Strassburgh 1913, τόμος I, β' μέρος, σελ. 44).

Και το γλωσσικό υλικό που σώζεται από την αρχαία μακεδονική γλώσσα - μια διάλεκτο - επιβεβαιώνει αυτή τη γλωσσική συγγένεια Μακεδόνων και λοιπών Ελλήνων12. Ότι το υλικό αυτό είναι περιορισμένο εξηγείται από το γεγονός ότι οι Μακεδόνες εντάχθηκαν αργά στον πολύ προοδευμένο Ελληνισμό του νότου. Και εξυπηρετήθηκαν συγγραφικά - όντας αυτοί κυρίως πολεμιστές και οργανωτές
της Πανελλήνιας Ένωσης - από τους Έλληνες του νότου. Ο Ευριπίδης είχε προσκληθεί στην Αυλή του Αρχέλαου κι έγραψε εκεί και δίδαξε μερικά από τα έργα του, στην ελληνική βέβαια. Ο Αριστοτέλης δίδαξε στο σχολείο που ο Φίλιππος ίδρυσε για τον Αλέξανδρο. Οι πρώτοι Μακεδόνες που γνωρίζουμε ότι καταπιάστηκαν με έργο συγγραφικό (την Ιστορία της Εκστρατείας στην Ασία) ήταν δύο από τους στρατηγούς του Αλέξανδρου, που τους χρησιμοποίησε αργότερα ως «πηγή» ο Αρριανός (αλλά τα έργα τους δε σώθηκαν ως εμάς)13.
Από το πενιχρό γλωσσικό υλικό που σώζεται εύκολο είναι το συμπέρασμα ότι πρόκειται για λεξιλόγιο ελληνικό:
- «Μακεδνός» και «έθνος Μακεδνόν» (που είδαμε πιο πάνω) είναι λέξη ομηρική (Οδύσσεια, η 106) όπου σημαίνει: λυγερός, ψηλός, μεγαλόσωμος.
- Τα ονόματα θεών είναι κοινά, Ζευς, Απόλλων, Ηρακλής, Άρτεμις.
- Τα τοπωνύμια είναι ελληνικά: Αργός, Πέλλα, Ιδομένεια, Γορτυνία, Αταλάντη κλπ.

- Επίσης ελληνικά είναι όλα τα ονόματα ανθρώπων που βρέθηκαν στις επιγραφές της Βεργίνας εκτός από ένα: Αλκέτας, Άλκιμος, Ξενοκράτης, Πευκόλαος, Θεόκριτος, Θεοφάνης, Βερενίκη, Κλειώ κλπ. κλπ. Από τις ανασκαφές στη Βεργίνα ο Μαν. Ανδρόνικος καταγράφει 75 ονόματα απλών μακεδόνων πολιτών, όλα ελληνικά14. Είναι επιτρεπτό να υποθέσουμε ότι όλα αυτά οφείλονται σε εξελληνισμό των Μακεδόνων ή στο ότι οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες; Μήπως άλλωστε, είχαν τότε κανένα κίνητρο οι Μακεδόνες να εξελληνιστούν;
Οι σχέσεις τους με τους Έλληνες του νότου (Αθηναίους, Θηβαίους) και με τους Έλληνες αποίκους της Χαλκιδικής ήταν συνήθως εχθρικές, όπως θα δούμε πιο κάτω. Ποιος ζήλος θα τους έκανε να πάρουν ονόματα ελληνικά, αν δεν ήταν γνήσιοι Ελληνες15;
Βέβαια οι Αθηναίοι διακωμωδούσαν τη διαλεκτική έκφραση των «επαρχιωτών». Σε μια κωμωδία, που γνωρίζουμε μόνο απόσπασμά της, ο Αθηναίος ρωτάει το Μακεδόνα:
- Η σφύραινα δ' έστι τις; Και ο Μακεδών απαντά:
- Κέστραν ύμμες Αττικοί κικλήσκετε.

Αλλά και οι δυο λέξεις είναι ελληνικές: Κέστρα από το κεντώ και σφύραινα από τη σφύρα16.
Η Μακεδονία κατά τους ιστορικούς χρόνους
Το Κράτος των Μακεδόνων της Κάτω Μακεδονίας εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο τον 7ο αι. π.Χ. Ήταν μια ένωση μικρών ηγεμονιών. Η άμεση εξουσία του βασιλιά εκτεινόταν μόνο στις παραθαλάσσιες περιοχές Πιερίας και Μυγδονίας.
Οι περιοχές της Άνω Μακεδονίας (Λυγκηστίδα, Ορεστίδα, Τυμφαία) είχαν δικούς τους ηγεμόνες, που υποτάσσονταν στο βασιλιά της Κάτω Μακεδονίας μόνο εφόσον αισθάνονταν τη δύναμή του.
Μολονότι είχε έξοδο στη θάλασσα η Μακεδονία ήταν κράτος ηπειρωτικό. Τις ακτές της νωρίς τις είχαν αποικίσει οι Ίωνες (Έλληνες του Νότου): την Πύδνα, τη Μεθώνη, απέναντι τις ακτές της Χαλκιδικής. Η χώρα είχε αγροτική οικονομία, αλλά μπορούσε και να εξάγει ναυπηγήσιμη ξυλεία γι' αυτό οι ναυτικές δυνάμεις του ελληνικού νότου, κυρίως η Αθήνα, επιδίωκαν να έχουν εμπορικές σχέσεις και συμμαχία με τη Μακεδονία ή και να εκβιάζουν την προμήθεια ξυλείας.
Ο Ηρόδοτος (VIII, 137-139) αναγράφει ως πρώτο βασιλέα των Μακεδόνων τον Περδίκκα τον Α'(αρχές 7ου αι.). Η ιστορική έρευνα σήμερα δέχεται ως πρώτο πραγματικό βασιλέα τον Αμύντα τον Α' (±540-±498 π.Χ.). Στην εποχή του οι Μακεδόνες είχαν περάσει τον Αξιό και προωθούνταν προς τον Κάτω Στρυμόνα17.
Σε εξέχουσα μορφή της μακεδονικής ιστορίας αναδείχτηκε ο Αλέξανδρος Α' 
(±495-±450/440). Στις μέρες του έγιναν τα πρώτα βήματα για την πολιτιστική ' προσέγγιση των Μακεδόνων με τους νοτιότερους Έλληνες. Προσκλήθηκε στις Αιγές ο Πίνδαρος(που αφιέρωσε και μία ωδή στον Αλέξανδρο) και ίσως οι ιστορικοί Ηρόδοτος καιΕλλάνικος. Ίσως έτσι εξηγείται και η συμπάθεια που δείχνει ως ιστορικός ο Ηρόδοτος, όταν αφηγείται το έργο του Αλέξανδρου, ιδιαίτερα την ευεργετική για τους άλλους Έλληνες δράση του πριν από τη μάχη των Πλαταιών. Πάντως, γι' αυτήν τη δράση του οι ευεργετημένοι τον αποκάλεσαν φιλέλληνα (καλό πατριώτη)18.
ΑΡΓΕΑΔΕΣ ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΥΘΙΚΟΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΙ
Τον Αλέξανδρο Α' διαδέχτηκε ο Περδίκκας Β' (450/440-414/13) ο οποίος αντιμετώπισε μια μεγάλη επιδρομή των Ιλλυριών και την επιθετικότητα των Αθηναίων στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.). Ο διάδοχος του Αρχέλαος (414/13-400/399) οργάνωσε και επέκτεινε το κράτος του, ανέκτησε την Πύδνα, υποχρέωσε τους ηγεμόνες της Άνω Μακεδονίας (Ελίμειας, Ορεστίδας) να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του, έφτιαξε δρόμους και μετέφερε την πρωτεύουσά του από τις Αιγές στην Πέλλα19. Με διάφορα οικονομικά μέτρα αύξησε τα εισοδήματα του κράτους του, οργάνωσε τις στρατιωτικές δυνάμεις και συνολικά έκαμε έργα περισσότερα «ή ξύμπαντες οι άλλοι βασιλείς οκτώ οι προ αυτού γενόμενοι» όπως έγραψε γι' αυτόν ο Θουκυδίδης20. Ο Αρχέλαος απέκτησε μεγάλη δόξα ως προστάτης των ποιητών, συγγραφέων, καλλιτεχνών. Κατά διαστήματα προσκλήθηκαν, έζησαν και δημιούργησαν στην Πέλλα ο επικός ποιητής Χοιρίλος ο Σάμιος, ο μουσικός Τιμόθεος από τη Μίλητο, ο τραγικός ποιητής Αγάθων, ο ζωγράφος Ξεύξις, ο Ευριπίδης, ο οποίος εκεί έγραψε τις Βάκχες και ένα δράμα αφιερωμένο στον ευεργέτη του, με τίτλο Αρχέλαος21.
Για σαράντα χρόνια ύστερα από το θάνατο του Αρχέλαου η Μακεδονία γνώρισε εξωτερικές επιβουλές και ταπεινώσεις και εσωτερικές δυναστικές συγκρούσεις (εκθρονισμούς, εξορίες, δολοφονίες). Ο Περδίκκας Γ' (365-59 π.Χ.) κατόρθωσε να αποκαταστήσει κάπως τα πράγματα και κατέλαβε την Αμφίπολη, στις εκβολές του Στρυμόνα. Ο Φίλιππος Β', που επρόκειτο τελικά να καταλάβει το θρόνο από το 359 π.Χ., είχε δύο φορές δοθεί ως όμηρος σε εξωτερικούς αντιπάλους (Ιλλυριούς και Θηβαίους) στα νιάτα του. Αυτές οι περιπέτειες αποτέλεσαν γι' αυτόν πολύτιμες εμπειρίες στρατιωτικής τακτικής και πολιτικής σκέψης)
Όταν ανέβηκε στο θρόνο, εργάστηκε συστηματικά και επίμονα προς τις ακόλουθες κατευθύνσεις:
- Βελτίωση των οικονομικών του κράτους με αύξηση των εσόδων.
- Οργάνωση και συνεχή άσκηση στρατού (πεζικού, ιππικού) ετοιμοπόλεμου και ευκίνητου.
- Ασφάλιση των βόρειων και ανατολικών συνόρων του, με μέσα στρατιωτικά και διπλωματικά.
- Επέκταση των συνόρων του προς όλες τις κατευθύνσεις, κυρίως για τον έλεγχο. των παραλίων από την Πύδνα ως το Βυζάντιο, ώστε να ελέγχει το εμπόριο της περιοχής του22.
- Επέμβαση στα εσωτερικά των αλληλοσπαρασσόμενων πόλεων-κρατών των άλλων Ελλήνων, για να επιτύχει την ενότητά τους για κοινή δράση κατά των Περσών23.
Και είχε προπέμψει εκστρατευτικό σώμα από 10.000 άνδρες στη Μικρασία, όταν δολοφονήθηκε το 336 π.Χ. στην Πέλλα, κατά τη διάρκεια εορταστικών εκδηλώσεων24.
Η χρυσή λάρνακα από τη Βεργίνα (αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης)

Η χρυσή λάρνακα από τη Βεργίνα (αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης)
Φίλιππος Βασιλεύς Μακεδόνων

(βλ. «Φίλιππος Βασιλεύς Μακεδόνων» σελ. 131)
Ο γιος και διάδοχος του Αλέξανδρος ο Γ' (336-323) είχε εκπαιδευτεί σε ειδικό σχολείο μαζί με συνομήλικους (παιδιά αξιωματούχων του κράτους), όπου είχε προσκληθεί ως δάσκαλος και ο Αριστοτέλης. Είχε παρακολουθήσει την πολεμική και πολιτική δραστηριότητα του πατέρα του, είχε λάβει μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις (διοικούσε τμήμα του μακεδονικού στρατού στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ.) και σε διπλωματική αποστολή στην Αθήνα.
Όταν διαδέχτηκε τον πατέρα του - μέσα στη θολή ατμόσφαιρα της δολοφονίας - ήταν μόλις είκοσι χρονών. Συνέχισε το πρόγραμμα του πατέρα του, πραγματοποίησε ως αρχηγός όλων των Ελλήνων (και των Κυπρίων)25 την εκστρατεία στην Ασία και άλλαξε κυριολεκτικά την όψη του Αρχαίου Κόσμου. Με το πέρασμά του δημιουργήθηκαν νέες οικονομικές συνθήκες, νέα κέντρα εμπορίου και πολιτισμού, όπως η Αντιόχεια, η Πέργαμος, η Ρόδος, η Αλεξάνδρεια. Μέσο επικοινωνίας για τον κόσμο της Αλεξανδρινής εποχής έγινε η ελληνική γλώσσα, η οποία διατηρήθηκε ως τους χρόνους της Ρωμαϊκής κατάκτησης (2ο αιώνα π.Χ.) και έγινε μέσο έκφρασης και διάδοσης του Χριστιανισμού. Στην ελληνική γλώσσα γράφτηκαν τα Ευαγγέλια και οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου: προς Κορίνθιους, προς Θεσσαλονικείς, προς Φιλιππησίους κλπ.
Ο Ulrich Wilcken έχει γράψει για τον Αλέξανδρο:
«Ανήκει στη μικρή μειοψηφία των ανδρών εκείνων που εγκαινίασαν μια νέα περίοδο στην παγκόσμια ιστορία...»25.
Η Μακεδονία κατά τη Ρωμαϊκή Εποχή (2ος αι. π.Χ.-4ος αι. μ.Χ.)
Η επεκτατική πολιτική των Ρωμαίων προς τη Βαλκανική άρχισε με κατάληψη της ανατολικής πλευράς του στενού του Οτράντο (περιοχή Δυρραχίου στη σημερινή Αλβανία) έτσι δημιουργήθηκε το πρώτο στην ιστορία «προτεκτοράτο» (terra «protecta» σημαίνει γη υπό «προστασία»). Κατά τη διάρκεια του 2ου αι. π.Χ. γενικεύτηκε η επέμβαση των Ρωμαίων στον ελληνικό χώρο, πρώτα στη Μακεδονία, ύστερα στη νότια Ελλάδα.
Συγκεκριμένα:
Το 168 π.Χ. ο ρωμαϊκός στρατός νίκησε κοντά στην Πύδνα τον τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας, Περσέα. Οι Ρωμαίοι χώρισαν τη χώρα σε τέσσερις «ελεύθερες» πολιτείες («μερίδες») με πρωτεύουσες: την Αμφίπολη, τη Θεσσαλονίκη, την Πέλλα και την Πελαγονία (κοντά στο σημερινό Μοναστήρι, τα Βιτόλια). Τα 4 κρατίδια ήταν θεωρητικά ελεύθερα, ήταν διοικητικά εντελώς ασύνδετα, πλήρωναν βαρύ φόρο στη Ρώμη και είχαν αριστοκρατικές κυβερνήσεις αρεστές στη Ρώμη.
Ο διαμελισμός της Μακεδονίας που ήταν αυθαίρετος και η σκληρή οικονομική πολιτική των Ρωμαίων προκάλεσαν την αντίδραση των κατοίκων, που πρόθυμα συντάχτηκαν σε μια επαναστατική κίνηση υπό την ηγεσία κάποιου Ανδρίσκου που παρουσιάστηκε ως Φίλιππος, γιος του Περσέα. Μετά την καταστολή αυτής της ανταρσίας (148 π.Χ.) οι Ρωμαίοι έκριναν ότι ήταν καλύτερο να αφαιρέσουν από τους κατοίκους και την πλασματική ελευθερία, που λίγα χρόνια πριν είχαν
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
παραχωρήσει, και να μετατρέψουν τη Μακεδονία απευθείας σε επαρχία του Ρωμαϊκού Κράτους (Provincia Macedoniae), με διοικητή Ρωμαίο Ανθύπατο. Στη δικαιοδοσία του υπάγονταν και οι ιλλυρικές επαρχίες και η Ήπειρος και (ως το 27 π.Χ.) η νότια Ελλάδα. Έτσι η Επαρχία Μακεδονίας επεκτάθηκε διοικητικά ως την Αδριατική, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη και έδρα της επαρχιακής συνέλευσης τη Βέροια (κοντά στις Αιγές-Βεργίνα).
Για να έχουν ευκολότερη τη διακίνηση των λεγεώνων τους οι Ρωμαίοι σχεδίασαν και κατασκεύασαν τη λεγόμενη Εγνατία Οδό: από το Δυρράχιο διέσχιζε τη σημερινή Αλβανία, τη Δυτική Μακεδονία, περνούσε από τη Θεσσαλονίκη (από το σημείο που διασώζεται σήμερα η αψίδα του Γαλερίου), συνεχιζόταν προς την Αμφίπολη και τους Φιλίππους, διέσχιζε τη Θράκη και κατέληγε στο Βόσπορο.
Η ειρηνική περίοδος που ακολούθησε (Pax Romana = Ρωμαϊκή, ειρήνη με την παρουσία λεγεώνων) και οι νέες δυνατότητες διακίνησης εμπορευμάτων διαμέσου της Εγνατίας και γενικότερα οι νέες οικονομικές συνθήκες μέσα στα πλαίσια του ρωμαϊκού κράτους συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, με την ενεργό συμμετοχή βέβαια των κατοίκων.
Η οικονομική ανάπτυξη και οι συνθήκες ειρήνης έφεραν νέους εποίκους: από την Ιταλία, που ήταν η κυρίαρχη δύναμη της εποχής, από τη Μικρασία και την Αίγυπτο. Τότε εγκαταστάθηκαν και οι πρώτοι Εβραίοι. Στη ρωμαιοκρατούμενη Μακεδονία πρώτος ο Απόστολος Παύλος (49-50 μ.Χ.) δίδαξε το Χριστιανισμό26. Επισκέφτηκε τους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια. Η Μακεδονία υπήρξε η αφετηρία για τη διάδοση του Χριστιανισμού στην Ευρώπη. (Παράλληλη αφετηρία υπήρξε βέβαια η Ρώμη).
Παρά την ξένη κυριαρχία και την παρουσία λατινόφωνων στρατευμάτων, Ρωμαίων ή εκρωμαισμένων αποίκων, όπως στους Φιλίππους και το Δίον) και εκπροσώπων της ρωμαϊκής διοίκησης, η ελληνική γλώσσα των κατοίκων της Μακεδονίας δε διαταράχτηκε. Αυτό προκύπτει από τις επιγραφές που βρέθηκαν (ρωμαϊκών χρόνων και πρώτων βυζαντινών) και είναι όλες ελληνικές. Λατινικές επιγραφές βρέθηκαν εκεί όπου υπήρχαν ρωμαϊκές αποικίες (π.χ. στους Φιλίππους), καθώς και στις βόρειες περιοχές της Βαλκανικής, που οι κάτοικοι τους δεν είχαν ακόμη δική τους γραπτή παράδοση και γι' αυτό εκεί προχώρησε εύκολα ο γλωσσικός εκλατινισμός.
Η Μακεδονία κατά τους βυζαντινούς χρόνους.

Η σλαβική εγκατάσταση
Πρωτοβυζαντινή περίοδος. Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο27, η Μακεδονία όπως ήταν φυσικό απέκτησε ιδιαίτερη σημασία, στρατιωτική, οικονομική και πολιτική. Γρήγορα η Θεσσαλονίκη εξελίχθηκε σε δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας και έγινε έδρα διοικητικής περιφέρειας, της οποίας τα όρια διευρύνονταν ή περιορίζονταν ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής. Συγκεκριμένα:
Στα τέλη του 4ου αιώνα (εποχή του Μεγ. Θεοδοσίου) η διοίκηση Μακεδονίαςπεριλάμβανε την Ήπειρο, την Πρεβαλιτάνη (σημ. Κεντρική Αλβανία), τη Θεσσαλία, Κεντρική Ελλάδα, Πελοπόννησο και Κρήτη.
- Τον 6ο αι. σύμφωνα με το Συνέκδημο του Ιεροκλέους (έργο των πρώτων χρόνων του Ιουστινιανού Α', 527-565), η Υπαρχία του Ιλλυρικού (Prefecture praetorio per Ιllyricum), που εκτεινόταν στη δυτική Βαλκανική, περιλάμβανε (ανάμεσα σε 13 συνολικά επαρχίες) και τη Μακεδονία Πρώτη, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, τη Μακεδονία Δευτέρα, με πρωτεύουσα τους Στόβους, τη Δαρδανία, με πρωτεύουσα τα Σκόπια, την Πρεβαλιτάνη, με πρωτεύουσα τη Δοκλεία.
Η διαίρεση αυτή αποτελεί μια ένδειξη για το πώς αντιλαμβάνονταν τότε οι διοικητικοί φορείς τα όρια της Μακεδονίας. Έδρα του Ιλλυρικού αρχικά ήταν το Σίρμιο, αργότερα η Θεσσαλονίκη.
Από τον 3ο αιώνα μ.Χ. άρχισαν μεγάλες μετακινήσεις λαών (Γότθων, γερμανικών φύλων, Ούννων), που αναστάτωσαν την κεντρική Ευρώπη και τη Βαλκανική. Οι Βυζαντινοί για να τους αντιμετωπίσουν μεταχειρίστηκαν όλα τα διπλωματικά μέσα. Σε ορισμένες περιπτώσεις τους αναγνώρισαν και ως «συμμάχους» «υποσπόνδους» (φοιδεράτους, foederati) για να φυλάνε τα βόρεια σύνορα. Αυτό συνέβη με τους Γότθους: Ύστερα από τη νίκη τους σε βάρος των Βυζαντινών στη μάχη της Αδριανούπολης (378 μ.Χ.) δόθηκε σ' αυτούς το δικαίωμα να εγκατασταθούν στην περιοχή ανάμεσα στον Αίμο και το Δούναβη. Όλοι αυτοί οι επιδρομείς με τον καιρό μετακινήθηκαν προς τα δυτικά και οι λίγοι που έμειναν αφομοιώθηκαν. Εκείνοι που επρόκειτο να μείνουν στη Βαλκανική και να προκαλέσουν εθνολογικές μεταβολές ήταν οι Σλάβοι, που έφτασαν στη βαλκανική κατά τον 6ο και 7ο αιώνα.
Επιδρομές και εγκατάσταση των Σλάβων
Οι Σλάβοι, λαός ινδοευρωπαϊκός, ως τον 5ο αιώνα κατοικούσαν στην περιοχή που ορίζεται από τον ποταμό Βιστούλα - τη Βαλτική - τον κάτω ρου του Δνείπερου και τα Καρπάθια όρη.
Όταν εμφανίστηκαν στη Βαλκανική δεν είχαν κρατική οργάνωση και συνοχή. Βυζαντινή πηγή (το Στρατηγικό του Ψευδο-Μαυρικίου) τους χαρακτηρίζει «έθνη άναρχα και μισάλληλα». Μετά τη διάλυση του κράτους των Ούννων, στους οποίους τότε υπάγονταν, σλαβικά φύλα κινήθηκαν προς νότο και στις αρχές του 6ου αι. βρίσκονταν στα βόρεια του Δούναβη, απ' όπου ενεργούσαν επιδρομές στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η πρώτη εμφάνισή τους μαρτυρείται το 518 επί βασιλείας του Ιουστίνου Α'28. Οι σλαβικές επιδρομές προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές κυρίως στον αγροτικό πληθυσμό της Βαλκανικής. Μετά το 558 οι Σλάβοι υποτάχθηκαν στους Αβάρους, λαό τουρκικό με πολιτική και στρατιωτική οργάνωση, που χρησιμοποίησαν τα πλήθη των Σλάβων στις επιδρομές τους εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Οι συνεχείς επιδρομές, πρώτα των γερμανικών φύλων και των Ούννων,
Σχέδιο κατοικίας των Σλάβων, βλ. Lemerle, Les plus anciens recueils des miracles

Σχέδιο κατοικίας των Σλάβων, βλ. Lemerle, Les plus anciens recueils des miracles,
τόμ. Β ', σελ. 240.
(P. A. Rappoport, Drevnerusskoe zilisce, 1975, σελ. 133, εικ. 41, σελ. 132, εικ. 40, σελ. 158, εικ. 58)
Η ΑΡΧΙΚΗ ΚΟΙΤΙΔΑ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ
ύστερα των Σλάβων και των Αβάρων, είχαν εξαντλήσει τους πληθυσμούς της βόρειας και κεντρικής Βαλκανικής. Πολλοί κάτοικοι εγκατέλειπαν τους αγρούς και κατέφευγαν στις πόλεις, για να σωθούν πίσω από τα τείχη. Αυτή η βαθμιαία ερήμωση της υπαίθρου θα διευκολύνει τη διείσδυση και εγκατάσταση των Σλάβων στη Βαλκανική.
Το 586 (ή πιθανότερο το 597) οι Άβαροι συγκεντρώνοντας και μεγάλο πλήθος Σλάβων (αφού είχαν καταλάβει πιο μπροστά το Σίρμιο, κοντά στο σημερινό Βελιγράδι), έφτασαν ως τη Θεσσαλονίκη και την πολιόρκησαν. Τελικά, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν. Οι κάτοικοι απέδωσαν τη σωτηρία της πόλης τους στην επέμβαση του αγίου Δημητρίου και το γεγονός αυτό απεικονίζεται στην τέχνη της εποχής. Μετά την αποτυχία τους αυτή αποσύρθηκαν στα βόρεια του Δούναβη. Ως το τέλος του 6ου αιώνα, ο ποταμός έμεινε σύνορο της αυτοκρατορίας29. Όμως μετά το 602, οπότε έπεσε το σύνορο του Δούναβη, άρχισαν μόνιμες πια εγκαταστάσεις Σλάβων σε εδάφη της Βαλκανικής. Τότε στον ελληνικό χώρο, δημιουργήθηκαν νησίδες, οι λεγόμενες Σκλαβηνίες, Σλάβων ανάμεσα σε ελληνικούς πληθυσμούς. Οι πρώτες Σκλαβηνίες δημιουργήθηκαν στη Δυτική Μακεδονία, στη Θεσσαλία και ίσως στην Ήπειρο. Στα Θαύματα του αγίου Δημητρίου (πηγή πληροφοριών για τον 7ο αι.) μνημονεύονται πέντε σλαβικά φύλα στη Μακεδονία: οι Δρογουβίτες (ανάμεσα στη Βέροια και το Μοναστήρι), οι Σαγουδάτοι3127 (στα νότια των Δρογουβιτών), οι Βελζήτες (βορειότερα, στην περιοχή του Μοναστηρίου), οι Ρηγχίνοι(στις εκβολές του Αλιάκμονα, όχι στη Χαλκιδική)31, οι Στρυμονίτες (στις εκβολές του Στρυμόνα, επίσης). Τον 9ο αιώνα αναφέρονται και οι Σμολεάνοι, κοντά στο Νέστο.
Οι Σκλαβηνίες δεν αποτελούσαν ενιαίο σύνολο, ούτε είχαν ενιαία οργάνωση, όπως επιχειρούν να τις παρουσιάσουν οι ιστορικοί των Σκοπίων32. Δεν υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις στις πηγές. Δε φαίνονται πουθενά να ενεργούν ως συγκροτημένο σύνολο εναντίον του Βυζαντίου. Άλλωστε εγκαταστάθηκαν σε μεγάλες μεταξύ τους αποστάσεις (από το Μοναστήρι, σημ. Βιτόλια, και τις εκβολές του Αλιάκμονα ως τις εκβολές του Νέστου).
Οι Σλάβοι ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι και εγκαταστάθηκαν κυρίως σε βουνοπλαγιές, λιγότερο σε πεδιάδες και σπάνια κοντά στη θάλασσα. Αυτό προκύπτει και από τα τοπωνύμια που άφησαν με το πέρασμά τους στον ελληνικό χώρο, π.χ. Νεζερός (λίμνη), Βοδενά (νερότοπος, η Έδεσσα). Ο ειδικός σλαβολόγος μελετητής Max Wasmer καταγράφει συνολικά 730 σλαβικά τοπωνύμια στη Μακεδονία (2120 σε όλη την Ελλάδα)33, που δεν ανάγονται όμως όλα στους μέσους χρόνους, μικρό ποσοστό σε σύγκριση προς ένα σύνολο χιλιάδων ελληνικών τοπωνυμίων.
Τις πρώτες δεκαετίες της εγκατάστασής τους οι Σλάβοι επιδίδονταν σε επιδρομές και λεηλασίες. Ακόμη και η Θεσσαλονίκη, όπου είχαν καταφύγει πολλοί κάτοικοι της υπαίθρου για λόγους προστασίας34, δέχτηκε επανειλημμένα επιθέσεις τους (κάποτε σε συνδυασμό με τους Αβάρους), αλλά τους απέκρουσε με επιτυχία, συνολικά τέσσερις φορές μέσα στον έβδομο αιώνα35.
Προς μονιμότερες εγκαταστάσεις, συμβίωση, ένταξη των Σλάβων στη βυζαντινή κοινωνία
Μετά από έναν αιώνα επιδρομών και εχθροπραξιών οι νέοι έποικοι προσπάθησαν να ριζώσουν και να βρουν τρόπους επιβίωσης μονιμότερους και βεβαιότερους. Άρχισαν να ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία από τα μέσα κιόλας του 7ου αιώνα (περίπτωση των Δρογουβιτών της Μακεδονίας, των Βελεγεζητών της Θεσσαλίας).
Και είναι αξιοσημείωτο ότι δεν έχουν βρεθεί ως τώρα ίχνη του υλικού πολιτισμού των Σλάβων εποίκων στη Μακεδονία. Από άλλα μέρη της Βαλκανικής, όπου έζησαν, έχουμε δείγματα του πρώιμου υλικού πολιτισμού τους:
- ότι έκαιγαν τους νεκρούς τους
- ότι ζούσαν σε ημιυπόγειες ξύλινες καλύβες
- ότι κατασκεύαζαν κεραμικά αγγεία χειροποίητα, δηλ. δε γνώριζαν και δε χρησιμοποιούσαν τον τροχό.
Αλλά τέτοια ευρήματα δεν έχουμε ούτε από τη Μακεδονία (Σκλαβηνίες), ούτε από τη νότια Σερβία. Αυτό υποδηλώνει ότι οι έποικοι γρήγορα αποδέχτηκαν τον τρόπο ζωής των ντόπιων. Και αυτό με τη σειρά του υποδηλώνει ότι υπήρχαν ντόπιοι, που επηρέασαν και αφομοίωσαν πολιτιστικά τους νεοφερμένους πληθυσμούς των Σλάβων από τον 7ο αιώνα αναφέρονται εμπορικές συναλλαγές των Σλάβων της Θεσσαλίας με κατοίκους της Θεσσαλονίκης, στους οποίους πουλούσαν σιτάρι και όσπρια. Στις αρχές του 10ου αι. οι Δρογουβίτες και οι Σαγουδάτοι, στην περιοχή ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, ζούσαν σε «αμφιμίκτους κώμας», δηλ. πλάι πλάι με τους γηγενείς κατοίκους. Και συμβιούσαν ειρηνικά, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ιωάννης Καμενιάτης το 90436.
Η πολιτική των Βυζαντινών έναντι των Σλάβων
Προς την κατεύθυνση της ειρηνικής αφομοίωσης των Σλάβων εποίκων συνέβαλε αποφασιστικά η ανάλογη κρατική αντίληψη και πολιτική των Βυζαντινών. Η αυτοκρατορία ήταν από την αρχική συγκρότησή της και από τη ρωμαϊκή καταγωγή της πολυεθνικό κράτος, με κυρίαρχο πολιτιστικά και πολιτικά το ελληνικό στοιχείο. Και από παράδοση ήταν ανεκτική απέναντι στα ξένα στοιχεία που διαβιούσαν μέσα στα σύνορά της. Επιδίωκε την ομαλή ένταξή τους στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα του κράτους. Τα μέσα που χρησιμοποίησε επί αιώνες η βυζαντινή εξουσία ήταν δημογραφικά-εποικιστικά, διοικητικά, οικονομικά, εκκλησιαστικά και βέβαια στρατιωτικά, όταν χρειαζόταν να καταστείλει μια εξέγερση ή να επιβάλει τον έλεγχο της. Από τις πιο σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις ήταν η εκστρατεία του Ιουστινιανού Β', που νίκησε τους Σλάβους και αποκατέστησε την κλονισμένη βυζαντινή εξουσία στην περιοχή τους (688/689 μ.Χ.). Έναν αιώνα αργότερα (783 μ.Χ.) ανώτατος αξιωματούχος ο «λογοθέτης του
Η παράσταση στο κιβωτίδιο ακολουθεί πιστά τη διήγηση των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου. Σ' αυτήν εμφανίζεται στις επάλξεις πάνω από την πύλη του τείχους ένας νέος με στρατιωτική στολή, ο Άγιος Δημήτριος, κρατώντας στο αριστερό χέρι ασπίδα και στο δεξί μακρύ δόρυ. Στο κάτω μέρος, εμπρός από το τείχος οι εχθροί, καβαλάρηδες με βαρβαρική αμφίεση, φεύγουν καλπάζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ ένας από αυτούς πέφτει κονταροκτυπημένος

Η παράσταση στο κιβωτίδιο ακολουθεί πιστά τη διήγηση των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου. Σ' αυτήν εμφανίζεται στις επάλξεις πάνω από την πύλη του τείχους ένας νέος με στρατιωτική στολή, ο Άγιος Δημήτριος, κρατώντας στο αριστερό χέρι ασπίδα και στο δεξί μακρύ δόρυ. Στο κάτω μέρος, εμπρός από το τείχος οι εχθροί, καβαλάρηδες με βαρβαρική αμφίεση, φεύγουν καλπάζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ ένας από αυτούς πέφτει κονταροκτυπημένος.
Σφραγίδες, βλ. Zacos-A. Veglery, Byzantine Lead Seals, τόμ. 1-4, Basel. 1972, No 1793: σφραγίδα στρατηγού Μακεδονίας (9ou αι.). No 2196: σφραγίδα στρατηγού Θεσσαλονίκης (9ου αι.). No 1753: σφραγίδα άρχοντος Στρυμόνος (9ου αι.).

10. Σελ. 25 Σφραγίδες, βλ. Zacos-A. Veglery, Byzantine Lead Seals, τόμ. 1-4, Basel. 1972, No 1793: σφραγίδα στρατηγού Μακεδονίας (9ou αι.). No 2196: σφραγίδα στρατηγού Θεσσαλονίκης (9ου αι.). No 1753: σφραγίδα άρχοντος Στρυμόνος (9ου αι.).
Εμπρός από τα τείχη της πόλεως, εικονίζεται ο Άγιος Δημήτριος ανάμεσα σε έναν επίσκοπο και έναν αξιωματούχο, τους οποίους προστατεύει με τα χέρια του. Κάτω υπάρχει σε δύο στίχους η εξής επιγραφή: «Κτίστας θεωρείς του πανενδόξου δόμου, εκείθεν ένθεν μάρτυρος Δημητρίου/του βάρβαρον κλύδωνα βαρβάρων στόλον μετατρέποντος και πόλιν λυτρουμένου». Η παράσταση και η επιγραφή γενικά θεωρείται ότι αναφέρεται σε ανακαίνιση της εκκλησίας και εικονίζει τους δύο κτήτορες-ανακαινιστές του ναού, το μητροπολίτη και τον έπαρχο Θεσσαλονίκης• ταυτόχρονα υπαινίσσεται βαρβαρική επίθεση από τη θάλασσα, που ταυτίζεται με πολλή πιθανότητα με την επίθεση των Σλάβων του 615, (βλ. «Μακεδονία 4.000 χρόνια», σελ. 265).

Εμπρός από τα τείχη της πόλεως, εικονίζεται ο Άγιος Δημήτριος ανάμεσα σε έναν επίσκοπο και έναν αξιωματούχο, τους οποίους προστατεύει με τα χέρια του. Κάτω υπάρχει σε δύο στίχους η εξής επιγραφή: «Κτίστας θεωρείς του πανενδόξου δόμου, εκείθεν ένθεν μάρτυρος Δημητρίου/του βάρβαρον κλύδωνα βαρβάρων στόλον μετατρέποντος και πόλιν λυτρουμένου». Η παράσταση και η επιγραφή γενικά θεωρείται ότι αναφέρεται σε ανακαίνιση της εκκλησίας και εικονίζει τους δύο κτήτορες-ανακαινιστές του ναού, το μητροπολίτη και τον έπαρχο Θεσσαλονίκης• ταυτόχρονα υπαινίσσεται βαρβαρική επίθεση από τη θάλασσα, που ταυτίζεται με πολλή πιθανότητα με την επίθεση των Σλάβων του 615, (βλ. «Μακεδονία 4.000 χρόνια», σελ. 265).
οξέος δρόμου»37Σταυράκιος εκστράτευσε με μεγάλη δύναμη εναντίον των «Σκλαβηνών» και αποκατέστησε την τάξη στις περιοχές της Μακεδονίας και της κεντρικής Ελλάδας και φυσικά μαζί με την «τάξη» επέβαλε φορολογία. Παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν το μέτρο της βίαιης μετακίνησης πληθυσμών από τις Σκλαβηνίες στη Μικρασία. Έτσι αποδυνάμωναν τις Σκλαβηνίες και διευκόλυναν την αφομοίωσή τους, γιατί οι Σλάβοι μεταφέρθηκαν ανάμεσα σε συμπαγείς μάζες ελληνικού πληθυσμού. Το μέτρο αυτό εφαρμόστηκε και αντίστροφα. Ο Νικηφόρος Α' (802-811 π.Χ.) αναφέρεται ότι μετακίνησε ελληνικούς πληθυσμούς από τη Μικρασία για την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου στις Σκλαβηνίες της βόρειας Ελλάδας. Αναμφίβολα το μέτρο του βίαιου εποικισμού είναι σκληρό. Ο χρονογράφος Θεοφάνης, γενικότερα επικριτικός απέναντι στην πολιτική του Νικηφόρου, το εντάσσει στις «κακώσεις» που επέβαλε ο αυτοκράτορας στο λαό του.
Στο έργο της αφομοίωσης των Σλάβων έπαιξε ρόλο ουσιαστικό και η Εκκλησία, που είχε γενικότερη πολιτική τον εκχριστιανισμό των αλλοδόξων και ως θρησκευτικό καθήκον και ως πράξη για την υποστήριξη του Κράτους40. Στην ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο (680/81 μ.Χ.) και στη λεγόμενη Πενθέκτη εν Τρούλλω Σύνοδο (692 μ.Χ.) αναφέρονται πέντε επισκοπές στην περιοχή της Μακεδονίας: Θεσσαλονίκης, Φιλίππων, Αμφίπολης, Έδεσσας, Στόβων. Αξίζει να θυμίσουμε ότι κοντά στην Αμφίπολη υπήρχε η Σκλαβηνία των Στρυμονιτών και στην περιοχή Έδεσσας-Στόβων η Σκλαβηνία των Δραγουβιτών.
Την ίδια περίοδο - για την αντιμετώπιση και άλλων προβλημάτων του κράτους (οργανωτικών, στρατιωτικών, αραβικών επιδρομών) - το βυζαντινό κράτος προχώρησε σε αναδιοργάνωση της περιφερειακής διοίκησης με γενίκευση του θεσμού των «θεμάτων»41 και κατάτμηση της περιοχής τους, ώστε οι διοικητές τους να διαχειρίζονται την πολιτική και στρατιωτική εξουσία ταυτόχρονα και να αντιμετωπίζουν τα τοπικά προβλήματα ευκολότερα. Τον 9ο αιώνα ιδρύθηκε το «θέμα Μακεδονίας», με έδρα την Αδριανούπολη (που μνημονεύεται πρώτη φορά το 802), επίσης το «θέμα Θεσσαλονίκης» και το «θέμα Στρυμόνος»41.
Ο ρυθμός αφομοίωσης των Σλάβων εποίκων στη βυζαντινή κοινωνία ήταν διαφορετικός κατά περιοχές, ταχύτερος για τους Σλάβους των πεδινών περιοχών (κυρίως κοντά σε αστικά κέντρα), βραδύτερος σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές. Δεν έλειψαν και αποστασίες τοπικές τον 9ο αιώνα και αργότερα. Φαίνεται όμως ότι κατά το 10ο αιώνα το έργο της αφομοίωσης ή πάντως της ένταξης των νέων εποίκων είχε συντελεστεί. Ο Λέων ΣΤ' ο Σοφός, αυτοκράτορας (886-912) και συγγραφέας, έγραφε στις αρχές του 10ου αιώνα επαινώντας το έργο του πατέρα του για όσα είχαν συντελεστεί στον τομέα που αναλύουμε (ουσιαστικά μέσα σε τρεις αιώνες): «Ο μακαρίτης πατέρας μου και αυτοκράτορας Βασίλειος Α", (ο Μακεδών, 867-886) έπεισε αυτά τα σλαβικά φύλα να αλλάξουν τον παλιό τρόπο ζωής, τους έκανε γραικούς («γραικώσας»), τους υπόταξε σε άρχοντες (διοικητές) σύμφωνα με το βυζαντινό τρόπο διοίκησης, τους εκχριστιάνισε και τους ελευθέρωσε από τη δουλεία στους δικούς τους αρχηγούς και τους εκπαίδευσε, ώστε να εκστρατεύουν εναντίον των εχθρών του Βυζαντίου».
Η ίδρυση του Βουλγαρικού Κράτους και οι βουλγαρικές επιδρομές στη Μακεδονία
Από τα τέλη του 7ου αιώνα (680/681) ένα νέο κράτος άρχισε να διαμορφώνεται στην περιοχή μεταξύ Αίμου και Δούναβη: Οι Πρωτοβούλγαροι, λαός τουρκικής καταγωγής, με καλή πολιτική και στρατιωτική οργάνωση, εγκαταστάθηκε μέσα στα όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι Πρωτοβούλγαροι είχαν να αντιμετωπίσουν το πολυαριθμότερο σλαβικό στοιχείο που προϋπήρχε στο χώρο αυτό. Η συμβίωση και αφομοίωση των δύο λαών δεν πραγματοποιήθηκε χωρίς αντιδράσεις και αντιστάσεις. Η συγχώνευση δημιούργησε ένα νέο λαό: τους Βουλγάρους. Οι Πρωτοβούλγαροι είχαν δώσει την κρατική οργάνωση και το όνομα, οι Σλάβοι τη γλώσσα και τη λαϊκή βάση.
Οι Βούλγαροι από τα μέσα κιόλας του 8ου αιώνα επιχείρησαν να επεκτείνουν το κράτος τους προς νότο, ενεργώντας επιδρομές στις επαρχίες του Βυζαντίου, κυρίως στη Θράκη και τη Μακεδονία. Οι επιχειρήσεις αυτές εντάθηκαν κυρίως στις μέρες του Κρούμου, ηγεμόνα των Βουλγάρων (803-814) και του Συμεών (893-927). Το 904 μάλιστα, όταν η Θεσσαλονίκη αλώθηκε και λεηλατήθηκε από τους Σαρακηνούς (Άραβες), ο Συμεών προσπάθησε να επωφεληθεί και να καταλάβει την πόλη. Αυτή σώθηκε χάρη στους επιδέξιους χειρισμούς του βυζαντινού διπλωμάτη Λέοντα του Χειροσφάκτη.
Πιο επικίνδυνη έγινε η κατάσταση για τους Βυζαντινούς από το 976 όταν αναδείχτηκε ηγεμόνας των Βουλγάρων ο Σαμουήλ, που επαναστάτησε κατά της αυτοκρατορίας (το Βουλγαρικό κράτος είχε το 971 καταλυθεί από τους Βυζαντινούς) και ανακηρύχτηκε «βασιλεύς των Βουλγάρων» (977-1014), έχοντας ως κέντρο και ορμητήριο τις δυσπρόσιτες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και πρωτεύουσά του την Αχρίδα. Ο σύγχρονος του βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος Β' (976-1025), αφού εδραίωσε τη θέση του στο εσωτερικό του κράτους του, άρχισε επίμονο αγώνα για να καταβάλει τον επικίνδυνο αντίπαλο (1001- 1014). Ο πόλεμος υπήρξε πολύ σκληρός και κατά τη διάρκειά του διαπράχτηκαν πολλές βιαιότητες. Τελικά νίκησε ο Βασίλειος Β', που επονομάστηκε Βουλγαροκτόνος. Η Βουλγαρία ξανάγινε βυζαντινή επαρχία (ως το τέλος του 12ου αιώνα).
Οι ιστορικοί των Σκοπίων42 παρερμηνεύοντας τα γεγονότα αυτά υποστηρίζουν ότι το κράτος του Σαμουήλ ήταν «μακεδονικό» και οι «Σλάβοι-Μακεδόνες» ήταν το κυρίαρχο εθνικό στοιχείο στο κράτος του Σαμουήλ. Για την επιστημονική ιστορία, που υπηρετεί την αλήθεια43 χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες, το κράτος του Σαμουήλ ήταν βουλγαρικά, ο ίδιος στέφθηκε «βασιλεύς των Βουλγάρων» και ο επίσης σκληρός αντίπαλος του επονομάστηκε «Βουλγαροκτόνος», όχι Μακεδονοκτόνος, όπως παρατηρούν και οι Βούλγαροι ιστορικοί. Και Σλάβοι ιστορικοί θεωρούν βουλγαρικό το κράτος του Σαμουήλ.
Η Μακεδονία κατά τη μέση και την ύστερη Βυζαντινή εποχή
Παρά τις εθνολογικές περιπέτειες που προαναφέραμε δε διακόπηκε η ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού στη Μακεδονία. Γιατί:
- Οι Σλάβοι απωθήθηκαν ή αφομοιώθηκαν πολιτισμικά
- Οι Βούλγαροι αποκρούστηκαν
Ιδιαίτερα η Θεσσαλονίκη παρέμενε πάντα ένα μεγάλο κέντρο διοικητικό, οικονομικό και πνευματικό. Για ένα διάστημα υπήρξε η έδρα της υπαρχίας Ιλυρρικού, έπειτα του «Θέματος Θεσσαλονίκης»
Πόσο σπουδαίο οικονομικό κέντρο ήταν η Θεσσαλονίκη προκύπτει και από το γεγονός ότι μόνο εκεί υπήρχε αξιωματούχος με τον τίτλο Έπαρχος, κατά το πρότυπο που είχε μόνη η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας («Έπαρχος της Πόλεως» (Κων/λης). Επίσης, υπήρχε εκεί η υπηρεσία του «κομμερκιαρίου αποθήκης» και «κομμερκιαρίων» για τον έλεγχο του εμπορίου (κομμέρκιον είναι απλή μεταγραφή της λατινικής λέξης commercium = εμπόριο).
Η Θεσσαλονίκη διατηρούσε το προνόμιο να κόβει νόμισμα. Νομίσματα κοπής Θεσσαλονίκης βρέθηκαν στην Αθήνα και την Κόρινθο, ακόμη και κατά τους κρίσιμους αιώνες 6ο-9ο, και αποτελούν ένδειξη οικονομικών σχέσεων - ανάμεσα στη βόρεια και νότια Ελλάδα - εκείνους τους καιρούς. Το 14ο αιώνα η πόλη της Θεσσαλονίκης υπήρξε κέντρο κοινωνικών ζυμώσεων που εκφράστηκαν με το γνωστό Κίνημα των Ζηλωτών44.
Και άλλες πόλεις της Μακεδονίας είχαν γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη όπως η Βέροια. Έτσι το 904 ο Ιωάννης Καμενιάτης αναφέρει ότι η Βέροια ήταν πόλη «περιφανεστάτη», που έχει όλα τα γνωρίσματα για τα οποία καμαρώνουν οι κάτοικοι της». Θυμίζουμε ότι η Βέροια βρίσκεται στην περιοχή, όπου παλιότερα μνημονεύονταν οι πιο πυκνές σλαβικές εγκαταστάσεις (σκλαβηνίες).
Μάρτυρες της παρουσίας χριστιανικού (στην περίπτωση αυτή ελληνικού) ποιμνίου είναι οι διάφοροι χριστιανικοί ναοί που χτίστηκαν τότε στη Θεσσαλονίκη στη Βέροια, στην Καστοριά, στην Αχρίδα και αλλού.
Ιδιαίτερη σημασία για τη ζωή της χριστιανικής εκκλησίας και για την καλλιτεχνική ζωή στη Μακεδονία είχε βέβαια και η μοναστική Πολιτεία του Αγίου Όρους, που ιδρύθηκε με χορηγία του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά (το 962-963 μ.Χ.) και ασκούσε τέτοια θρησκευτική ακτινοβολία στους σλαβικούς λαούς, ώστε τους επόμενους αιώνες ιδρύθηκαν εκεί ειδικές μονές για Ρώσους, Βουλγάρους, Σέρβους, Ρουμάνους.
Κατά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου η Θεσσαλονίκη και γενικότερα η Μακεδονία γνώρισαν επιδρομές και κατακτητές αλλά όχι ουσιώδεις πληθυσμιακές μεταβολές.
-Το 1204, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, δημιουργήθηκε ομώνυμο Φραγκικό Βασίλειο. Την περιοχή διεκδίκησαν διαδοχικά Βούλγαροι, Έλληνες από το Δεσποτάτο
της Ηπείρου, Σέρβοι τον καιρό του Στέφανου Δουσάν περί τα μέσα του 14ου αιώνα. Μόνο τον καιρό της κατάρρευσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η Θεσσαλονίκη κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς (1430). Τότε άρχισε μια άλλη περίοδος για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας, με σημαντικές δυσχέρειες αλλά και νέες δυνατότητες οικονομικής δραστηριότητας (στην κεντρική και βόρεια Βαλκανική) και επιβίωσης.
Η Μακεδονία την εποχή της Οθωμανικής Κυριαρχίας (1430-1912)
Κατά την περίοδο αυτή (περίπου μισή χιλιετία) συντελέστηκαν μεγάλες εθνολογικές ανακατατάξεις και δημογραφικές μεταβολές45 στο μακεδονικό έδαφος. Συγκεκριμένα:
- Αμέσως μετά την κατάκτηση εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία πολυάριθμοι Τούρκοι κυρίως στα ευφορότερα εδάφη.
- Παράλληλα, πολλοί Έλληνες - κυρίως η πνευματική ηγεσία και οι πιο ευκατάστατοι - έφυγαν προς την Ιταλία ή μετακινήθηκαν προς φραγκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής.
- Πολύ περισσότεροι ήταν εκείνοι που μετακινήθηκαν μέσα στο μακεδονικό έδαφος από τα πεδινά προς τα ορεινά, όπου η φτωχότερη οικονομία δεν προσέλκυε το ενδιαφέρον του κατακτητή και οι Έλληνες ζούσαν εκεί πιο ελεύθεροι. Έτσι δημιουργήθηκαν νέοι οικισμοί όπως η Σιάτιστα στη Δυτ. Μακεδονία. Αυτή η εσωτερική μετανάστευση είχε δύο αγαθές πλευρές: οι πληθυσμοί έμειναν στην πατρίδα και στις νέες κατοικίες τους, όπου έδειξαν περισσή φιλοπονία και ανέπτυξαν κλίμα ελευθερίας.
- Από το 17ο αιώνα, οπότε αρχίζει η μεγάλη οικονομική και πνευματική ανάπτυξη του Ελληνισμού, άρχισε νέα μετανάστευση των Ελλήνων, για εμπορική κυρίως δραστηριότητα, προς τις βορειότερες περιοχές της Βαλκανικής και επίσης προς την Αυστρία, Ουγγαρία, Νότια Ρωσία, βόρεια Αδριατική (Τεργέστη, Βενετία), κεντρική Ευρώπη, Βόρεια Ιταλία (π.χ. Πάντοβα). Εκεί οι Έλληνες ίδρυσαν παροικίες, όπου διατήρησαν ζωηρή ανάμνηση της Πατρίδας και εργάστηκαν αργότερα για την απελευθέρωσή της46.
- Την ίδια εποχή που Έλληνες της Μακεδονίας κινούνταν προς βορρά, Σλάβοι των Βαλκανίων, κυρίως Βούλγαροι, εργάτες και γεωργοί, κινήθηκαν προς νότο. Έτσι επήλθαν εθνολογικές ανακατατάξεις στο μακεδονικό έδαφος, οι οποίες επρόκειτο να έχουν δυσμενείς επιπλοκές αιώνες αργότερα, όταν οι Βαλκανικοί λαοί θα διεκδικούσαν την ελευθερία τους. Αυτές οι περιορισμένες εγκαταστάσεις ξένων ομάδων έδωσαν αφορμή, ώστε σε εποχές έξαρσης του εθνικισμού να προβληθούν αξιώσεις εδαφικές και αμφισβητήσεις εθνολογικές, που έθιγαν τον Ελληνισμό της Μακεδονίας47
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλέπε στη σελίδα 16 τον πίνακα βασιλέων της Αρχαίας Μακεδονίας, από τους μυθικούς προγόνους τους ως τον Αλέξανδρο Γ το Μέγα (336-323 π.Χ.), (από το έργο: Φίλιππος Βασιλεύς των Μακεδόνων, σ. 18).
2. Βλέπε το χάρτη της Μακεδονίας περί τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., σελ. 13 (Φίλιππος Β ', 22).
3. N.G.L. Hammond, The Miracle that was Macedonia, σελ. 41-44. [To έργο αυτό κυκλοφορεί σε ελληνική μετάφραση-έκδοση, ίσως ως το τέλος του 1993],
Γράφει ο Hammond στη σελ. 43: «Οι αποφάσεις λαμβάνονταν γρήγορα και προωθούνταν για εκτέλεση αμέσως, γιατί ο βασιλιάς είχε όλη την εκτελεστική εξουσία στα χέρια του και όλα τα μέσα για δράση. Εκείνος διόριζε αξιωματούχους, εκείνος διέθετε τα οικονομικά μέσα, έβγαζε διαταγές και παρακολουθούσε την εκτέλεσή τους...
Το Μακεδονικό Κράτος διαμορφώθηκε, έτσι ώστε να αντιμετωπίζει τα προβλήματα του, που προκαλούνταν από το περιβάλλον του. Γιατί οι Ιλλυριοί και Θράκες εισβολείς ήταν ταχυκίνητοι και τα αθηναϊκά πλοία μπορούσαν χωρίς καμιά προειδοποίηση να αποβιβάζουν αγήματα για αρπαγές ανθρώπων και για λεηλασία στα μακεδονικά παράλια (Πύδνα, Ποτίδαια, Μεθώνη)... Γι' αυτούς τους λόγους οι δυνάμεις του βασιλιά («Βασιλικοί Δυνάμεις») έπρεπε να είναι έτοιμες για δράση, σε πρώτη πρόσκληση...»
4. Ο Ησίοδος (Καταλ. F5) αφηγείται τον ακόλουθο μύθο: ο μυθικός γενάρχης των Μακεδόνων (Μακεδών) και ο μυθικός γενάρχης των Μαγνητών (Μάγνης) ήταν αδέλφια, παιδιά του Δία, κατά συνέπεια, οι Μακεδόνες και οι Μάγνητες ήταν συγγενείς. Εξάλλου, ο Απολλόδωρος (1. 51.88) ονομάζει το Μάγνητα γιο του Αιόλου και ο Ελλάνικος (F.G.H. 4 F 74, έκδοση Jacoby), ονομάζει το Μακεδόνα γιο του Αιόλου. Οι δυο πληροφορίες συγκλίνουν πάλι στο ότι οι Μακεδόνες ήταν συγγενείς με τους Μάγνητες, που ήταν Αιολείς, άλλη ελληνική φυλή.
5. Ο Ηρόδοτος (1.56, 11-18) αναφέρει ότι το «ελληνικόν έθνος» (άθροισμα φυλών που μιλούσαν την ίδια γλώσσα) ήταν «πολυπλάνητον κάρτα» (πολύ περιπλανημένο): τον καιρό του Δευκαλίωνα, μυθικού γενάρχη, κατοικούσε στη Φθιώτιδα, τον καιρό του Δώρου του Ελληνα κατοικούσε παρακάτω από την Όσσα και τον Όλυμπο, στην Ιστιαιώτιδα (βλέπε χάρτη). Από κει τον έδιωξαν οι Καδμείοι και το ελληνικό έθνος εγκαταστάθηκε στην Πίνδο, ονομαζόμενο τότε Μακεδνόν. Ύστερα από νέες περιπλανήσεις έφτασε στην Πελοπόννησο και ονομάστηκε Δωρικόν. Ετσι, ο Ηρόδοτος συνδέει τους Μακεδόνες με τους Δωριείς και τη νότια Ελλάδα. Σε άλλο σημείο της συγγραφής του γράφει: «Δωρικόν τε και Μακεδνόν έθνος».
6. Ηρόδοτος, (V, 22.1): «Έλληνες είναι αυτοί, που κατάγονται από τον Περδίκκα, όπως λένε οι ίδιοι και εγώ γνωρίζω καλά και θα το αποδείξω παρακάτω».
7. Ηρόδοτος, V, 22.
8. Ηρόδοτος, IX. 45. 1-2: «αυτός τε γαρ Έλλην γένος ειμί το αρχαίον και αντ' ελευθέρης δεδουλομένην ουκ αν εθέλοψι οράν την Ελλάδα».
9. Βλ. Μαρίας Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Το «Μακεδόνικο Ζήτημα», Ιστορική θεώρηση του
προβλήματος, 3η έκδοση, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 26-38, όπου λεπτομερής παρουσίαση του θέματος. Βλ. επίσης Δημ. Τσιμπουκίδη, Φίλιππος Β ο Μακεδών (στα δυο πρώτα κεφάλαια).
10. Αρριανού. Ανάβασις Αλεξάνδρου. 2.14 (έκδοση «Εξάντας», μετ. Άννας Καλυβιώτη, τόμος Α . σελ. 228):
«Οι υμέτεροι πρόγονοι ελθόντες εις Μακεδονίαν και εις την άλλην Ελλάδα κακώς εποίησαν..." (Είναι φανερό ότι στη συνείδηση του συγγραφέα η Μακεδονία ήταν τμήμα του ελλαδικού χώρου).
11. Πλουτάρχου. Βίος Αλεξάνδρου, παράγρ. 69.4: την δε επιγραφήν αναγνούς εκέλευσεν ελληνικοίς υποχαράξαι γράμμασιν...»
12. Σώζονται από τη μακεδονική διάλεκτο 153 λέξεις που τις έχει συγκεντρώσει, μελετήσει και σχολιάσει ο καθηγητής I. Καλλέρης στο δίτομο έργο του: Les Anciens Macedoniens: Etude linguistique, et historique, 2 τόμοι (1954-1975). Πρόσφατη έκδοση (με επιμέλεια Γ. Μπαμπινιώτη) είναι ο συλλογικός τόμος: Η Γλώσσα της Μακεδονίας: Η αρχαία Μακεδονική και η ψευδώνυμη γλώσσα των Σκοπίων, όπου δημοσιεύονται μελέτες παλαιότερες (του Γ. Χατζιδάκι) και πρόσφατες των: Μ. Σακελλαρίου, Ι. Καλλέρη, Αντώνη Θαβώρη, Γ. Μπαμπινιώτη και άλλων.
13. Αρριανού. Ανάβασις Αλεξάνδρου. Προοίμιο: «Πτολεμαίος ο Λόγου και Αριστόβουλος ο Αριστοβούλου όσα ταυτά άμφω ξυνέγραψαν περί Αλεξάνδρου του Φιλίππου ταύτα εγώ ως πάντη αληθή αναγράφω (όσα έγραφαν κι οι δυο τα ίδια τα αναγράφω ως απόλυτα αληθινά...).
14. Οι πληροφορίες αυτές από: Μανόλη Ανδρόνικο, Οι τάφοι των Αιγών (Βεργίνας), στο βιβλίο: Φίλιππος Βασιλεύς Μακεδόνων («Εκδοτική Αθηνών»), σελ. 204.
15. Ο N.G.L. Hammond στο έργο του που προαναφέραμε (σημ. 3) γράφει για τη γλώσσα των Μακεδόνων:
Η γλώσσα που μιλούσαν οι πρώιμοι εκείνοι Μακεδόνες έχει γίνει ένα θέμα αμφισβήτησης στους νεότερους χρόνους. Τέτοιο ζήτημα δε φαίνεται να υπήρξε στην αρχαιότητα. Οπως έχουμε δει. ο Ησίοδος θεωρούσε το Μάγνητα και το Μακεδόνα πρώτα ξαδέλφια των Ελλήνων και, κατά συνέπεια, τους θεωρούσε ως χρήστες μιας διαλέκτου (ή διαλέκτων) της ελληνικής γλώσσας. Οτι είχε δίκιο στην περίπτωση των Μαγνητών έχει αποδειχτεί από τις ανασκαφές, από την ανεύρεση πρώιμων επιγραφών σε αιολική διάλεκτο στην περιοχή τους. στην ανατολική Θεσσαλία. Επειτα, προς το τέλος του πέμπτου αιώνα, ένας Ελληνας ιστορικός, ο Ελλάνικος, που επισκέφτηκε την αυλή της Μακεδονίας, θεώρησε πατέρα του Μακεδόνα όχι το Δία αλλά τον Αίολο, μία λεπτομέρεια που δε θα μπορούσε να την έχει υιοθετήσει, αν δε γνώριζε ότι οι Μακεδόνες μιλούσαν ελληνική γλώσσα, την αιολική διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας. Μια αξιοπαρατήρητη επιβεβαίωση του ελληνικού λόγου των Μακεδόνων προέρχεται από τους Πέρσες, που κατέλαβαν τη Μακεδονία ως τμήμα των κατακτήσεων τους στην Ευρώπη περί το 510-480 π.Χ.: στον πίνακα των υπηκόων τους «στις χώρες πέρα από τη θάλασσα» μνημονεύουν «τους Ελληνες εκείνους που φορούσαν ένα είδος καπέλου όπως ασπίδα, ένα σκιάδιο σαν την ασπίδα» αυτοί είναι απίθανο να ήταν οποιαδήποτε άλλη φυλή εκτός από εκείνη των Μακεδόνων, που είναι πολύ γνωστό ότι φορούσαν ένα τέτοιο σκιάδιο (sun- hats). Επιπλέον, τα τοπωνύμια του Ολύμπου και της Πιερίας είναι τα πιο πολλά Ελληνικά. Είναι πιθανό ότι τα τοπωνύμια αυτά αποδόθηκαν σε βουνά, ποτάμια και πηγές της πλούσιας γης (Πιερίας) από ελληνόφωνους κατοίκους σε πολύ πρώιμους χρόνους.
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι βέβαιο ότι, όταν οι αρχαίοι συγγραφείς έγραφαν για τους Μακεδόνες ότι μιλούσαν Μακεδονιστί, αναφέρονταν σε μία διάλεκτο της ελληνικής και όχι σε μια μη ελληνική γλώσσα των Μακεδόνων. Εκείνη η διάλεκτος ήταν πολύ διαφορετική από την καθιερωμένη ή γενικευμένη ελληνική (κοινή) που απλώθηκε από τις αρχές του τέταρτου αιώνα π.Χ. και ύστερα σε
όλες τις Ελληνόφωνες περιοχές, όπου βέβαια περιλαμβανόταν και η Μακεδονία - όπως ακριβώς η επίσημη αγγλική έχει απλωθεί τούτον τον αιώνα ακόμη και στη Σκωτία. Αλλά και η διάλεκτος η τοπική εξακολουθούσε να ζει παράλληλα με την προηγμένη ελληνική, ιδιαίτερα στο στρατό του βασιλιά, όπου η τοπική περηφάνια, το τοπικό πνεύμα των γνήσιων Μακεδόνων ήταν τόσο βαθιά ριζωμένο όσο και το τοπικιστικό πνεύμα (η τοπικιστική περηφάνια) των Σκωτσέζων φρουρών, που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις της βασίλισσας. Και ο ίδιος ο βασιλιάς θα μπορούσε να χρησιμοποιεί τη διάλεκτο, όταν απευθυνόταν στους στρατιώτες του, και εκείνοι με τη σειρά τους πιθανόν να έδειχναν την ιδιαίτερη αφοσίωσή τους σ' ένα μη Μακεδόνα αξιωματικό, προσφωνώντας τον στην ίδια διάλεκτο τη δική τους.
16. Λεπτομέρειες στο: Μιχ. Σακελλαρίου, Η εθνικότητα των Μακεδόνων (στο συλλ. τόμο Γλώσσα της Μακεδονίας), σελ. 124.
17. Για τον Αμύντα και το διάδοχο του Αλέξανδρο Α ο N.G.L. Hammond (ό.π., σελ. 51) γράφει: «Αυτοί ήταν βασιλιάδες, που άλλαξαν πολιτική απέναντι στους κατακτημένους πληθυσμούς: αντί να τους απομακρύνουν, φρόντιζαν να τους ενσωματώνουν».
18. Τις σχετικές πληροφορίες προσφέρει ο Ηρόδοτος (IV. 45, 1-2). Βλέπε πιο πάνω τη σημείωση 8.
19. Συνέχισαν όμως να θάβουν τους νεκρούς στην παλιά πρωτεύουσά τους τις Αιγές (κοντά στη Βεργίνα), κυρίως όσες οικογένειες είχαν εκεί οικογενειακούς τάφους.
20. Ξυγγραφή, 2.100. 2. Είναι φανερό ότι ο Θουκυδίδης μετράει όλους τους βασιλιάδες από την εποχή του Περδίκκα του Α ' (7ο αιώνα).
21. Ο Ευριπίδης πέθανε στην Πέλλα. Από το δράμα Αρχέλαος σώζεται μόνο ένα απόσπασμα (Tragicorum Graecorum Fragmenta κεφ. Ευριπίδης, απόσπ. 426, έκδ. Α. Nauck).
22. Για τη ζωή και το έργο του Φιλίππου δυο προσιτά έργα: Φίλιππος βασιλεύς των Μακεδόνων (έργο συλλογικό, επιμέλεια Μ. Σακελλαρίου, "Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα 1980). Και: Δ. Τσιμπουκίδη, Φίλιππος Β ο Μακεδών(εκδόσεις «Παπαδήμας», 1985).
23. Στην επιδίωξη του αυτή ακολούθησε το πανελλήνιο κήρυγμα του Ισοκράτη (όπως είχε εκφραστεί στον Πανηγυρικό του και σε άλλα υστερότερα κείμενά του) και αντιμετώπισε τη λυσσαλέα πολεμική του Δημοσθένη, θερμού πατριώτη, υπερασπιστή του παλιού δημοκρατικού μεγαλείου της Αθήνας.
24. Λεπτομέρειες στο: N.G.L. Hammond, Το τέλος του Φιλίππου (Φίλιππος Βασιλεύς Μακεδόνων, σελ. 166-175). Επίσης στο βιβλίο του N.G.L. Hammond, The Miracle that was Macedonia, σελ. 76-101.
25. Ulrich Wilchen, Αρχαία Ελληνική Ιστορία (μετ. I. Τουλουμάκου) σελ. 308-342
26. Στις Πράξεις των Αποστόλων (16.8-9) σημειώνεται ότι ο Παύλος σε όραμά του είδε «άνδρα Μακεδόνα», που τον παρακάλεσε λέγοντας του: «διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν».
27. Ο Προκόπιος (Ανέκδοτα, 18.20-21), έκδοση Haury III, σελ. 114). αναφέρει, ίσως με κάποια υπερβολή: «Ούννοι τε και Σκλαβηνοί... σχεδόν ανά παν καταθέοντες έτος... εξ ου Ιουστινιανός παρέλαβε την Ρωμαίων αρχήν ανήκεστα έργα ειργάσαντο τους ταύτη ανθρώπους».
28. Η μοναδική πηγή πληροφοριών για το περιστατικό αυτό είναι τα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου, έργο του 7ου αιώνα.
29. Ο ιστορικός Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (VII. 15.14) γράφει: «διομολογείται Ρωμαίοις και Αβάροις ο Ίστρος μεσίτης, κατά δε Σκλαβηνών εξουσία τον ποταμόν διανήξασθαι»(δυνατότητα να
περνούν οι Βυζαντινοί το ποτάμι διανήξασθαι από το νήχομαι = κολυμπώ, ομόριζη η νήσσα = πάπια). Βλ. σχετικά, Μαρίας Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου "Συμβολή στη χρονολόγηση των Αβαροσλαβικών Επιδρομών επί Μαυρικίου (582-602)», Σύμμεικτα του κέντρου Βυζαντινών Ερευνών.
30. Ο Paul Lamerle (Les plus anciens recueils des Miracles de Saint Demetrius. II, Le Commentaire, Παρίσι 1981, σελ. 90) βασιζόμενος σε γλωσσολογικές μελέτες σημειώνει ότι το όνομα αυτό δεν είναι σλαβικό.
31. Την άποψη αυτή υποστήριξε σε διάλεξή του. με θέμα: Η Βυζαντινή Μακεδονία, ο καθηγητής I. Καραγιαννόπουλος (υπό δημοσίευση).
32. Τη θέση αυτή βρίσκουμε στην επίσημη Ιστορία του Μακεδονικού Έθνους (τόμο Α . μέρος β ) Σκόπια 1969.
33. Max Wasmer, Die Slaven in Grieohenland, Βερολίνο 1941 (ειδικά για το μακεδονικό χώρο οι σελ. 176-229).
34. Τα θαύματα του αγίου Δημητρίου, μοναδική πηγή της εποχής, μάς μεταφέρουν την πληροφορία: «... και αυτήν (τη Θεσσαλονίκη) υποδέχεσθαι πάντας τους υποφύγους (πρόσφυγες) των εκ του Δανουβίου μερών... και Δαρδανίας και λοιπών επαρχιών...».
35. Καταγράφονται στο παραπάνω αγιολογικό κείμενο, το οποίο βέβαια αποδίδει τη σωτηρία της πόλης στην επέμβαση του αγίου-προστάτη.
36. Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης (από τους Σαρακηνούς), έκδοση Gertrud Bohlin, σελ. 80 κ.π. Γράφει ότι Έλληνες και Σλάβοι: «πολλώ τινι τω πάλαι χρόνω μελετηθέν κοινότητα ζωής τας χρείας αλλήλοις αμείβουσι, θαυμασίαν τινά και βαθείαν ειρήνην εν εαυτοίς συντηρούμενοι».
37. Λογοθέτης ήταν αξίωμα αντίστοιχο του σημερινού υπουργού. «Λογοθέτης του δρόμου» ή «του οξέος δρόμου» σήμαινε υπουργός Συγκοινωνιών, αν αναζητήσουμε αντίστοιχο τίτλο σημερινό.
38. Η σχετική αφήγηση μάς πληροφορεί ότι ο Σταυράκιος εκστράτευσε «μετά δυνάμεως πολλής κατά των Σκλαβηνών εθνών (ομάδων) και κατελθών εις Θεσσαλονίκην και Ελλάδα υπέταξε πάντας και υποφόρους εποίησε τη βασιλεία».
39. Θεοφάνους, Χρονογραφία (έκδοση de Boor) τ. Ασελ. 486: «Νικηφόρος ... χριστιανούς αποικίσας εκ παντός θέματος επί τας Σκλαβηνίας προσέταξε γενέσθαι... ». Αναμφίβολα πρόκειται για μία συνήθη εποικιστική πρακτική.
40. Ο εκχριστιανισμός αλλοδόξων δεν ήταν μόνο έκφραση εσωτερικής πολιτικής, αλλά και εξωτερικής. Είναι όμως πέρα από τα όρια αυτού του θέματος να επεκταθούμε στο γενικότερο εκχριστια- νισμό των εκτός της αυτοκρατορίας Σλάβων, στην αποστολή των Μεθόδιου και Κύριλλου, στις προστριβές με την παπική εκκλησία, στον εκχριστιανισμό των Ρώσων την εποχή του Βλαδίμηρου Α' κλπ. κλπ. Σχετική βιβλιογραφία υπάρχει άφθονη. Καταγράφουμε κάποια δημοσιεύματα προσιτά:
- Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος β' (μετ. Ιω. Παναγόπουλος-επιμ. Ευ. Χρυσός), σελ. 102-103.
- Dimitri Obolensky, Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία: η ανατολική Ευρώπη, 500-1453, μετ. Γιάννη Τσεβρεμέ, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 475-508.
- Κυρίλλω και Μεθοδίω Τόμος Εόρτιος. τόμοι 2, Θεσσαλονίκη 1966, 1968.
- Δ. Α. Ζακυθηνού, «Κωνσταντίνος ο Φιλόσοφος και η διαμόρφωσις των σλαβικών γλωσσών». «Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών», 45 (1970), σελ. 59-77.
- Μαρίας Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Οι Βαλκανικοί Λαοί κατά τους μέσους χρόνους, Θεσσαλονίκη
1992, κεφ. ΣΤ, σελ. 129-155.
41. Ιστορία του Μακεδονικού Έθνους. τόμος Α' , σελ. 117 (βλ. σημείωση 32).
42. Από τα χρόνια του Θουκυδίδη θεωρήθηκε η αναζήτηση της αλήθειας κύριο μέλημα του ιστορικού, όσο κι αν είναι δύσκολη η ανεύρεσή της, γιατί ακόμη και εκείνοι που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες γεγονότων, όταν ερωτηθούν, τα αφηγούνται διαφορετικά ο καθένας, ανάλογα με το τι θυμάται και ποιους ευνοεί από όσους εμπλέκονται στην αφήγηση. (Ξυγγραφή. Α 20-22). Για την «αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας» είναι κεφάλαιο στο βιβλίο Φ.Κ. Βώρου, Τρόποι Σπουδής και Διδασκαλίας της Ιστορίας, σελ. 25-46.
Γ ια την παραχάραξη της Ελληνικής Ιστορίας από τους Σκοπιανούς, άφθονα στοιχεία στο επόμενο κεφάλαιο τούτου του βιβλίου, γραμμένο από τον Eu. Κωφό, ειδικό ερευνητή του θέματος. Του ίδιου: «Το Μακεδονικό Ζήτημα από τον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο ως την εποχή μας», στο συλλογικό έργο: Μακεδονία, Νεότερη και Σύγχρονη, (2 τόμοι, επιμέλεια: I. Κολιόπουλος, I. Χασιώτης), τόμος β ', σελ. 246-291.
43. Δύο κορυφαίοι βυζαντιολόγοι της προηγούμενης γενιάς, οι: A.A. Vasiliev (History of the Byzantine Empire, Madison 1952) και Georg Ostrogorsky (Geschichte des Byzantinischen Staates, München, 1956), δέχονται αυτήν την εκδοχή: βουλγαρικό το κράτος του Σαμουήλ. Ελληνική μετάφραση του έργου του Ostrogorsky (βλέπε σημ. 40), τόμος β ', σελ. 137 κ.π., 190 κ.π. (για το κράτος του Συμεών και του Σαμουήλ, αντίστοιχα).
44. Το κίνημα των Ζηλωτών. Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Θ ', σελ. 156-160.
45. Με τον πρώτο όρο εννοούμε αλλαγή των ποσοστών στην εθνική σύνθεση του πληθυσμού (π.χ. πλήθυναν - αυτήν την περίοδο οι Τούρκοι στη Μακεδονία, μειώθηκαν οι ελληνικοί πληθυσμοί). Με το δεύτερο όρο εννοούμε αυξομείωση του πληθυσμού κατά περιόδους και περιοχές. Λόγου χάρη, αυξήθηκαν οι πληθυσμοί στα βουνά, για να αποφύγουν την πιεστική παρουσία του κατακτητή. Πολλοί άλλοι Έλληνες έγιναν μετανάστες προς διάφορες Βαλκανικές (π.χ. Παραδουνάβιες ηγεμονίες) και ευρωπαϊκές χώρες όπου ίδρυσαν εκεί παροικίες.
46. Για το φαινόμενο αυτό περισσότερα στοιχεία περιέχονται σε άλλο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου. Γ. Χασιώτη, Ο Ελληνισμός της Διασποράς. Επίσης: Νίκου Ψυρούκη, Το Παροικιακό Φαινόμενο.
47. Σκόπιμο είναι να προσημειώσουμε από τώρα ότι από το 1913, που η Μακεδονία λευτερώθηκε, άρχισε αντίστροφη κίνηση πληθυσμών:
- Εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι έφυγαν και περισσότερες εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες ήρθαν (υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών).
- Δεκάδες χιλιάδες Βούλγαροι έφυγαν και άλλες τόσες χιλιάδες Ελληνες ήρθαν (με συμφωνία εκούσιας ανταλλαγής πληθυσμών).
- Μέσα σε ιστορικές περιστάσεις δυσμενείς χιλιάδες σλαβόφωνοι αποχώρησαν από το ελληνικό έδαφος (δυτική Μακεδονία), ύστερα από την Εθνική Αντίσταση (1941-44) και τον Εμφύλιο ( 1946-49). Λεπτομέρειες στο κεφάλαιο: Το Μακεδονικό Ζήτημα από το 1821 ως σήμερα.
ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΚΩΦΟΥ

Εισαγωγή
Μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου Νεοελληνικού Κράτους (1830) και των δύο άλλων χριστιανικών βαλκανικών ηγεμονιών (Σερβίας, 1829, και Βουλγαρίας, 1878) εκδηλώθηκε έντονος ανταγωνισμός ανάμεσά τους, κυρίως ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία για την απελευθέρωση των μακεδονικών εδαφών από τον οθωμανικό ζυγό. Ταυτόχρονα, όχι μόνο η Μακεδονία αλλά και ολόκληρη η Οθωμανική Αυτοκρατορία έγιναν πεδίο ανταγωνισμού των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης. Όλο το πλέγμα αυτών των ανταγωνισμών, (εθνικών, εδαφικών, οικονομικών, διπλωματικών, στρατιωτικών) κατά το 19ο αι. και τις αρχές του 20ού, έγινε γνωστό ως Μακεδονικό Ζήτημα και εντάσσεται μέσα στα πλαίσια του γενικότερου Ανατολικού Ζητήματος1.
Το Μακεδονικό Ζήτημα έγινε ιδιαίτερα περίπλοκο για ποικίλους λόγους:
- Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που κατείχε τη Μακεδονία ως το 1913, έδειχνε συμπτώματα παρακμής και διάλυσης.
- Οι γειτονικοί Βαλκανικοί λαοί επιδίωκαν την εθνική τους ολοκλήρωση και όλοι με διάφορα επιχειρήματα, βάσιμα ή όχι, διεκδικούσαν μικρότερο ή μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας ως χώρο ιστορικά ή πληθυσμιακά δικό τους.
- Μέσα στο μακεδονικό χώρο είχαν συντελεστεί εθνολογικές μεταβολές στους αιώνες της Οθωμανικής κατάκτησης και ομιλούνταν οι γλώσσες όλων των βαλκανικών λαών, ώστε να επιτείνεται η σύγχυση ως προς την εθνική ταυτότητα των κατοίκων.
- Επιπλέον η περιοχή προσέλκυε το ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων στα πλαίσια των γενικότερων επιδιώξεών τους στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής και Μέσης Ανατολής.
- Και, όταν το Μακεδονικό Ζήτημα φαινόταν να προσεγγίζει στη λύση του μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13), κυοφορήθηκε μια νέα περιπλοκή (μορφοποιήθηκε από το 1944) που το έφερε στην επικαιρότητα: ελληνική, βαλκανική, ευρωπαϊκή, παγκόσμια2.
Εξετάζοντας προσεκτικά το περιεχόμενο του Ζητήματος στις διάφορες φάσεις του μπορούμε να πούμε ότι διακρίνουμε τέσσερα στάδια, ή καλύτερα τέσσερα
μακεδονικά ζητήματα, διαδοχικά ή και παράλληλα στο χρόνο, διαφορετικά στις μεθοδεύσεις και το περιεχόμενο τους: πάντα όμως με κύριο στόχο τον έλεγχο της Μακεδονίας και των κατοίκων της. Προοιμιακά αυτά ορίζονται ως εξής:
α. Στάδιο 1ο: Η προσπάθεια του Ελληνισμού, από το 1830 μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, να ελευθερωθεί η Μακεδονία και να αποτελέσει τμήμα του ελεύθερου ελληνικού κράτους.
β. Στάδιο 2ο: Η ελληνο-σλαβική (κυρίως ελληνο-βουλγαρική) σύγκρουση για τη διαδοχή της οθωμανικής εξουσίας στα μακεδονικά εδάφη εμφανίζεται μέσα στη δεκαετία 1860-70 και φτάνει ως τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912- 1913), όταν η Μακεδονία απελευθερώνεται από την οθωμανική κυριαρχία.
γ. Στάδιο 3ο: Οι προσπάθειες της Βουλγαρίας για την ανατροπή των συνθηκών που είχαν σφραγίσει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13) και ο α' Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918). Πρόκειται για ενέργειες που αποσκοπούν στην κατάκτηση εδαφών που ανήκαν πλέον σε γειτονικά κράτη, και εκτείνονται χρονικά ως το 6' Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945).
δ. Στάδιο 4ο: Η επιδίωξη των Γιουγκοσλάβων να θέσουν υπό τον έλεγχο τους ολόκληρο τον ευρύτερο γεωγραφικά, μακεδονικό χώρο. Γι' αυτό στο νότιο τμήμα της χώρας τους ιδρύουν ένα ομόσπονδο κράτος, τη «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας»(Σ.Δ.Μ.), αναγνωρίζουν τους σλάβους κατοίκους της ως χωριστή "μακεδονική" εθνότητα και με διάφορους τρόπους επιδιώκουν να προσαρτήσουν την Ελληνική Μακεδονία και την περιοχή Πιρίν της Βουλγαρίας.
Με τον τρόπο αυτό επιδίωκαν όχι μόνο να εξασφαλίσουν τον έλεγχο στην δική τους περιοχή και στον πληθυσμό της, αλλά να βάλουν τις βάσεις για τη διεκδίκηση των μακεδονικών εδαφών της Ελλάδας καθώς και της ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς στη Μακεδονία3. Μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας το 1991 η Σ.Δ.Μ. ανακηρύσσεται ως πλήρες ανεξάρτητο κράτος με το όνομα "Δημοκρατία της Μακεδονίας". Η Ελλάδα εύλογα αντιτίθεται στην ονομασία αυτήν που υποδηλώνει διεκδικήσεις σε ολόκληρο το γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας και βέβαια και την Ελληνική Μακεδονία. Επιπλέον, με την οικειοποίηση του μακεδονικού ονόματος επιδιώκεται η μονοπώλησή του, ώστε καθετί το μακεδονικό να θεωρείται ότι δικαιωματικά ανήκει στο σλαβικό αυτό κράτος και στο λαό του. Έτσι όμως αρχίζει μια επικίνδυνη διαδικασία υφαρπαγής της ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς στη Μακεδονία.
Στάδιο 1ο: Η «Πορεία για την Απελευθέρωση» (1821-1912)
Αν αναλογιστούμε ότι στα επαναστατικά σχέδια του Ρήγα και της φιλικής
εταιρείας προβλεπόταν η εξέγερση όλων των βαλκανικών λαών, ότι πραγματικά στην Ελληνική Επανάσταση του '21 πήραν μέρος περιοχές της Μακεδονίας, Χαλκιδικής, Πιέρια-Όλυμπος, Βέροια-Νάουσα, ότι οι γυναίκες τις Νάουσας επανέλαβαν στην Αραπίτσα το χορό του Ζαλόγγου, ότι πολλοί επώνυμοι Μακεδόνες (ο Εμμ. Παππάς, ο Τάσος Καρατάσος, ο Αγγελής Γάτσος, Ζαφειράκης, Κασομούλης κ.ά., πρωτοστάτησαν στον Αγώνα και συνέχισαν (όσοι επέζησαν) τον αγώνα στη νότια Ελλάδα4, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι η συμβολή των Ελλήνων της Μακεδονίας-των Μακεδόνων-στην προετοιμασία και στην πραγματοποίηση του Αγώνα της Ανεξαρτησίας δεν υπολείπεται σε τίποτα συγκρινόμενη προς την προσφορά των άλλων Ελλήνων. Μάλιστα, η Μακεδονία κατά το 1821-22 έπαιξε το ρόλο ελληνικής προφυλακής-προμαχώνα και θυσίας και αναχαίτισε δυνάμεις του κατακτητή, ωσότου να στεριώσει η Επανάσταση στη Ρούμελη και στο Μοριά.
Βέβαια η συμμετοχή των Μακεδόνων στον Αγώνα του '21 είχε τις συνέπειές της: μεγάλης έκτασης σφαγές και αποκεφαλισμό της ηγεσίας του Ελληνισμού στη Μακεδονία, φυγή ενός μέρους του πληθυσμού προς νότο (και έπειτα προώθηση σλαβικών πληθυσμών στο κενό που έμενε) οικονομικό μοίρασμα και μεταφορά της οικονομικής δραστηριότητας σε άλλα χέρια (κυρίως Εβραίων). Αλλά έμεινε ακοίμητη η προσδοκία και η φροντίδα για τη λευτεριά5. Και σχεδόν δε σταμάτησε καθόλου ο επαναστατικός αναβρασμός, που έπαιρνε δυναμική έκφραση σε κάθε περίσταση άλλων πολεμικών εμπλοκών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως στα χρόνια:
- 1840-41 (Τουρκοαιγυπτιακός Πόλεμος)
- 1854 (Κριμαϊκός Πόλεμος 1953-56)
- 1866-68 (Κρητική Επανάσταση)
- 1876-78 (Ανατολική Κρίση, Ρωσοτουρκικός Πόλεμος)
- 1896-7 (παραμονές του Ελληνοτουρκικού Πολέμου)6
Η οργάνωση και πραγματοποίηση των κινημάτων αυτών βασιζόταν κατά μεγάλο ποσοστό-όπως είναι εύλογο-στους Μακεδόνες που είχαν φύγει προς τον ελληνικό νότο και ήταν διαρκώς έτοιμοι. Υπήρχαν όμως μεγάλες δυσχέρειες αντικειμενικές: οικονομικές(αδυναμία του Ελληνικού Κράτους που αντιμετώπιζε ταυτόχρονα πολλούς περισπασμούς) και διπλωματικές (οι παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων που για δικούς τους λόγους, κατά περίσταση, ήθελαν τότε τη διατήρηση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας).
Η κατάσταση επιδεινώθηκε για τους Μακεδόνες (και γενικότερα για την Ελλάδα) από το 1878, όταν εμφανίστηκαν άλλοι ανταπαιτητές, που διεκδικούσαν τα μακεδονικά εδάφη για λογαριασμό τους.
Ιδιαίτερα διεκδικητικοί, υπήρξαν τότε οι Βούλγαροι και σε μικρότερη κλίμακα
οι Σέρβοι, κυρίως στις βορειότερες περιοχές (Χάρτης του 1878). Από την πλευρά της η οθωμανική εξουσία εφάρμοζε τακτική φθοράς των αντιμαχομένων. έτσι ο Ελληνισμός αναγκαζόταν να διεξάγει διμέτωπο αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας: από τη μια μεριά ενάντια στον Οθωμανό κυριάρχη και από την άλλη κατά του Βούλγαρου διεκδικητή. Από τις Μεγάλες Δυνάμεις: η Ρωσία ευνοούσε τους σλαβικούς λαούς της Βαλκανικής, ιδιαίτερα τους Βουλγάρους (λ.χ. με την ευνοϊκή γι' αυτούς συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, 1878). Η Αγγλία, η Γαλλία και η Αυστρία, που είχαν συμφέρον να συντηρούν την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ανάχωμα κατά του ρωσικού επεκτατισμού, έφταναν ως το σημείο να εμποδίζουν ακόμη και δυναμικά τους Έλληνες, για να μην ενισχύουν κινήματα πέρα από τα τότε βόρεια σύνορά τους που έφταναν ως τα όρια της Θεσσαλίας (κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου απέκλεισαν με τους στόλους τους τα ελληνικά παράλια).
Τελικά, η Μακεδονία, μαζί και το σύνολο σχεδόν των οθωμανικών κτήσεων στο ευρωπαϊκό έδαφος, απελευθερώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), όταν αποφάσισαν να συμπράξουν η Ελλάδα, η Σερβία, η Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο. Αλλά, πριν φτάσουν στην αίσια έκβαση του 1913, οι Μακεδόνες (και μαζί τους ο υπόλοιπος Ελληνισμός) γνώρισαν περίοδο έντονου ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού στο έδαφος της Μακεδονίας.
Στάδιο 2ο: Ο ελληνοβουλγαρικός ανταγωνισμός για τη διαδοχή των Οθωμανών στη Μακεδονία (1870-1913)
Για να γίνει κατανοητό το "δεύτερο" Μακεδονικό ζήτημα είναι ανάγκη να αποσαφηνιστούν μερικές έννοιες και μερικά στοιχεία. Την εποχή του ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού, η Μακεδονία θεωρούνταν ως χώρος πολύ ευρύτερος από τα όρια της αρχαίας Μακεδονίας - δηλ. του βασιλείου του Φιλίππου Β', πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Οριζόταν: ανατολικά από το όρος Ροδόπη, και τον ρου του Νέστου, προς τα νότια από το Αιγαίο και τη Θεσσαλία, προς τα δυτικά από την οροσειρά της Πίνδου, τα σημερινά σύνορα της Αλβανίας και τις λίμνες Πρέσπες και Αχρίδα, προς βορρά από τα όρη Σαρ (Σκάρδος)-Τσέρνα Γκόρα (που βρίσκονται λίγο βορειότερα από τα Σκόπια) - Πιρίν (που βρίσκονται στη σημερινή ΝΔ. Βουλγαρία).
Μέσα σ' αυτόν τον ευρύτερο γεωγραφικά μακεδονικό χώρο ο πληθυσμός ήταν μουσουλμανικός κατά το 1/3 και χριστιανικός κατά τα 2/3. Με τους μουσουλμάνους προσμετρούνταν και πολλοί εξισλαμισμένοι, κυρίως Αλβανοί, που όμως από τα τέλη του 19ου αιώνα διαφοροποιούνται εθνικά από τους μουσουλμάνους Τούρκους. Οι χριστιανοί αποτελούσαν το υπόδουλο στοιχείο και εμφανίζονταν ως ενιαία χριστιανική κοινότητα, ως τη στιγμή που άρχισε ο εθνικός
ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ (1878) ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ-ΑΡΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1881)

Εικόνα
ανταγωνισμός των γειτονικών βαλκανικών λαών για τη διαδοχή της παρακμάζουσας οθωμανικής εξουσίας (μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο αλλά ιδιαίτερα από το 1870 και ύστερα).
Με κριτήριο τη γλώσσα, που δεν προσδιόριζε κατ' ανάγκη και την εθνική συνείδηση των πληθυσμών, διακρίνουμε την εποχή εκείνη τρεις ζώνες του χριστιανικού πληθυσμού (από νότο προς βορρά):
- Νότια ζώνη (που καλύπτει πέραν του 50% της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας), με συμπαγή ελληνόφωνο χριστιανικό πληθυσμό και αρκετές δεκάδες χιλιάδες Εβραίους στα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη.
- Μεσαία ζώνη (που καλύπτει το υπόλοιπο της ελληνικής Μακεδονίας και το νότιο τμήμα της πρώην γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας), όπου ζούσαν ανάμεικτοι πληθυσμοί σλαβόφωνοι, ελληνόφωνοι, αρβανιτόφωνοι, βλαχόφωνοι. (Βλαχόφωνοι υπήρχαν και στη νότια ζώνη)7.
- Βόρεια (που περιλαμβάνει τα δύο τρίτα της πρώην γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας και τη σημερινή βουλγαρική επαρχία του Μπλαγκόεβγκραδ (Μακεδονία του Πιρίν), με πληθυσμό κυρίως σλαβόφωνο.
Σε σχέση με αυτήν την εικόνα (γλωσσική και θρησκευτική) οι Έλληνες αρχικά οραματίζονταν τα μελλοντικά σύνορά τους ως το όρος Σαρ, δηλ. βορείως της πόλης των Σκοπίων8. Όταν όμως άρχισε ή μάλλον οξύνθηκε η σύγκρουση με τους Βουλγάρους, περιόρισαν τις διεκδικήσεις τους στη νότια και μεσαία ζώνη9. Μέσα σε αυτά τα όρια οι Έλληνες είχαν δύο ισχυρά επιχειρήματα: ευνοϊκή πληθυσμιακή σύνθεση και περίπου αντιστοιχία του διεκδικούμενου χώρου προς τα όρια του Αρχαίου Μακεδονικού Κράτους.
Από την πλευρά τους: οι Σέρβοι διεκδικούσαν τη βόρεια ζώνη και μέρος της μεσαίας, οι Αλβανοί τις δυτικές επαρχίες, οι Βούλγαροι εποφθαλμιούσαν σχεδόν το σύνολο, αφήνοντας για τους Έλληνες μόνο τη Χαλκιδική και τις επαρχίες Σερβίων, Κοζάνης, Γρεβενών. Η αντιπαράθεση εθνικών επιδιώξεων στο μακεδονικό χώρο κράτησε πάνω από 40 χρόνια (1878-1913) και αναπτύχθηκε κυρίως ανάμεσα σε Έλληνες-Βουλγάρους-Σέρβους. Οι Αλβανοί μουσουλμάνοι αποτελούσαν μέρος της οθωμανικής εξουσίας. Για ένα διάστημα επιχείρησαν να αναμιχθούν στη διεκδίκηση μερίδας και οι Ρουμάνοι προβάλλοντας γλωσσική συγγένεια με τους Έλληνες Βλάχους της Μακεδονίας-Ηπείρου-Θεσσαλίας. Απέτυχαν, γιατί η γλωσσική συγγένεια που επικαλούνταν σημαίνει μόνο παράλληλες ρωμαίο-λατινικές επιδράσεις σε λαούς διαφορετικούς10.
Η δράση των Βουλγάρων στη Μακεδονία και η αντίδραση των Ελλήνων
Το 1870 ο σουλτάνος-εφαρμόζοντας την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε»
- με ειδικό φιρμάνι αναγνώρισε ανεξάρτητη βουλγαρική εκκλησία: τη Βουλγαρική Εξαρχία, που σήμαινε απόσχιση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δύο χρόνια αργότερα σύνοδος ορθόδοξων Εκκλησιών υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο κήρυξε την Εξαρχία σχισματική, παράνομη11.
Λίγο αργότερα ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-78 και η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που τον τερμάτισε (3-3-1878) έδινε μονομερή λύση στο Μακεδονικό, υπέρ των Βουλγάρων, με τη δημιουργία τεράστιου βουλγαρικού κράτους που περιλάμβανε τη Θράκη και τη Μακεδονία ως την Καστοριά. Ευτυχώς για την Ελλάδα αντέδρασαν οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις, που ερμήνευσαν τη λύση αυτή ως προέκταση της Ρωσίας διαμέσου Βουλγαρίας ως το Αιγαίο, οπότε κινδύνευαν και τα δικά τους συμφέροντα. Προκάλεσαν νέα διάσκεψη, το Συνέδριο του Βερολίνου (Ιούλιο του 1878), όπου ακύρωσαν τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου η οποία νομικά ουδέποτε ίσχυσε, και:
- περιόρισαν τη Βουλγαρία, ως Ηγεμονία, στην περιοχή από τον Αίμο ως το Δούναβη (χάρτης Αγίου Στεφάνου-Βερολίνου).
- δημιούργησαν μία νέα αυτόνομη οθωμανική επαρχία στα νότια-νοτιοανατολικά του Αίμου, την Ανατολική Ρωμυλία.
- αποφάσισαν να παραχωρηθεί στην Ελλάδα η περιοχή Θεσσαλίας και Άρτας (η απόφαση αυτή τελικά πραγματοποιήθηκε το 1881)12.
Η ρύθμιση αυτή έφερε τα τότε βόρεια σύνορα του ελληνικού κράτους σε άμεση γειτνίαση με τη Μακεδονία, μία ευνοϊκή ρύθμιση για τις παραπέρα εξελίξεις. Γιατί μέσα στην αλύτρωτη ακόμη Μακεδονία η αντιπαράθεση Ελλήνων- Βουλγάρων (κυρίως στη μεσαία ζώνη) επρόκειτο να πάρει σκληρή μορφή.
Οι Βούλγαροι επιχείρησαν να προσελκύσουν χριστιανικούς πληθυσμούς στην Εξαρχίαυπολογίζοντας ότι η εκκλησιαστική ένταξη θα ήταν προστάδιο για εθνικό προσηλυτισμό. Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν με την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων. Επειδή στις προσπάθειές τους συναντούσαν την αντίσταση του πληθυσμού (όχι μόνο των ελληνοφώνων αλλά και των βλαχοφώνων και των σλαβοφώνων χριστιανών που είχαν ζήσει αιώνες υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου)13, άρχισαν να οργανώνουν ένοπλα τμήματα για να σύρουν βίαια τον πληθυσμό υπέρ των βουλγαρικών απόψεων. Ο Ελληνισμός της Μακεδονίας κινδύνευε. Ιδιαίτερος στόχος ήταν οι δάσκαλοι, οι ιερωμένοι και οι προεστοί. Η ελληνική αντίδραση εκδηλώθηκε με καθυστέρηση, εξαιτίας άλλων περισπασμών, αλλά με τρόπο πρακτικό και δυναμικό: αρχικά με την επέκταση της ελληνικής εκπαίδευσης. Αργότερα ένοπλα τμήματα άρχισαν να διεισδύουν στη Μακεδονία, για να τονώσουν το φρόνημα και την αντίσταση των απειλούμενων Ελλήνων. Ο Μακεδονικός Αγώνας έπαιρνε ένοπλη μορφή (1904-1908), κάτω από τα βλέμματα της οθωμανικής εξουσίας. Ο θάνατος του νέου Έλληνα αξιωματικού, του Παύλου Μελά(τον Οκτώβρη του 1904), που είχε σταλεί στη
Δ. Μακεδονία ως Γενικός Αρχηγός των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων, ώθησε τους Έλληνες σε πιο πεισματική αντιπαράθεση προς τις βουλγαρικές ένοπλες ομάδες (κομιτατζήδες). Παράλληλα το Πατριαρχείο ενίσχυσε την παρουσία του με διορισμό νέων και δραστήριων ιεραρχών σε νευραλγικές περιοχές, π.χ. Καστοριά, Δράμα, κλπ.
Ο ντόπιος ελληνικός πληθυσμός αναθάρρησε και οργάνωσε εντυπωσιακό σύστημα στήριξης των ανταρτών, ενώ πολυάριθμοι νέοι από πόλεις και χωριά έσπευδαν να ενισχύσουν τον Αγώνα με την προσωπική παρουσία τους. Δάσκαλοι και ιερωμένοι πέρασαν από τον αρχικό φόβο στη δυναμική δραστηριότητα, παρ' όλο που αυτοί αποτελούσαν τον κύριο στόχο των βουλγαρικών ένοπλων ομάδων.
Οι οθωμανικές αρχές στην πρώτη φάση προσπαθούσαν να περιορίσουν τη δράση των Βουλγάρων, όταν εκείνοι δρούσαν ανενόχλητοι. Ύστερα στράφηκαν κατά των Ελλήνων, όταν ετούτοι αποδεικνύονταν πιο ισχυροί με τη δυναμική συμπαράσταση του άμαχου πληθυσμού. Αυτό εξηγεί και το γιατί οι περισσότερες απώλειες των ελληνικών σωμάτων προέρχονταν από ενέργειες των Τούρκων14.
Η ένοπλη φάση του αγώνα έγειρε την πλάστιγγα αποφασιστικά υπέρ του Ελληνισμού της Μακεδονίας στις διαφιλονικούμενες περιοχές15. Και οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις πιέζονταν πια να επινοήσουν μια λύση. Άρχισαν να συζητούν τη δυνατότητα να δοθεί αυτονομία από το σουλτάνο στην ευρύτερη Μακεδονική περιοχή (δηλ. και στις τρεις ζώνες) και να δημιουργηθεί μια ενιαία αυτόνομη πολιτική οντότητα. Έτσι, πίστευαν ότι θα ισορροπούσαν και τα δικά τους συμφέροντα. Ο ανταγωνισμός όμως των τριών εθνοτήτων δε σταματούσε. Καθεμιά για λογαριασμό της προσδοκούσε κατάλληλη στιγμή για να επιτύχει λύση αρεστή. Το προηγούμενο της Ανατολικής Ρωμυλίας, που όντας αυτόνομη περιοχή προσαρτήθηκε πραξικοπηματικά από τη Βουλγαρία (1885) ήταν ενδεικτικό προθέσεων και μεθόδων.
Όλες τις παραπάνω εξελίξεις και διαβουλεύσεις ανέκοψε το κίνημα των Νεοτούρκων(Ιούλιος 1908). Τούρκοι αξιωματικοί, δυσαρεστημένοι από τη φθίνουσα πορεία της χώρας τους, επαναστάτησαν, ανέτρεψαν το σουλτανικό καθεστώς και υποσχέθηκαν ισονομίακαι ισοπολιτεία για όλους τους υπηκόους του οθωμανικού κράτους ανεξάρτητα από γλώσσα, θρησκεία, εθνική ταυτότητα. Το κήρυγμά τους ήταν αφοπλιστικό: Έλληνες αντάρτες, Βούλγαροι κομιτατζήδες, Σέρβοι τσέτκινς (=αντάρτες) κατέβηκαν στις πόλεις και κατέθεσαν τα όπλα μέσα σε σκηνές συγκινητικής και απρόσμενης συναδέλφωσης.
Σύντομα τα κηρύγματα των Νεοτούρκων αποδείχθηκαν φρούδες ελπίδες για τους υπόδουλους χριστιανούς. Γρήγορα φάνηκε ότι πραγματικός στόχος τους ήταν ο βίαιος εκτουρκισμός των διάφορων εθνοτήτων μέσα στα όρια του οθωμανικού κράτους. Οι βαλκανικές χώρες άρχισαν να κινούνται προς κοινή
ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ 1912-1913
Εικόνα
στρατιωτική σύμπραξη, για να απομακρύνουν την οθωμανική παρουσία στο βαλκανικό (και κυριότατα στο Μακεδονικό) έδαφος. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι που ακολούθησαν (1912-1913) υπήρξαν νικηφόροι ως προς τον πρώτο στόχο, απομάκρυνση των Οθωμανών, όχι όμως και ως προς το δεύτερο: ειρηνική και οριστική διευθέτηση των διαφορών. Πάντως, η συνθήκη του Βουκουρεστίου (καλοκαίρι του 1913) επιδίκαζε στην Ελλάδα τη νότια ζώνη του διαφιλονικούμενου χώρου και τη μισή περίπου από τη μεσαίαζώνη. Τα υπόλοιπα εδάφη του ευρύτερου μακεδονικού χώρου περιέρχονταν στη Σερβία και τη Βουλγαρία. Συγκεκριμένα, η διαφιλονικούμενη περιοχή-μετά από ορισμένες μικρές τροποποιήσεις που έγιναν το 1919, με τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου-κατανεμήθηκε ως εξής:
Εικόνα
Η ρύθμιση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν ιστορικά η πιο δίκαιη:
- Η οθωμανική κυριαρχία στο μακεδονικό χώρο καταλύθηκε.
- Οι κατεξοχήν σλαβικές περιοχές της βόρειας και εν μέρει της μεσαίας ζώνης περιήλθαν στις δύο σλαβικές χώρες-Σερβία και Βουλγαρία- αν και η μεταξύ τους κατανομή φαίνεται ότι ήταν αντίστροφη προς τις εθνικές προτιμήσεις των πληθυσμών.
- Η νότια περιοχή και μέρος της μεσαίας που περιήλθαν στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν, περίπου, προς τα όρια της λεγόμενης ιστορικής Μακεδονίας των κλασικών χρόνων. Στα σερβικά εδάφη περιλαμβάνονταν και κάποιοι θύλακες μερικών δεκάδων χιλιομέτρων που ανήκαν στην ιστορική Μακεδονία. Ωστόσο, ελληνικοί πληθυσμοί είχαν παραμείνει στην άλλη πλευρά των συνόρων του 1913, καθώς και μουσουλμανικοί και σλαβικοίπληθυσμοί μέσα στα ελληνικά εδάφη.
Ο α' παγκόσμιος πόλεμος που επακολούθησε (1914-18), η μικρασιατική περιπέτειατων Ελλήνων (1919-1922) και οι συνθήκες που υπογράφτηκαν (1919 Neilly, 1923 Λωζάννη) και οι οποίες προέβλεπαν και την ανταλλαγή πληθυσμών επέφεραν τεράστιες εθνολογικές αλλαγές. Από την Ελλάδα αναχώρησαν πολλοί μη ελληνικοί πληθυσμοί και τη θέση τους πήραν Έλληνες από την Τουρκία, τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Το αποτέλεσμα ήταν να ενισχυθεί σημαντικά ο Ελληνισμός της Μακεδονίας και να επιτευχθεί εντυπωσιακή εθνική ομοιογένεια.
(Λεπτομέρειες στα επόμενα κεφάλαια:)
Στάδιο 3ο: Η Βουλγαρική πολιτική για την αναθεώρηση των συνθηκών και προσάρτηση της Μακεδονίας
Οι Βούλγαροι δεν έμειναν ικανοποιημένοι από τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (θυμίζουμε ότι με τη συνθήκη εκείνη είχαν λάβει τότε τις περιοχές της σημερινής ελληνικής Δυτικής Θράκης, από Νέστο ως Έβρο). Και έβαλαν στόχο την ανατροπή της. Πρώτη ευκαιρία τους δόθηκε με τον α' παγκόσμιο πόλεμο (1914-1918). Τάχθηκαν με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες (Γερμανία, Αυστρία) και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μπήκαν ως στρατός κατοχής στην ελληνική Μακεδονία (Καβάλα, Δράμα) και επιδόθηκαν σε μαζική εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού. Αλλά με το τέλος του πολέμου βρέθηκαν με τους ηττημένους, ενώ η Ελλάδα είχε συμπράξει με την Entete* (Αντάντ: Αγγλία-Γαλλία-Ιταλία) που βγήκε νικήτρια. Μέσα στις νέες περιστάσεις οι Βούλγαροι με τη Συνθήκη του Neilly (1919):
- Αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τα μακεδονικά εδάφη που είχαν καταλάβει και, επιπλέον, υπόγραψαν συμφωνία αμοιβαίας εθελούσιας εξόδου Βουλγάρων από την Ελλάδα και Ελλήνων από τη Βουλγαρία. Συνολικά στη δεκαετία 1913-1923 υπολογίζεται ότι έφυγαν από την Ελλάδα 92.000 Βούλγαροι και ήλθαν από ' κει 46.000 Έλληνες17. Πρώτη εθνολογική ενίσχυση του Ελληνισμού, κυρίως στην ανατολική Μακεδονία και Δυτική Θράκη. Βέβαια για τους πληθυσμούς που μετακινήθηκαν ήταν μια οδυνηρή δοκιμασία.
- Οι Βούλγαροι υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν στους Σύμμαχους, και αυτοί στη συνέχεια στην Ελλάδα, την περιοχή από Νέστο ως Έβρο (Δυτική Θράκη). Οι νέες απώλειες εδαφών προκάλεσαν ακόμα μεγαλύτερη δυσφορία στις τάξεις των Βουλγάρων και άρχισαν να μελετούν τρόπους να καταλάβουν τα ελληνικά εδάφη επαναλαμβάνοντας παραπλήσια επιλογή στρατοπέδου κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο (1941-44, ως προς την περιοχή μας), όταν συμμάχησαν με τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία.
Μετά τις ανταλλαγές πληθυσμών, στη Δυτική Μακεδονία κυρίως είχαν απομείνει μερικές δεκάδες χιλιάδες σλαβόφωνου πληθυσμού.
Απ' αυτούς ένα σημαντικό μέρος διατηρούσε ελληνική συνείδηση όπως αυτή είχε εκδηλωθεί ενεργά κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Υπήρχε όμως και ένα ποσοστό που είχε βουλγαρική συνείδηση ή απλώς φιλοσλαβική. Επρόκειτο δηλαδή για μια μικρή πληθυσμιακή νησίδα σε σύνολο περίπου 1.500.000 Ελλήνων κατοίκων18 που ήταν τότε ο πληθυσμός της ελληνικής Μακεδονίας.
Μια τέτοια εικόνα πληθυσμιακής σύνθεσης του ελληνικού χώρου δεν άφηνε


* Entete Cordiale = Εγκάρδια Συνεννόηση.
περιθώρια διεκδικήσεων από την πλευρά των Βουλγάρων ή οποιουδήποτε άλλου. Όμως φαίνεται ότι το όραμα της Μεγάλης Βουλγαρίας της ανεκπλήρωτης συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878), παρέμενε ισχυρό σε σημαντικό τμήμα του πολιτικού κόσμου της τότε Βουλγαρίας. Επιπλέον, οι πρόσφυγες που είχαν φτάσει στη Βουλγαρία από Ελλάδα και Σερβία έκλειναν προς μία πολιτική αλυτρωτική, που την υιοθετούσαν όλα τα κόμματα, και το κομμουνιστικό κόμμα (ΚΚΒ), με μια τροποποιημένη μορφή. Οι κομμουνιστές υποστήριζαν το σχέδιο μιας Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (Β.Κ.Ο.), όπου ο ευρύτερος γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας (όλα δηλ. τα εδάφη που είχαν περιέλθει το 1913 στην Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία) θα αποτελούσε ένα ενιαίο κράτος19, στην ουσία όμως ένα δεύτερο βουλγαρικό κομμουνιστικό κράτος. Την πολιτική αυτήν την επέβαλε η Σοβιετική Ένωση και την ακολούθησαν όλα τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα. Πάντως, τον καιρό του Μεσοπολέμου (1919-39) τέτοιες επιδιώξεις δεν μπορούσαν να ευοδωθούν. Γι' αυτό και η πολιτική αυτή εγκαταλείφθηκε το 1935.
Όμως στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, η επίσημη Βουλγαρία (βασιλιάς Βόρις, πρωθυπουργός Φίλωφ), συμμάχησε με το Χίτλερ, όταν εκείνος εκστράτευσε στη Βαλκανική (άνοιξη του 1941), με αντάλλαγμα: την κατοχή της ελληνικής Θράκης και ανατολικής Μακεδονίας και μεγάλου τμήματος της νότιας Γιουγκοσλαβίας. Έτσι, οι Βούλγαροι ξαναμπήκαν στα ελληνικά εδάφη που εποφθαλμιούσαν κι επανέβαλαν την παλιά τακτική, πιο σκληρή, αφού περιλάμβανε και μέτρα εθνοκάθαρσης. Κύριος στόχος: απομάκρυνση του ελληνικού πληθυσμού, εγκατάσταση εποίκων από τη Βουλγαρία. Το αντιστασιακό κίνημα των Ελλήνων αντιμετωπίστηκε με αγριότητα: η Δράμα, το Δοξάτο και πολλά χωριά πυρπολήθηκαν, ο πληθυσμός εξοντώθηκε20. Επιδίωξαν μάλιστα οι Βούλγαροι να επεκτείνουν την κατοχή τους προς τη γερμανοκρατούμενη κεντρική και δυτική Μακεδονία, όπου ξεφύτρωσε και μια τρομοκρατική οργάνωση, η Οχράνα21. Αλλά μάταια. Με τη λήξη του πολέμου βρέθηκαν πάλι με τους ηττημένους. Άλλαξαν κυβέρνηση, προσχώρησαν τις τελευταίες μέρες στους νικητές, έθεσαν το στρατό τους υπό το σοβιετικό στρατάρχη Τολμπούχιν και επιχείρησαν να μείνουν στα ελληνικά εδάφη ως στρατός «απελευθέρωσης». Αλλά μετά από διαβήματα της Ελληνικής Κυβέρνησης προς τους Συμμάχους και ύστερα από πίεση της Βρετανίας και των Η.Π.Α. και σύμφωνη γνώμη της Σοβ. Ένωσης, υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν τελεσίδικα τον Οκτώβρη του 194422.
Η τριαντάχρονη προσπάθεια των βουλγαρικών κυβερνήσεων να ανατρέψουν ό,τι και οι ίδιοι οι Βούλγαροι είχαν υπογράψει το 1913 στο Βουκουρέστι απέτυχε αφήνοντας πίσω πολύ πικρές αναμνήσεις και πολλές ζημιές στον ελληνικό λαό. Χρειάστηκαν δεκαετίες, για να παραμεριστούν οι δικαιολογημένες πικρίες των Ελλήνων, να αποκατασταθούν οι σχέσεις και να αρχίσει μια νέα περίοδος συνεργασίας και φιλίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Υπάρχει ελπίδα ότι τα αγαθά της ειρήνης και καλής γειτονίας που τα γεύτηκαν οι δυο λαοί, θα πρέπει
Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ 1941-1944

Εικόνα
να έχουν πείσει όλους τους υπεύθυνους ηγέτες ότι τα λάθη του παρελθόντος δεν πρέπει ποτέ πια να επαναληφθούν.
Στάδιο 4ο: Η Γιουγκοσλαβική πολιτική για «μακεδονικό έθνος» και «ενιαία Μακεδονία»
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής (1941-1944), το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας, υπό την ηγεσία του Ιωσήφ Μπροζ-Τίτο, οργάνωσε ένα αντιστασιακό κίνημα από τα πιο δραστήρια στην κατεχόμενη Ευρώπη. Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα μελλοντικής συνοχής της Γιουγκοσλαβίας ο Τίτο κατέληξε σε ένα σχέδιο με ομοσπονδιακή βάση. Αλλά ένα τμήμα της χώρας είχε παραχωρηθεί από το Χίτλερ στους Βουλγάρους. Σ' αυτό περιλαμβανόταν το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής "πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας" (ΠΓΔΜ). Εκεί μέρος του σλαβόφωνου πληθυσμού (ο λόγος για την περιοχή Σκοπίων, παλαιότερα Βάρνταρ Μπανόβινα=Διοίκηση Βαρδαρίου) ήταν γνωστό για τα φιλοβουλγαρικά αισθήματά του. Για να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτήν ο Τίτο μεθόδευσε δυο έξυπνες ενέργειες:
- Οργάνωσε δολιοφθορές εναντίον των Βουλγάρων κατακτητών. Εκείνοι αντιδρούσαν βίαια με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να αρχίζει να αναρωτιέται: τι είδους «αδελφοί» και «απελευθερωτές» ήταν οι Βούλγαροι που έδειχναν τόση αγριότητα χωρίς διάκριση αθώων-ενόχων.
- Άρχισε η Γιουγκοσλαβία να διακηρύσσει ότι θα αναδιαμορφωνόταν ως ομοσπονδιακό κράτος με έξι ομόσπονδα τμήματα-Δημοκρατίες-ανάμεσά τους και η "Μακεδονία" (περιοχή των Σκοπίων, νότιας Γιουγκοσλαβίας). Οι άλλες Δημοκρατίες ήταν η Σερβία, Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Μαυροβούνιο. Επιπλέον, ανακοίνωσε απόφαση του Κ.Κ.Γ. να θεωρεί τους σλαβόφωνους της περιοχής αυτής «Μακεντόντσι», απόφαση-χειρονομία που τους έδινε χωριστή εθνική και κρατική υπόσταση23. Ετσι το γεωγραφικό ή διοικητικό όνομα Μακεδονία χρησιμοποιήθηκε ως εθνικό. Οι περιστάσεις ευνοούσαν το εγχείρημα24: οι κάτοικοι της περιοχής, που είχαν υποφέρει και από τους Σέρβους-στη διάρκεια του Μεσοπολέμου-και από τους Βουλγάρους-στη διάρκεια του β'Παγκόσμιου Πολέμου-ένιωθαν ξαφνικά ότι αποκτούσαν ισοτιμία, οντότητα, λύτρωση.
Για την επίτευξη του σκοπού του ο Τίτο ζήτησε στη διάρκεια του πολέμου και την επίνευση του Στάλιν (ο οποίος κατά το Μεσοπόλεμο είχε ευνοήσει το K.K.B, και τις επιδιώξεις του στη Μακεδονία). Ο Στάλιν δε δυσκολεύτηκε να εγκρίνει τα σχέδια του Τίτο, εφόσον εκείνη την ώρα το γιουγκοσλαβικό παρτιζανικό κίνημα πρόσφερε σημαντική υπηρεσία εναντίον των Γερμανών25.
Από την ώρα εκείνη ο Τίτο χρειαζόταν να φέρει κάτω από την επιρροή του τα κομμουνιστικά κόμματα των γειτονικών χωρών. Και πρότεινε τη δημιουργία
Κοινού Στρατηγείου Ανταρτών Βαλκανικής (1943). Ήταν εύκολη η προσέγγιση προς το Κ.Κ. Αλβανίας26. Αντίστοιχη προσέγγιση προς το K.K.B, δεν είχε σημασία από στρατιωτική άποψη, γιατί εκεί δεν υπήρχε υπολογίσιμο αντιστασιακό κίνημα. Ήταν όμως αναγκαία για πολιτικούς λόγους. Πιο δύσκολη ήταν η περίπτωση του ελληνικού αντιστασιακού κινήματος, ειδικά μάλιστα στην περιοχή της Μακεδονίας.*
Για την προώθηση του σχεδίου στην Ελλάδα, ο Βουκμάνοβιτς-Τέμπο, από τους άμεσους συνεργάτες του Τίτο, έφτασε στην κατεχόμενη Ελλάδα το καλοκαίρι του 1943. Στις συναντήσεις του με την ηγεσία του Κ.Κ.Ε. πρότεινε τη σύσταση Κοινού Βαλκανικού Στρατηγείου. Αρμοδιότητα του στρατηγείου αυτού θα ήταν ο συντονισμός της πολιτικής των αντιστασιακών κινημάτων στις τέσσερις χώρες, καθώς και η εφαρμογή κοινών επιχειρησιακών σχεδίων στις παραμεθώριες επαρχίες των τεσσάρων χωρών. Αυτό που κυρίως ενδιέφερε τους Γιουγκοσλάβους ήταν ο συντονισμός Αλβανών και Γιουγκοσλάβων στις περιοχές του Κοσσόβου-όπου οι εκεί Αλβανοί δεν ήθελαν να ακούσουν επανένταξή τους σε οποιασδήποτε μορφής μεταπολεμικό γιουγκοσλαβικό κράτος- καθώς και συντονισμός Γιουγκοσλάβων, Βουλγάρων και Ελλήνων ανταρτών στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. Ήταν προφανής η προσπάθεια του Τέμπο να εξασφαλίσει προγεφυρώματα μέσα στο χώρο της ελληνικής Μακεδονίας, ώστε αργότερα να υπάρχει βάση διεκδίκησης και ενσωμάτωσης του χώρου αυτού στη Γιουγκοσλαβία27.
Οι Έλληνες κομμουνιστές ηγέτες απέρριψαν την ιδέα του Κοινού Βαλκανικού Στρατηγείου, γιατί την ίδια ακριβώς εποχή βρίσκονταν σε συνεννοήσεις με τους Βρετανούς, για την ένταξη όλων των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων υπό το συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, όπως και έγινε (Ιούλιο 1943). (Όταν στα τέλη του 1943 η ηγεσία του ΚΚΕ διεμήνυσε στον Τίτο ότι επιθυμεί τη σύσταση του Κοινού Βαλκανικού Στρατηγείου, ο Τίτο είχε επιπλέον εγκαταλείψει την ιδέα λόγω άλλων προτεραιοτήτων)28.
Παρόλα αυτά το Κ.Κ.Ε. έκανε ορισμένες παραχωρήσεις στους γιουγκοσλάβους παρτιζάνους σε σχέση με το Μακεδονικό. Επέτρεψε την ίδρυση μιας πολιτικής οργάνωσης των Σλαβομακεδόνων, δηλαδή των σλαβοφώνων εκείνων που είχαν υιοθετήσει τη γιουγκοσλαβική γραμμή στο Μακεδονικό. Η οργάνωσή τους, το «Σλαβομακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» (ΣΝΟΦ, από τα αρχικά των αντίστοιχων σλαβικών λέξεων) ιδρύθηκε στα τέλη του 1943 και άρχισε αμέσως μετά τον προσηλυτισμό των σλαβοφώνων του ελληνικού χώρου στην τιτοϊκή «μακεδονική» εθνική ιδεολογία. Επιπλέον, η ηγεσία του ΚΚΕ επέτρεψε την είσοδο στο ελληνικό έδαφος γιουγκοσλαβομακεδονικών παρτιζανικών μονάδων καθώς και προπαγανδιστικών για να διαφωτίσουν τους σλαβόφωνους


* [Οι επόμενες έξι παράγραφοι είναι αυτούσιο κείμενο του Ευ. Κώφου)
χωρικούς και να τους αποσπάσουν από τη βουλγαρική επιρροή. Στην πράξη, όμως, οι προπαγανδιστές αυτοί στράφηκαν κατά κύριο λόγο εναντίον του ελληνικού στοιχείου-ελληνόφωνου και σλαβόφωνου-για να εξουδετερώσουν έγκαιρα κάθε δυνατότητα ελληνικής αντίδρασης, όταν θα έμπαιναν σε εφαρμογή τα σχέδια του Τίτο για ενοποίηση της Μακεδονίας29. Κατά ένα περίεργο παιχνίδι της ιστορίας οι επιθέσεις των Σλάβομακεδόνων εναντίον των φορέων του Ελληνισμού, στη γερμανοκρατούμενη Δυτική Μακεδονία, το 1944, είχαν μία εκπληκτική ομοιότητα με αντίστοιχες ενέργειες των Βουλγάρων, στον ίδιο, αλλά τουρκοκρατούμενο χώρο, στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα. Τότε οι κομιτατζήδες εκτελούσαν ιερείς, δασκάλους, προεστούς, για να τρομοκρατήσουν και συμπαρασύρουν τις μάζες των χωρικών.
Για την πολιτική, όμως, αυτή η ηγεσία του ΚΚΕ αντιμετώπιζε ισχυρές αντιδράσεις μέσα στους κόλπους του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, δηλαδή τις αντιστασιακές οργανώσεις που έλεγχε το ΚΚΕ με τους μηχανισμούς του. Στις οργανώσεις αυτές υπήρχαν άτομα με βαθειά γνώση του Μακεδονικού προβλήματος, τα οποία συνειδητοποιούσαν ότι οι παραχωρήσεις που γίνονταν στους Γιουγκοσλάβους θα είχαν πολύ αρνητικές επιπτώσεις για την Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, όμως, το ΚΚΕ απέδιδε μεγάλη σημασία στη διατήρηση άριστων σχέσεων με ο ΚΚΓ εν όψει μελλοντικών εξελίξεων στην Ελλάδα και στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο. Ετσι, στην κρίσιμη τελευταία χρονιά της ξενικής κατοχής (1944), η στάση του κόμματος αυτού στο Μακεδονικό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ταλαντευόμενη. Αυτό φαίνεται από ορισμένα συγκεκριμένα γεγονότα. Το Μάιο π.χ., μπροστά στις προκλητικές ενέργειες των οπαδών του ΣΝΟΦ, προχώρησε στη διάλυση της οργάνωσης αυτής, τα στελέχη της οποίας κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία. Τον Αύγουστο, όμως, όχι μόνο δέχτηκε την επιστροφή των στελεχών αυτών, αλλά επέτρεψε και το σχηματισμό σλαβομακεδονικών ταγμάτων σε μεγάλες μονάδες του ΕΛΑΣ30. Αλλά όταν, τις τελευταίες μέρες της Κατοχής (αρχές Οκτωβρίου), τα τμήματα αυτά φάνηκαν ότι ήταν έτοιμα να στασιάσουν, ζητώντας την αυτονόμηση περιοχών της Δ. Μακεδονίας, μονάδες του ΕΛΑΣ κινήθηκαν εναντίον τους και τους απώθησαν έξω από τα ελληνικά σύνορα. Μαζί τους έφυγαν από τη χώρα και πολλοί ομοϊδεάτες τους31.
Θα πρέπει εδώ να προστεθεί ότι ο κίνδυνος να κατέβουν προς τη Θεσσαλονίκη εκείνες τις κρίσιμες μέρες του Οκτωβρίου-Νοεμβρίου μεραρχίες των γιουγκοσλάβων παρτιζανών ήταν πολύ πιθανός. Αποτράπηκε όμως την τελευταία στιγμή, καθώς η διεθνής κατάσταση δεν επέτρεψε στον Τίτο να ριψοκινδυνεύσει τέτοια ενέργεια32.
Ας παρακολουθήσουμε όμως τι συνέβαινε τότε στη διεθνή πολιτική σκηνή και επηρέαζε ευεργετικά τις τύχες της Ελληνικής Μακεδονίας. Οι ισχυροί εταίροι του αντιχιτλερικού συνασπισμού προωθούσαν συμφωνία για τον τρόπο κατανομής του μεταπολεμικού κόσμου σε ζώνες επιρροής. Ο Στάλιν διεκδικούσε
επιρροή στην Ανατολική Ευρώπη και στη Βαλκανική, αλλά ως προς την Ελλάδα συνάντησε έντονες αντιρρήσεις από τον Τσώρτσιλ. Η σχετική συμφωνία τους συζητήθηκε αρχές Οκτωβρίου 1944 στη Μόσχα: η Ελλάδα έμενε στην περιοχή ευθύνης της Αγγλίας. Αυτό δε μαθεύτηκε παρά αργότερα33. Το γνώριζαν όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις. Αυτό εξηγεί:
- Γιατί ο σοβιετικός στρατός που έφτασε ως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα στα μέσα Οκτωβρίου 1944 δεν πέρασε τα ελληνικά σύνορα.
- Γιατί συμφώνησε και ο Στάλιν να αποσυρθούν τα βουλγαρικά στρατεύματα από τα ελληνικά εδάφη, δυσαρεστώντας έτσι και τους καινούριους συμμάχους του, τους Βουλγάρους.
- Γιατί δεν επιτράπηκε στον Τίτο να «βοηθήσει» στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, όπως το ζητούσαν τότε πολλοί παρτιζάνοι της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, με την ελπίδα να βάλουν πόδι στην ελληνική Μακεδονία.
Η αμοιβαία αναγνώριση σφαιρών επιρροής ανάμεσα στους Μεγάλους προστάτευσε τότε τη βόρεια Ελλάδα από επιβουλή των βορείων γειτόνων. Αλλά ο Τίτο συνέχιζε τη Μακεδονική πολιτική του προς άλλη κατεύθυνση. Πρόσφερε διπλωματική υποστήριξη στη Βουλγαρία (που ήταν με τους νικημένους του πολέμου αλλά είχε ενταχθεί μετά τον πόλεμο στο σοβιετικό στρατόπεδο), για να διεκδικήσει, χωρίς βέβαια επιτυχία, στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού (1946) την ελληνική Δυτική Θράκη.
Σε αντάλλαγμα οι Βούλγαροι δέχτηκαν ότι οι Σλάβοι του ευρύτερου μακεδονικού χώρου (νότιας Γιουγκοσλαβίας και νοτιοδυτικής Βουλγαρίας-περιοχής του Πιρίν) αποτελούν χωριστή "μακεδονική" εθνότητα. Στις συναντήσεις τους το 1947 οι ηγέτες των δύο χωρών, Τίτο και Δημητρώφ, συζήτησαν και το ενδεχόμενο ένταξης και της ελληνικής Μακεδονίας στο κυοφορούμενο από τη δική τους πολιτική ενιαίο και ομόσπονδο Μακεδονικό Κράτος34, εφόσον θα το επέτρεπαν οι εξελίξεις στον ελληνικό Εμφύλιο (1946-49).
Αυτή η διπλωματική επιτυχία ενθάρρυνε τον Τίτο να προχωρεί σε άλλες ενέργειες. Οι Σλαβομακεδόνες (δηλ. οι σλαβικής συνείδησης σλαβόφωνοι) που είχαν καταφύγει από την Ελλάδα στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία το 1944, ίδρυσαν εκεί επαναστατική οργάνωση με τίτλο: Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ν.Ο.Φ. στη γλώσσα τους), με στόχους ανθελληνικούς" οργάνωσαν προπαγάνδα για να παρασύρουν το σλαβόφωνο πληθυσμό υπέρ της Ενιαίας Μακεδονίας στα πλαίσια της γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.*
Οι ενέργειες του ΝΟΦ καταγγέλθηκαν, εκείνη την εποχή, ακόμα και από το ΚΚΕ, ως πράξεις «προβοκατόρικες», που έδιναν τη δυνατότητα στην κυβερνητική


* [Οι επόμενες έξι παράγραφοι είναι αυτούσιο κείμενο του Ευ. Κώφου]
παράταξη να λάβει κατασταλτικά μέτρα στις παραμεθόριες περιοχές. Ένα χρόνο, όμως αργότερα, καθώς η υπό τον Νίκο Ζαχαριάδη ηγεσία του ΚΚΕ πήρε την απόφαση να αρχίσει την ένοπλη εξέργεση που οδήγησε στον Εμφύλιο Πόλεμο, η στάση του κόμματος άλλαξε. Μετά από συμφωνία με το ΚΚΓ και την ηγεσία του ΝΟΦ, τα στελέχη της σλαβομακεδονικής αυτής οργάνωσης και πολλοί φυγάδες Σλαβομακεδόνες του 1944, επέστρεψαν στο ελληνικό έδαφος και εντάχθηκαν στις αντάρτικες κομμουνιστικές μονάδες που είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στην ορεινή βόρεια Ελλάδα35. Αυτοί βέβαια, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αποχώρησαν από το ελληνικό έδαφος οριστικά το 1949.
Τρία χρόνια κράτησε εκείνος ο αδελφοκτόνος πόλεμος των Ελλήνων. Στην περίοδο εκείνη η Γιουγκοσλαβία του Τίτο υπήρξε ο κύριος αγωγός της βοήθειας προς τον αγώνα του ΚΚΕ. Ισως την εποχή εκείνη δεν μπορούσαν να γίνουν γνωστές όλες οι διαστάσεις αυτής της βοήθειας. Μετά, όμως, τη δημοσίευση των γιουγκοσλαβικών πηγών αλλά και μέρους των αρχείων του ΚΚΕ36, βγαίνει ακόμα σαφέστερα η άμεση σχέση που υπήρχε μεταξύ του Βελιγραδίου-Σκοπίων και της ηγεσίας του ΚΚΕ, τουλάχιστον ως τα τέλη του 1948. Το ερώτημα που πλανάται ακόμα είναι ως ποιο βαθμό ο ηγέτης του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδης, είχε δεσμευτεί απέναντι στον Τίτο για την τύχη των περιοχών της ελληνικής Μακεδονίας μετά την τυχόν αίσια γι' αυτόν έκβαση του αγώνα. Εκείνο πάντως που δεν αμφισβητείται είναι οι προθέσεις του Τίτο, ο οποίος ήλπιζε-όπως φάνηκε και από τις συμφωνίες του Μπλεντ με τους Βουλγάρους-να ολοκληρώσει και προς την κατεύθυνση της ελληνικής Μακεδονίας τα σχέδιά του για την ενοποίηση της Μακεδονίας υπό γιουγκοσλαβικό έλεγχο.
Ωστόσο, τα μεγαλεπίβολα σχέδια του γιουγκοσλάβου στρατάρχη δεν είχαν ευτυχή κατάληξη γι' αυτόν. Το 1948 ο Στάλιν, συνειδητοποιώντας ότι ο γιουγκοσλάβος ηγέτης είχε αρχίσει να παίρνει πρωτοβουλίες που θα τον καθιστούσαν ίσως μια μη ελεγχόμενη περιφερειακή δύναμη σ' ένα μονολιθικό, μέχρι τότε, διεθνές κομμουνιστικό σύστημα, τον εξεδίωξε από την Κόμινφορμ. Η Κομινφόρμ ήταν την εποχή εκείνη η ένωση όλων των κομμουνιστικών κομμάτων, που τελούσε υπό την καθοδήγηση του ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης. Η ενέργεια αυτή του σοβιετικού ηγέτη έδωσε τη δυνατότητα στη Βουλγαρία του Δημητρώφ να απαγκιστρωθεί από τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει στο Μακεδονικό έναντι του Τίτο. Η Σοφία κατήγγειλε τις συμφωνίες του Μπλεντ ως εθνικά απαράδεκτες και πέρασε στην αντεπίθεση διακηρύσσοντας ότι οι Σλάβοι κάτοικοι του Πιρίν και της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας δεν ήταν πλέον «Μακεδόνες» αλλά Βούλγαροι37.
Από την πλευρά του και το ΚΚΕ ευθυγραμμίστηκε με τη Σοβιετική Ενωση, παρόλο που τα συμφέροντά του το καλούσαν να κρατήσει ανοικτές τις γραμμές επικοινωνίας και εφοδιασμού με τη γειτονική Γιουγκοσλαβία. Στη συνέχεια όμως ο Ζαχαριάδης πήρε μια τολμηρή πρωτοβουλία στο Μακεδονικό, που έμελλε να προκαλέσει αλυσσιδωτές αντιδράσεις. Με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΟΡΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ: ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΟΡΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ (1913)(βλ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Το "Μακεδονικό Ζήτημα", σελ. 25)
Μετά το 1913 σημειώθηκαν οι ακόλουθες μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών από και προς το γεωγραφικό χώρο της ελληνικής Μακεδονίας.
α. Με τη συνθήκη του Neilly (1919) συμφωνήθηκε εθελούσια μετακίνηση Ελλήνων από Βουλγαρία προς Ελλάδα και Βουλγάρων από Ελλάδα προς Βουλγαρία και, πράγματι, έφυγαν περίπου 92.000 Βούλγαροι και ήλθαν περίπου 46.000 Έλληνες (κυρίως στη Β. Ελλάδα).
β. Με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία (συνθήκη Λοζάνης, 1923) περίπου 350.000 μουσουλμάνοι αποχώρησαν από την ελληνική Μακεδονία και πάνω από 600.000 Έλληνες πρόσφυγες από Τουρκία εγκαταστάθηκαν στην ελληνική Μακεδονία. (Βλέπε σημ. 16 και 18).
γ. Από τους σλαβόφωνους του ελληνικού μακεδονικού χώρου (βλέπε σημειώσεις 16, 18) όσοι εκδηλώθηκαν ως σλαβόφιλοι-Βούλγαροι ή Σλαβομακεδόνες, από το 1941 ως το 1949, αποχώρησαν τελικά από το ελληνικό έδαφος, αρχικά το 1944 και αργότερα το 1949, μέσα σε περιστάσεις που οι ίδιοι είχαν επιλέξει. Βλέπε παρακάτω σε τούτο το κεφάλαιο: Το 4ο Στάδιο.
δ. Η Εβραϊκή μειονότητα εξοντώθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής (1941-1944) από τις ναζιστικές δυνάμεις.
Σήμερα η ελληνική Μακεδονία παρουσιάζει εντυπωσιακή εθνική ομοιογένεια.

Μετά το 1913 σημειώθηκαν οι ακόλουθες μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών από και προς το γεωγραφικό χώρο της ελληνικής Μακεδονίας.
α. Με τη συνθήκη του Neilly (1919) συμφωνήθηκε εθελούσια μετακίνηση Ελλήνων από Βουλγαρία προς Ελλάδα και Βουλγάρων από Ελλάδα προς Βουλγαρία και, πράγματι, έφυγαν περίπου 92.000 Βούλγαροι και ήλθαν περίπου 46.000 Έλληνες (κυρίως στη Β. Ελλάδα).
β. Με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία (συνθήκη Λοζάνης, 1923) περίπου 350.000 μουσουλμάνοι αποχώρησαν από την ελληνική Μακεδονία και πάνω από 600.000 Έλληνες πρόσφυγες από Τουρκία εγκαταστάθηκαν στην ελληνική Μακεδονία. (Βλέπε σημ. 16 και 18).
γ. Από τους σλαβόφωνους του ελληνικού μακεδονικού χώρου (βλέπε σημειώσεις 16, 18) όσοι εκδηλώθηκαν ως σλαβόφιλοι-Βούλγαροι ή Σλαβομακεδόνες, από το 1941 ως το 1949, αποχώρησαν τελικά από το ελληνικό έδαφος, αρχικά το 1944 και αργότερα το 1949, μέσα σε περιστάσεις που οι ίδιοι είχαν επιλέξει. Βλέπε παρακάτω σε τούτο το κεφάλαιο: Το 4ο Στάδιο.
δ. Η Εβραϊκή μειονότητα εξοντώθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής (1941-1944) από τις ναζιστικές δυνάμεις.
Σήμερα η ελληνική Μακεδονία παρουσιάζει εντυπωσιακή εθνική ομοιογένεια.
(5η Ολομέλεια, 31.1.49). Το Κόμμα υιοθετούσε στην ουσία, την προπολεμική γραμμή της Κομιντέρν στο Μακεδονικό, υπέρ της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου και ενιαίου μακεδονικού κράτους στα πλαίσια μιας μελλοντικής βαλκανικής κομμουνιστικής Ομοσπονδίας38.
Η ερμηνεία που δόθηκε τότε ήταν ότι η απόφαση εκείνη ήταν υπαγορευμένη από τη Σοβιετική Ένωση για να ασκήσει πρόσθετη πίεση στον Τίτο, ανατρέποντας τη μακεδονική του πολιτική. Ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, όμως, εξήγησε -και φαίνεται ότι σε σημαντικό βαθμό αυτό είναι ακριβές-ότι η απόφαση που πήρε είχε σκοπό να δελεάσει τους Σλαβομακεδόνες για να στηρίξουν τον αγώνα του ΚΚΕ αντί να καταφύγουν στη Γιουγκοσλαβία39.
Όποιες εξηγήσεις κι αν δόθηκαν αργότερα, η νέα πολιτική που υιοθέτησε το ΚΚΕ υπήρξε ολέθρια για το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα. Το μήνυμα που έβγαινε προς τον ελληνικό λαό ήταν ότι τυχόν επικράτηση της κομμουνιστικής επανάστασης θα σήμαινε και απώλεια της ελληνικής Μακεδονίας. Η κοινή γνώμη στράφηκε εντονότερα κατά της συνέχισης του ένοπλου αγώνα, ενώ από την πλευρά του ο Τίτο έκλεινε τα σύνορα στους Έλληνες αντάρτες. Κάτω από ευνοϊκότερες πλέον πολιτικές συνθήκες τον Αύγουστο του 1949 ο Εθνικός Στρατός ήταν σε θέση να καταφέρει τα τελευταία πλήγματα στο Δημοκρατικό Στρατό, πάνω στα βουνά Γράμμο και Βίτσι. Οι αντάρτες και μαζί οι Σλαβομακεδόνες, ένοπλοι ή άμαχοι, εγκατέλειπαν τη χώρα. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε φτάσει στο τέρμα του. Με το τέλος του έκλεινε και μία σημαντική φάση του μεταπολεμικού Μακεδονικού ζητήματος. Οι προσπάθειες του Τίτο να αποσπάσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα μακεδονικό εδάφη των δύο γειτονικών χωρών-Ελλάδας και Βουλγαρίας - είχαν αποτύχει.
Ύστερα από τη ρήξη του με το Στάλιν (1948) ο Τίτο υποχρεώθηκε να τροποποιήσει την εξωτερική πολιτική του. Δέχθηκε και προσέγγιση με την Ελλάδα και την Τουρκία. Η πολιτική αυτή κατέληξε στο τριμερές Βαλκανικό αμυντικό Σύμφωνο (1954)40. Η Γιουγκοσλαβία φαινόταν να εγκαταλείπει την προβολή εδαφικών διεκδικήσεων, αλλά έκανε λόγο για σλαβομακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα και Βουλγαρία41. Ενώ από την ελληνική πλευρά-και αντικειμενικά-το θέμα έχει λήξει, γιατί:
- Η συντριπτική πλειοψηφία των σλαβοφώνων που είχαν ασπαστεί την ιδεολογία του «μακεδονισμού» (χωριστό έθνος, χωριστό κράτος) μετά τον Εμφύλιο (1949) κατέφυγαν οριστικά στη Γιουγκοσλαβία, όπου πήραν και νέα υπηκοότητα42.
- Όσοι σλαβόφωνοι είχαν απομείνει στο ελληνικό έδαφος (περίπου 40.000 κατά την απογραφή του 195143 ήταν κατά τεκμήριο τα άτομα, που, όπως είδαμε, με ποικίλους τρόπους είχαν ενεργά εκφράσει την ελληνική συνείδησή τους όχι μόνο στο Μακεδονικό Αγώνα, αλλά και στις πολεμικές συγκρούσεις της δεκαετίας 1940-1949, και δε διέφεραν σε τίποτα από τους υπόλοιπους Έλληνες.
Κατά συνέπεια, η επαναφορά τέτοιου θέματος από τους Γιουγκοσλάβους δεν είχε πια αντικειμενικό αντίκρυσμα και η ελληνική διπλωματία το αντιμετώπιζε με χαμηλούς τόνους44. Όταν, όμως, για εσωτερικούς κυρίως λόγους στη Γιουγκοσλαβία, η προπαγάνδα στο θέμα αυτό έπαιρνε διαστάσεις, οι ελληνικές κυβερνήσεις κι η ελληνική κοινή γνώμη αντιδρούσαν έντονα, και οι σχέσεις των δύο χωρών ψυχραίνονταν. Η διεθνής κατάσταση, όμως, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη, γι' αυτό κι οι ηγέτες των δύο χωρών κατέβαλλαν προσπάθειες οι αντιπαραθέσεις στο θέμα αυτό να μην ξεφεύγουν από τον έλεγχο.
Στο μεταξύ όμως το Μακεδονικό είχε γίνει εσωτερικό πρόβλημα για τη Γιουγκοσλαβία. Για να μην ολισθαίνει ο πληθυσμός της «Σοσιαλ.
Δημοκρατίας της Μακεδονίας» προς φιλοβουλγαρικές εκδηλώσεις, όπως στο παρελθόν, οι ιθύνοντες της Γιουγκοσλαβίας επιδόθηκαν συστηματικά σε μια πολιτική ιδεολογικής πειθούς (προς τον πληθυσμό της περιοχής) ότι:
- Αποτελούν αυθύπαρκτο έθνος
- με ιδιαίτερη αυτοτελή γλώσσα
- με ανεξάρτητη Εκκλησία
- και ιδιαίτερο εθνικό όνομα45.
- Και μια Μεγάλη Ιδέα, που στόχευε στη μελλοντική ενοποίηση των τριών κομμάτων του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας.
Με την ίδρυση το 1944 της ομόσπονδης «Σοσ. Δημοκρατίας της Μακεδονίας» (ΣΑΜ) δόθηκε πρώτα επίφαση ιδιαίτερης κρατικής υπόστασης («μακεδονική», βουλή, «μακεδονική» κυβέρνηση, «μακεδονική» Ακαδημία και άλλα «μακεδονικό» ιδρύματα).
Έπειτα μεθοδεύτηκε η κατασκευή μιας φιλολογικής «μακεδονικής» γλώσσας, με γραμματική, συντακτικό και εμπλουτισμένο λεξιλόγιο (έχοντας ωστόσο αφετηρία τις σλαβοβουλγαρικές διαλέκτους της περιοχής των Σκοπίων) με πρόσμιξη σέρβο-κροατικών στοιχείων46.
Για να ολοκληρωθεί η διαδικασία «μετάλλαξης» των συνειδήσεων αναγνωρίστηκε με κρατικό διάταγμα και μια Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη «Μακεδονική» Εκκλησία.
Η επιλογή του «μακεδονικού» ονόματος ως εθνικού προσδιορισμού:
- Χώριζε οριστικά τους νέους «Μακεδόνες» από Βουλγαρία και Σερβία.
- Ήταν αφομιώσιμο, γιατί ήταν όνομα γνωστό ως γεωγραφικό στους κατοίκους.
- Είχε ένδοξο ιστορικό παρελθόν, έστω κι αν ανήκε σε άλλο έθνος: τους Έλληνες48.
- Μπορούσε να αγκαλιάσει όλους τους κατοίκους του ευρύτερου μακεδονικού
χώρου, άρα περιέκλειε τη δυνατότητα επεκτατισμού, σε χώρους και πληθυσμούς εκτός των ορίων της Σ.Δ.Μ.
Την «ανακάλυψη» της ιστορίας του νεογέννητου έθνους ανέλαβαν οι ιστορικοί49, οι οποίοι επανερμήνευσαν την ιστορία της Μακεδονίας με τρόπο που να εξυπηρετεί τους ευρύτερους πολιτικούς σκοπούς του τότε καθεστώτος. Κινήθηκαν προς τις ακόλουθες κατευθύνσεις παραδοχές:
- Οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Μακεδονίας γύρω στον 7ο αιώνα μ.Χ., δηλ. πριν 13 αιώνες.
- Εκεί βρήκαν τους παλαιότερους κατοίκους, τους Μακεδόνες.
- Αυτοί όμως - κατά τους ιστορικούς των Σκοπίων - δεν ήταν Έλληνες, ήταν ένας άλλος αυθύπαρκτος λαός, ίσως συγγενείς με τους αρχαίους Ιλλυρίους ή τους αρχαίους Θράκες.
- Ό,τι ελληνικό υπάρχει στην ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας ήταν-λένε- στοιχείο εισαγόμενο από τις ελληνικές πόλεις του νότου και τις αποικίες τους στη Χαλκιδική και τα άλλα παράλια της Μακεδονίας.
- Οι Σλάβοι που έφτασαν τον 7ο αιώνα αναμίχτηκαν με τους παλαιούς κάτοικους κι έτσι γεννήθηκε ένα νέο σλαβικό μακεδονικό έθνος, που δικαιούται να διεκδικεί τη μακεδονική κληρονομιά! (Δείτε το σχετικό κεφάλαιο: εγκατάσταση - αφομοίωση των Σλάβων σε βυζαντινούς χρόνους στο α' μέρος του βιβλίου, που έχει γράψει η Μαρία Νυσταζοπούλου).
- Με τον τρόπο αυτό οι μαθητές διδάσκονται στα σχολεία τους ότι και αυτοί τώρα μπορούν να περηφανεύονται ότι έχουν προγόνους τον Μέγα Αλέξανδρο, το Φίλιππο, κτλ ...50.
Ιδιαίτερη φροντίδα κατέβαλαν οι ιστορικοί των Σκοπίων να διαγράψουν και κάθε ανάμνηση βουλγαρική από τη μεσαιωνική ιστορία της περιοχής τους, χαρακτηρίζοντας τον τσάρο Σαμουήλ «μακεδόνα» τσάρο. Για να δικαιολογήσουν πως δεν εμφανίστηκε ο «μακεδονικός» εθνισμός-εθνικισμός το 19ο αιώνα, παράλληλα με τον ελληνικό και το βουλγαρικό βρήκαν μια απλή εξήγηση: δεν υπήρχε-λένε-τότε «μακεδονική» αστική τάξη, ο φορέας του νεότερου και σύγχρονου εθνισμού. Προηγήθηκαν οι αστικές τάξεις των άλλων βαλκανικών λαών, οι οποίοι το 1912-13 απομάκρυναν την οθωμανική εξουσία και οδήγησαν το «μακεδονικό λαό» σε νέα «υποδούλωση» (στην Ελλάδα, στη Σερβία, στη Βουλγαρία). Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι κατά την περίοδο της διαμάχης Ελλήνων και Βουλγάρων για τη Μακεδονία (από την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας-1872 και ύστερα) οι Σλάβοι του ευρύτερου γεωγραφικού μακεδονικού χώρου αντιμετώπιζαν το δίλημμα: ή να παραμείνουν πιστοί στο Πατριαρχείο και να θεωρούνται Ελληνες ή να προσχωρήσουν στη Βουλγαρική Εξαρχία και να θεωρηθούν Βούλγαροι. Αλλά, οι ιστορικοί των Σκοπίων υποστηρίζουν ότι
προς το τέλος του 19ου αιώνα εμφανίστηκε και «μακεδονική» αστική τάξη. Τότε πια ο «μακεδονικός» λαός μέσα σε επαναστατικές διαδικασίες, υπό την καθοδήγηση της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (Ε.Μ.Ε.Ο.), απόκτησε συνείδηση χωριστής εθνικής ταυτότητας και μεταμορφώθηκε σε έθνος.
Επρόκειτο, δηλ. για πλήρη διαστρέβλωση της ιστορικής δεοντολογίας.
Άλλη επιδίωξη των ιστορικών των Σκοπίων ήταν (και είναι) να χαρακτηρίζουν «μακεδονικό»-με το νόημα που αυτοί δίνουν στον όρο- κάθε ανθρώπινη πράξη, κάθε πολιτιστικό δημιούργημα μέσα στο μακεδονικό χώρο κατά τη διάρκεια των 13 αιώνων, από την εγκατάσταση των Σλάβων στην περιοχή ως στις μέρες μας. Έτσι δημιούργησαν δική τους εθνική «μακεδονική» κληρονομιά και μ' αυτή γαλούχησαν τις νέες γενιές στο σχολείο, από το 1945 και ύστερα. Και δεν περιορίστηκαν σε ό,τι είχε εκεί συντελεστεί κατά την αρχαιότητα ή τους μεσαιωνικούς -βυζαντινούς χρόνους. Οικειοποιήθηκαν και γεγονότα της νεότερης ιστορίας, ακόμη και του 1940. Λόγου χάρη, οι «Μακεδόνες»-λένε-χάρισαν στην Ευρώπη την πρώτη νίκη κατά των Ιταλών στο αλβανικό μέτωπο! Τι είχε συμβεί; Οι μονάδες του ελληνικού στρατού τότε αποτελούνταν από στρατιώτες, λίγο-πολύ της ίδιας περιοχής, γι' αυτό και ήταν γνωστές και με τα ονόματά των γεωγραφικών διαμερισμάτων της χώρας, π.χ. μεραρχία Κρήτης, Πελοποννήσου, Μακεδονίας, Νήσων, κτλ. Αφού λοιπόν η μεραρχία Μακεδονίας πρώτη απόκρουσε τους Ιταλούς στο αλβανικό μέτωπο, το Νοέμβριο 1940, άρα οι «Μακεντόντσι» πρέπει να θεωρούνται ότι αυτοί κατατρόπωσαν τους φασίστες του Μουσολίνι! Επιπλέον προβάλλουν τη θεωρία ότι ο εμφύλιος πόλεμος των Ελλήνων (1946-49) ήταν απελευθερωτικός αγώνας των «Μακεδόνων» εναντίον των Ελλήνων!
Η επόμενη επιδίωξη της ιστοριογραφίας των Σκοπίων ήταν να προβάλουν μια δική τους Μεγάλη Ιδέα, να μιλήσουν δηλ. για αλύτρωτους αδελφούς, που προσδοκούν απελευθέρωση.
Σ' αυτό τους εξυπηρετούσε η ιδεολογία της Ενιαίας Μακεδονίας- μόνο ελεύθερο έδαφος θεωρήθηκε η ΣΔΜ και «αλύτρωτα» δηλ. υπόδουλα τμήματα, η ελληνική Μακεδονία και η «Μακεδονία του Πιρίν». (βουλγαρικό έδαφος)51.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν εκδηλώθηκαν κατά καιρούς τριβές ανάμεσα στα Σκόπια (Βελιγράδι) και τη Σόφια, που παρακολουθούσε με εύλογη καχυποψία την πλαστογράφηση και της βουλγαρικής ιστορίας. Όλη αυτή η δραστηριότητα των Σκοπίων στόχευε αρχικά, όπως είδαμε, στη «μετάλλαξη» των κατοίκων της ΣΔΜ σε «Μακεδόνες». Στη συνέχεια, όμως, καθώς άρχισαν να γίνονται σαφέστεροι οι στόχοι και να αμφισβητείται η ελληνική ιστορία και ο πολιτισμός καθώς και η ελληνική ταυτότητα των ελληνικών εδαφών και πληθυσμών, άρχισε να αφυπνίζεται ο Ελληνισμός και να αντιδρά.
Διάδοση της σλαβομακεδονικής ιδεολογίας σε χώρες μετανάστευσης
Την επιχείρηση της «μετάλλαξης» οι ιθύνοντες της ΣΔΜ την επέκτειναν από το 1960 και ύστερα στις χώρες όπου ζούσαν μετανάστες από τη Μακεδονία (στον Καναδά, τις Η.Π.Α, την Αυστραλία). Στις χώρες αυτές, που είναι πολύ-πολιτισμικές, δεν υπήρχε κάποια αντίσταση από την πλευρά της τοπικής εξουσίας. Και οι εθνοκήρυκες αυτοί δε στρέφονταν μόνο σε μετανάστες από τη ΣΔΜ αλλά και σε μετανάστες από την ελληνική Μακεδονία, ιδιαίτερα σε σλαβοφώνους που είχαν εμπλακεί στη δίνη του Εμφυλίου (1946-1949) και είχαν μεταφέρει μαζί με τις πικρές τους αναμνήσεις και τραυματικές εμπειρίες. Εκεί μάλιστα οι προπαγανδιστές είχαν μεγαλύτερη άνεση να πλαστογραφούν την ιστορία σύμφωνα με τις απόψεις τους, γιατί αντιμετώπιζαν μετανάστες με χαμηλή παιδεία και έντονη την επιθυμία να νιώσουν τη στοργή κάποιας Πατρίδας. Δε δυσκολεύονταν να οικειοποιούνται όλη τη μακεδονική ιστορία ως ιστορία του «μακεδονικού έθνους»52. Η τακτική αυτή προκαλεί τις αντιδράσεις των Μακεδόνων μεταναστατών μας. Έτσι δημιουργήθηκαν από την πλευρά των Ελλήνων μακεδονικά σωματεία και παμμακεδονικές ομοσπονδίες (στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Αυστραλία), που ενισχύονταν επιστημονικά από το εθνικό κέντρο με την αποστολή δασκάλων, καλλιτεχνών, ιστορικών, γενικά εκφραστών της ελληνικής εθνικής ιδέας. Το Μακεδονικό Ζήτημα είχε μεταναστεύσει κι αυτό στο εξωτερικό, όταν πια από πλευρά πληθυσμιακή είχε εκλείψει στην ελληνική Μακεδονία.
Παράλληλα οι ιθύνοντες της ΣΔΜ επιδίωξαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 να επιτύχουν διεθνή αποδοχή της «μακεδονικής εθνότητας», και αποκλειστική χρήση του μακεδονικού ονόματος: με διμερείς πολιτιστικές συμφωνίες, με διεθνή συνεδρία, που είχαν θέμα την ιστορία της περιοχής, με υποτροφίες προς ξένους. Βέβαια οι σοβαροί μελετητές γνωρίζουν να ανατρέχουν στις ιστορικές πηγές, για να εκτιμήσουν την αλήθεια. Ωστόσο, ορισμένοι πολιτικοί εκτιμούν μερικές φορές με υποκειμενικές σκοπιμότητες53.
Η ελληνική αντίδραση άρχισε να γίνεται αισθητή κυρίως από τα τέλη της δεκαετίας του 1970,- που βοηθήθηκε και με την ανακάλυψη σπουδαίων μακεδονικών αρχαιοτήτων - και την προώθηση της επιστημονικής έρευνας και εκδόσεων για την ιστορία της Μακεδονίας54. Όμως η ευαισθητοποίηση των Ελλήνων γενικεύτηκε και εντάθηκε κυρίως από το 1991, με την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, όταν πρόκυψε ζήτημα δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» (κορύφωση μαζικής αντίδρασης- υπήρξαν μεγάλα συλλαλητήρια στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, άνοιξη και φθινόπωρο του 1992, αντίστοιχα, καθώς και ογκώδεις διαδηλώσεις ομογενών στην Ευρώπη, Β. Αμερική και Αυστραλία).
Ανακήρυξη ανεξάρτητου κράτους στα Σκόπια και η πολιτική της Ελλάδας
Από την πλευρά Σκοπίων η ανοιχτή αντιπαράθεση με την Ελλάδα είχε αρχίσει λίγο νωρίτερα (1988) με αστήρικτες καταγγελίες εναντίον της χώρας μας σε διεθνείς οργανισμούς, για δήθεν καταπίεση μιας ανύπαρκτης «μακεδονικής» μειονότητας. Πρωτοστατούσαν μάλιστα στην κίνηση αυτή παιδιά πολιτικών φυγάδων (της δεκαετίας 1940-50). Οι σχέσεις Ελλάδας - Γιουγκοσλαβίας εντάθηκαν τότε καθώς η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Βελιγραδίου φαινόταν ότι αδυνατούσε πια να ελέγχει τον αναπτυσσόμενο «μακεδονικό» νεοεθνικισμό και υποχωρούσε στην πίεση των Σκοπίων55, που ως το 1991 ήταν τμήμα της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1991 με δημοψήφισμα η μέχρι τότε ομόσπονδη Σ.Δ.Μ. ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Και πριν από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας σε εσωτερικές πολυκομματικές εκλογές (Δεκέμβριος 1990) το εθνικιστικό κόμμα VMRO (Εσωτ. Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση, Ε.Μ.Ε.Ο.) διακήρυσσε ότι αποβλέπει στην ενοποίηση των τμημάτων της Μακεδονίας («των τριών Μακεδονιών») και χρησιμοποιούσε ως έμβλημα του τον ήλιο της Βεργίνας, δηλ. έμβλημα Μακεδόνων βασιλέων που βρέθηκε στη χρυσή λάρνακα με τα οστά του φιλίππου, και σε άλλα σημεία στις ανασκαφές της Βεργίνας. Ηταν η εποχή που οι εθνικιστές των Σκοπίων δε δίσταζαν να προβάλλουν επεκτατικές βλέψεις ως το Αιγαίο56.
Οι εξελίξεις αυτές ήταν φυσικό να αναστατώσουν την ελληνική κοινή γνώμη, όχι τόσο λόγω των εθνικιστικών εκδηλώσεων στη γειτονική επικράτεια, αλλά κυρίως γιατί ένα κράτος μικρό, και αποκλεισμένο και πολυεθνικό μπορεί εύκολα να χρησιμοποιηθεί για την πρόκληση αναστατώσεων εξυπηρετικών για άλλους. Οι Έλληνες δεν ξεχνούν ότι τρεις φορές μέσα σε τούτο τον αιώνα εκδηλώθηκε επιβουλή κατά των βορείων επαρχιών στα πλαίσια γενικότερων πολεμικών αναστατώσεων.
Η ελληνική διπλωματία κινητοποιήθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις. Ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και έγινε δεκτό με απόφαση της 16.12.1991 ότι: για να αναγνωριστούν τα Σκόπια ως ανεξάρτητο κράτος όφειλαν να πληρούν τρεις προϋποθέσεις:
α. Ότι δεν έχουν εδαφικές διεκδικήσεις
β. Ότι δε θα ασκούν εχθρική προπαγάνδα σε βάρος της χώρας μας
γ. Ότι δε θα χρησιμοποιήσουν ονομασία που να υποδηλώνει αλυτρωτικές βλέψεις.
Την απόφαση εκείνη των Υπουργών Εξωτερικών επιβεβαίωσε και η Σύνοδος Κορυφής των Πρωθυπουργών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Λισσαβόνα στις 27 Ιουνίου 1992, κάνοντας σαφέστερη τη θέση ότι το νέο κράτος δεν μπορεί να λέγεται Μακεδονία57.
Όμως οι δραματικές εξελίξεις στην τέως Γιουγκοσλαβία, το ανθρώπινο δράμα στη Βοσνία και ο κίνδυνος επέκτασης της σύρραξης σ' όλες τις περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας (άρα και στην περιοχή των Σκοπίων), αλλά και σ' άλλες βαλκανικές χώρες, ανάγκασαν τις ευρωπαϊκές χώρες, τις ΗΠΑ και Ρωσία ν' αποδεχθούν το νέο κράτος ως μέλος του ΟΗΕ. Αναγνωρίζοντας όμως ταυτόχρονα τη βασιμότητα των ελληνικών επιχειρημάτων για το όνομα του κράτους, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε (7 Απριλίου 1993) την απόφαση που έλεγε: «Θα γίνει δεκτό το κράτος με προσωρινή ονομασία «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία Μακεδονίας» (ΠΓΔΜ), μέχρις ότου ρυθμισθεί το θέμα του ονόματος, και χωρίς τη σημαία του, που φέρει ως έμβλημα τον ήλιο της Βεργίνας58.
Ένας μαραθώνιος διπλωματικών διαβουλεύσεων συνεχίστηκε επί 21/2 χρόνια, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, για να επιτευχθεί μια συμφωνημένη λύση στη διένεξη. Για ένα διάστημα λόγω της αδιαλλαξίας της πολιτικής ηγεσίας στα Σκόπια να εφαρμόσει την απόφαση του ΟΗΕ για κοινά αποδεκτή λύση, η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να επιβάλλει μια σειρά «αντιμέτρων», όπως τα αποκάλεσε. Συγκεκριμένα απαγόρευσε τη διακίνηση ανθρώπων και αγαθών από τα σύνορα με εξαίρεση τρόφιμα59. Το «εμπάργκο» αυτό διάρκεσε ως το Σεπτέμβριο 1995, όταν οι δύο κυβερνήσεις, με τη διαμεσολάβηση του ΟΗΕ υπέγραψαν στη Νέα Υόρκη τη «Μεταβατική Συμφωνία» με την οποία ομαλοποιούνταν οι σχέσεις τους. Το «εμπάργκο» καταργήθηκε και η σημαία της ΠΓΔΜ με έμβλημα τον «ήλιο της Βεργίνας» αντικαταστάθηκε. Οι δύο πλευρές αναλάμβαναν τη ρητή υποχρέωση να συνεχίσουν τις διαβουλεύσεις, πάντα στα πλαίσια του ΟΗΕ, για αμοιβαία αποδεκτή λύση στο όνομα. Έως ότου η εκκρεμότητα συνεχίζεται, παραμένει ως προσωρινή διεθνής ονομασία η «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ΠΓΔΜ)60.
Στο μεταξύ η πολιτική ηγεσία της χώρας ακολουθεί τους χειρισμούς της, οι Έλληνες όμως όλοι είναι ανάγκη να μαθαίνουν την ιστορία τους. Γιατί η υπεράσπιση της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και ταυτότητας δεν είναι λιγότερο σημαντικό από την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της πατρίδας μας.
Αναμφίβολα, το Μακεδονικό ζήτημα, όπως αυτό διαμορφώθηκε στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου από το KK Γιουγκοσλαβίας, φαίνεται να έχει φτάσει στις μέρες μας στο τέρμα του. Αν οι ιθύνοντες και ο λαός της ΠΓΔΜ συνειδητοποιήσουν ότι το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους και η επιβίωση του κράτους τους είναι η καλλιέργεια καλών και στενών σχέσεων με την Ελλάδα, η οποία δε διεκδικεί τίποτε από αυτούς, τότε το μέλλον διαγράφεται ελπιδοφόρο για ολόκληρη την περιοχή. Αρκεί να μην επανέλθουν οι νοσταλγοί που θέλησαν να στηρίξουν αυτό το νέο κράτος πάνω σε απαρχαιωμένες εθνικιστικές
βάσεις και οράματα που μόνο συγκρούσεις και συμφορές επισώρευσαν σε αυτή την περιοχή των Βαλκανίων σε άλλες εποχές.
Οι φίλοι της ειρήνης και οι υποστηριχτές της πορείας προς μια δημοκρατική και ενοποιημένη Ευρώπη του 21ου αιώνα, εύχονται να επικρατήσουν οι δυνάμεις εκείνες που δε θα επιτρέψουν πλέον την αναβίωση των εθνικιστικών φαντασμάτων του 19ου αιώνα και του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος που ακολουθεί: Ν. Βλάχου, Το Μακεδονικόν ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος 1878-1908 (Αθήνα 1935).
Πάντως οφείλουμε με έμφαση να θυμίζουμε ότι η πολιτισμική δημιουργία των αρχαίων Μακεδόνων είναι αναπόσπαστο τμήμα της γενικότερης ελληνικής κληρονομιάς και εθνικής ταυτότητας που έχει αναπτυχθεί σε χώρους της ελληνικής Μακεδονίας: Βεργίνα, Δίον, Πέλλα, Αιανή, Χαλκιδική, Ανατ. Μακεδονία κλπ. κλπ.
2. Από την πρόσφατη, βιβλιογραφία επισημαίνονται εδώ τα συλλογικά έργα που καλύπτουν ευρύ φάσμα της ιστορίας και του πολιτισμού της Μακεδονίας, με πλούσια βιβλιογραφία.
- Μακεδονία: 4000 χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού (επιμ. Μιχ. Σακελλαρίου, «Εκδοτική Αθηνών», 1982).
Η Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία (2 τόμοι, επιμ. Ιω. Κολιοπούλου και Ιω. Χασιώτη, εκδόσεις «Παπαζήσης» και «Παρατηρητής», Αθήνα, Θεσσαλονίκη, 1992.
3. Για το Μακεδονικό Ζήτημα κατά τον 20ό αιώνα, ιδίως από την εποχή του Β Παγκοσμίου Πολέμου ως σήμερα καταγράφουμε μερικά βιβλιογραφικά λήμματα.
- Elizabeth Barker, Macedonia: Its Place in Balkan Power Politics (London, 1950). Ελληνική έκδοση: Η Μακεδονία στις Διαβαλκανικές Σχέσεις-Συγκρούσεις, «Παρατηρητής» 1996.
- Evangelos Kotos, Nationalism and Communism in Macedonia, Θεσσαλονίκη 1964 (Επανέκδοση επαυξημένη, New York, Caratzas Publisher 1993).
- Sterhen Palmer Jr and Robert King, Yugoslav Communism and the Macedonian Question (Archon Books, 1971).
- Ιωάννης Κολιόπουλος. Λεηλασία Φρονημάτων, "Βάνιας" 1995.
4. Για την προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο: Αποστ. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833 (Θεσσαλονίκη, 1968), Ι.Κ. Βασδραβέλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση του 1821, 3η Εκδοση, Θεσσαλονίκη 1967. Ι.Κ. Χασιώτης "Σταθμοί και κυριότερες φάσεις της ιστορίας της Μακεδονίας", "Αντιτουρκικές κινήσεις στην προεπαναστατική Ελλάδα», στο ΝΣΜ, ό.π., σελ. 14-33, 436-457.
5. Ο Μακρυγιάννης αφηγείται ότι επί μια δεκαετία και πλέον μετά τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους (1830) διατηρούσε στενές επαφές με Μακεδόνες οπλαρχηγούς και κατά το πρότυπο της Φιλικής Εταιρείας-οργάνωσαν μυστικό επαναστατικό δίκτυο στη Μακεδονία (Απομνημονεύματα, επιμ. Γ. Βλαχογιάννη, «Πάπυρος» σελ. 100-104, 109, 111-113).
6. Γενικές επισκοπήσεις για την επαναστατική δραστηριότητα στη Μακεδονία το 19ο αιώνα στα:
- Ευαγγ. Κωφού, «Αγώνες για την Απελευθέρωση» (στο: Μακεδονία 4000 χρόνια, σελ. 444-451 και Ιω. Κολιοπούλου, «Απελευθερωτικά Κινήματα στη Μακεδονία» (1830-1870) (στο: Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, Α σελ. 478-489).
- Για το Μακεδονικό από 1830 ως 1912 βλέπε και Κ. Βακαλοπούλου, Νεότερη Ιστορία της Μακεδονίας 1830-1912, Θεσσαλονίκη 1986.
7. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, (I.E.Ε.) τόμος ΙΓ'(1977), σελ. 378-381 και Μακεδονία: 4000 χρόνια, σελ. 452.
8. Εν. Kofos Greece and the Eastern Crisis, IMXA, 1975, σελ. 18-19, όπου και οι πηγές.
9. Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών (Α. Υ. Ε.), Εκθέσεις:
- του Έλληνα Πρόξενου Μοναστηρίου προς ΥΠΕΞ (2.7.1880).
- του Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ προς τον Ελληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη (8.8.1883)
I.E.Ε., ΙΓ' 379.
10. Οι Ελληνόβλαχοι πρωτοστάτησαν σε ελληνικούς αγώνες. Τηλέμαχος Κουτσουγιάννης, Πε- ρί των Βλάχων των Ελληνικών Χωρών, Β. Θεσσαλονίκης, 1966, σελ. 29-81. Ελευθ. Νικολαίδου, Η Ρουμανική προπαγάνδα στο Βιλαέτι Ιωαννίνων και στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου, Ιω- άννινα 1995.
11. Σχετικά με την ίδρυση της Εξαρχίας και της περιπλοκές που ακολούθησαν: Μιχ. Λάσκαρης, Το Ανατολικό Ζήτημα Α', 1948 και: Ευ. Κωφού, Ο Ελληνισμός κατά την περίοδο 1869-1881, Αθήνα 1981, όπου και η σχετική διπλωματική αλληλογραφία από το Α.Υ.Ε.
12. Πλήρης εξιστόρηση των διπλωματικών παρασκηνίων στο βιβλίο του Εν. Kofos, Greece and the Eastern Crisis, IMXA 1975, σελ. 185-255.
13. Ιω. Κολιόπουλος, «Η Μακεδονία στο επίκεντρο των Εθνικών ανταγωνισμών 1870-1897» (στο Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία /-, ο.π. σελ. 502.
14. Από την πλούσια βιβλιογραφία παραθέτουμε μόνο: Douglas Dakin, The Greek Struggle in Macedonia 1897-1913, I.M.X.A. 1966, Εκδοτικής Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ΙΔ σελ. 220-254, Μακεδονία, 4000 χρόνια ... σελ. 465-480, Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία (επιμ. Κολιοπούλου-Χασιώτη), 508-527. Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην Γεγονότα, 1979. Τους τρεις τόμους εγγράφων του ΥΠΕΖ από το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα (1903-1904, 1905-1906, 1907-1908), Θεσσαλονίκη 1996.
15. Αυτό είναι η συνολική εκτίμηση του Dakin (ό.π.).
16. Για τις ανταλλαγές των πληθυσμών βλ. Stephen Ladas, The Exchange of Minorities:
Bulgaria, Greece and Turkey
, MacMillan 1932. Dimitri Petropoulos, The Balkan Exchange of Minorities and the Imract upon Greece, Paris 1963. Αρετή Τούντα- Φεργάδη, Ελληνοβουλγαρικές μειονότητες. Πρωτόκολλο Πολίτη -Καλφώφ, 1924-1925, Θεσσαλονίκη 1986. Σύμφωνα με τη στατιστική της Κοινωνίας των Εθνών (Greek Reugee Settlement, Genova 1926), η πληθυσμιακή σύνθεση στην Ελληνική Μακεδονία παρουσιάζεται ως εξής:

Εικόνα

* Είχε μεσολαβήσει η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδας-Τουρκίας (Λοζάνη, 1923), κατά την οποία έφυγαν οι Μουσουλμάνοι και ήλθαν προς τη Μακεδονία πάνω από 600.000 Έλληνες πρόσφυγες.
17. Δείτε τα σχόλια που συνοδεύουν το χάρτη με τα σύνορα του 1913, και τις πηγές της σημ. 16.
18. Δείτε τα συστατικά στοιχεία στη σημείωση 16. Μετά τις ανταλλαγές πληθυσμών με τη Βουλγαρία και την Τουρκία η ελληνική απογραφή του 1928 εμφανίζει πληθυσμό 6.032.761 άτομα, από τα οποία απογράφηκαν ως σλαβόφωνοι 81.984. Annuaire Statistique de la Grèce, Αθήνα 1928.
19. Αλέκου Παπαπαναγιώτου, Το Μακεδονικό Ζήτημα και το Βαλκανικό Κομμουνιστικό Κίνημα 1918-1939, Αθήνα 1992.
20. Γιάννη Στεφανίδη «Η κατοχή και η Αντίσταση 1941-1944» (στο: Νεότερη και Σύγχρονη μακεδονία, Β. 110-112). Νεότερα στοιχεία στης Ξανθίππης Κοτζαγεώργη "Εξοδος Ελλήνων και εποικισμός Βουλγάρων στην Αν. Μακεδονία και τη Θράκη (1941-1944), στο Μακεδονία και Θράκη 1941-1944, ΙΜΥΑ, 1998, σελ. 75-104.
21. Ε. Κωφός, «Η Βαλκανική Διάσταση του Μακεδονικού προβλήματος στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης» και Stefan Troebst, «η δράση της Οχράνα στους νομούς της Καστοριάς, Φλώρινας, Πέλλας» (στο: Η Ελλάδα 1936-44, πρακτικά συνεδρίου, επιμ. Ν. Σβορώνου και Χ. Φλάισσερ, Αθήνα, 1989, σελ. 418, 71 και 258-261, αντίστοιχα).
22. Ε. Kofos, The Impact of the Macedonian Question on Civil Conflict in Greece (1943-49), Αθήνα (ΕΛΙΑΜΕΠ) 1989, σελ. 13. Στεφανίδης, ό.π.
23. Πριν από τον πόλεμο οι κάτοικοι της περιοχής χρησιμοποιούσαν τον όρο Μακεντόντσι, κυρίως με την έννοια της γεωγραφικής προέλευσής τους, καθώς σε σημαντικό βαθμό εντάσσονται στη Βουλγαρική Εθνική ομάδα των σλαβικών λαών.
24. Τη διαδικασία της βάπτισης της «μακεδονικής» εθνότητας και ίδρυσης «μακεδονικού» ομόσπονδου κράτους αναλύει ο Alexander Hristov, «The Constitution of the Macedonian State in the Yuogoslav Federation, 1941-54» στο: The Socialist Republic of Macedonia (επιμ. Michailo Apostoloski) Skopje 1974, σελ. 49-68.
25. Ε. Κωφός, «Το Μακεδονικό από το Β Παγκόσμιο Πόλεμο ως την εποχή μας» (στο: Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, Β ',σελ. 250-251.
26. Vladimir Dedijer, Οι γιουγκοσλαβοαλβανικές σχέσεις 1939-1948, Βελιγράδι 1949 (ελλην. μετάφραση του ΙΜΧΑ) σελ. 1-39.
27. Για το Βαλκανικό Στρατηγείο και τις σχετικές ομιλίες του Τέμπο με την ηγεσία του ΚΚΕ, βλ. Κωφός, «Η Βαλκανική Διάσταση...», σελ. 12-21 όπου και σχετική βιβλιογραφία. Τα κύρια κείμενα στον: Tempo, Borbaza, Balkan (Αγώνας για τα Βαλκάνια), σελ. 79-138, του ιδίου Revolucijia, Kojateje: Memoari (Η Επανάσταση που συνεχίζεται: Απομνημονεύματα). Ζάγκρεμπ 1982, τόμος III, σελ. 7-106, Tsola, Dragojceva, Macedonia, Σόφια 1979, σελ. 77-79, καθώς και Γιάννη Ιωαννίδη, Αναμνήσεις: Προβλήματα της πολιτικής του ΚΚΕ στην εθνική Αντίσταση, 1940-45, Αθήνα 1979 (ιδιαίτερα τα σχόλια του επιμελητή έκδοσης Αλέκου Παπαπαναγιώτου στις σελ. 516-520). Σημαντικά κείμενα δημοσιεύονται στις συλλογές εγγράφων του Archiv na Macedonija, Egejska Makedonija na NOB (Η Αιγαιατική Μακεδονία στον Εθνικό-απελευθερωτι- κό Πόλεμο), I. Σκόπια 1981. Εκτενής παρουσίαση του θέματος κυρίως από τον Τέμπο και Ντραγκοίτσεβα, στον Α. Κοραντή, Κεφ. «Η υπόθεσις του Κοινού Βαλκανικού Στρατηγείου», στο: Πολιτική και Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδος 1941-1945, Α ', Αθήνα 1987, σελ. 151-173. Πληρέστερη με νεότερα στοιχεία, Αλέκου Παπαπαναγιώτου, Η προσπάθεια δημιουργίας του Γενικού Βαλκανικού Στρατηγείου και η Βαλκανική συνεργασία, Ιούνιος 1943, (ανέκδοτη μεταπτυχιακή εργασία) Σορβόννη 1991 (γαλλικά).
28. Tempo, Borba..., ο.π., σελ. 80-120, 132, 137-8, 144. Επίσης: Φ. Οικονομίδη, Οι Προστάτες, σελ. 17-18.
29. Λεπτομέρειες με βάση πρωτογενές αρχειακό υλικό προέλευσης ΚΚΕ και Σκοπίων στο: Κωφός, «Η Βαλκανική Διάσταση...», ο.π. σελ. 10-30 και σχετικές υποσημειώσεις του ιδίου Nationalism, ο.π., σελ. 119-134.
30. Ιωαννίδης, Αναμνήσεις, ο.π., σελ. 247.
31. Λεπτομέρειες στο Κωφός, «Η Βαλκανική Διάσταση...», ό.π. σελ. 464-9, όπου δημοσιεύεται και η πλήρης έκθεση του Παύλου Τσάμη, Διοικητή του Αποσπάσματος Βίτσι/28ο Σύνταγμα ΕΛΑΣ, ο οποίος και πρωτοστάτησε στην απώθηση των σλαβομακεδονικών ενόπλων τμημάτων. Νεότερα στοιχεία στον Σπ. Σφέτα, "Αυτονομιστικές κινήσεις των Σλαβοφώνων κατά το 1944..." στο Μακεδονία-Θράκη 1941-1944, ΙΜΧΑ, 1998, σελ. 105-124.
32. Kofos, Impact, ό.π., σελ. 16-17 όπου και σχετική αλληλογραφία. Του ιδίου, Nationalism, ό.π. σελ. 146-153, όπου και σχετικές δηλώσεις γιουγκοσλάβων ηγετών. Νεότερα στοιχεία στου ίδιου, Το Μακεδονικό στις σχέσεις ΚΚΕ-ΚΚΓ κατά τα τέλη του 1944, στο "Μακεδονία-Θράκη 1941- 1944", ΙΜΥΑ 1998, σελ. 125-156.
33. Β. Κόντη, Η Αγγλοαμερικανική πολιτική και το Ελληνικό Πρόβλημα (1945-49), Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 36-40, 405-431.
34. Οι συζητήσεις έγιναν στο Μπλεντ της Γιουγκοσλαβίας και Ευξεινογκράντ της Βουλγαρίας. Τα κείμενα των συμφωνιών στο: Slobodan Nesovic. Οι Συμφωνίες του Μπλεντ (στη σερβική γλώσσα), Λουμπλιάνα 1979.
35. Για τη δραστηριότητα του ΝΟΦ, Kofos, The Impact, ό.π., σελ. 18-22 και 62-74.
36. Εφημ. Αυγή, Δεκ. 1979-Γεν. 1980.
37. Kofos, Nationalism, ό.π., σελ. 188-195
38. Ανάλυση με βάση νέα στοιχεία και από αρχειακό υλικό του ΚΚΕ στο Kofos, Impact, σελ. 27- 33 και Σπ. Σφέτας, "Οι σχέσεις ΚΚΕ-ΝΟΦ στη διάρκεια του Εμφυλίου" Βαλκανικά Σύμμεικτα, ΙΜΧΑ, 1998 σελ. 230-240.
39. Elizabeth Barker, Yugoslav Policy Towards Greece 1947-49: Studies in the History of the Greek Civil War, 1945-49, Copenhagen 1987, σελ. 263-295.
40. John latrides, Balkan Triangle, Mouton 1962.
41. Eu. Κωφός, «Το Μακεδονικό» (στο Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, Β '269-270).
42. Κωφός, ο.π. 281.
43. Απογραφή πληθυσμού 1951. (Εθν. Στατιστική Υπηρεσία) Αθήνα 1951.
44. Κωφός, ο.π. 271-76.
45. Για τη διαδικασία «μετάλλαξης» των Σλάβων κατοίκων της «ΣΔΜ» σε «Μακεδόνες» υπάρχει πολλή βιβλιογραφία. Τρία προσιτά δημοσιεύματα είναι: Ευαγ. Κωφού, Η Μακεδονία στη Γιουγκοσλαβική Ιστοριογραφία, Θεσσαλονίκη, Εταιρεία Μακεδόνικων Σπουδών, 1975. Του ίδιου, "Εθνική κληρονομιά και εθνική ταυτότητα στη Μακεδονία" στο Εθνική ταυτότητας και Εθνικισμός στη Νεότερη Ελλάδα, Μ.Ι.Ε.Τ. 1997, σελ. 199.
46. Νίκου Ανδριώτη, Το Ομόσπονδο Κράτος των Σκοπίων και η γλώσσα του, Αθήνα 1992. (Αρχικά η εργασία αυτή κυκλοφόρησε στα αγγλικά, το 1957). Αλεξάνδρα Ιωαννίδου "Τα σλαβικά ιδιώματα στην Ελλάδα", στο Ταυτότητες στην Μακεδονία, Παπαζήσης 1997, σελ. 89-101.
47. Αθ. Αγγελοπούλου, Το αυτοκέφαλο της «Μακεδόνικης Ορθοδόξου Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1968.
48. Βλέπε σημ. 45.
49. Βλ. απόψεις του θεωρητικού των Σκοπίων Dragan Taskovski, Σχετικό με την εθνογένεση του Μακεδονικού Λαού. Σκόπια 1974, στο Κώφος, Ο Μακεδονικός Αγώνας ό.π., σελ. 9-13. Χαρακτηριστική είναι η διαπίστωση του Taskovski ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας άρχισαν να συγκρούονται με τους Έλληνες από τα μέσα του 19ου αιώνα διεκδικώντας το δικαίωμα να εμφανίζονται ως απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων. «Δεν ήταν δυνατόν» γράφει ο Τασκόφσκι «να παραμείνουν αδιάφοροι και να μην αισθάνονται αγάπη για την πατρίδα τους και την ιστορία της.... Το ότι ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος δεν ήταν Σλάβοι, αλλά θεωρούνταν ως Σλάβοι, από ένα σλαβικό λαό που αποζητούσε όνομα και εθνική ταυτότητα, δεν είναι ουσιώδες. Όπως κάθε εθνικός ρομαντισμός, έτσι και ο μακεδονικός επέμενε να τηρήσει μία συνέχεια με την προηγούμενη εθνότητα... Με το μακεδονικό όνομα, ο καταφρονημένος και απαθής μακεδονικός λαός βγήκε από το ιστορικό σκότος κι εμφανίστηκε στη σκηνή των ιστορικών γεγονότων».
50. Ιστορία του Μακεδονικού Έθνους (στη σλαβική) Σκόπια 1969, σελ. 79-99 Εν. Kofos, National Heritage, σελ. 21 (βλ. Ελλ. έκδοση ΜΙΕΤ, ό.π. σημ. 45).
51. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις πρώτες πολυκομματικές εκλογές στην περιοχή των Σκοπίων πρώτο αναδείχτηκε το εθνικιστικό κόμμα (VMRO) με σύνθημα ενιαία Μακεδονία (ως Αιγαίο και Πιρίν) και έμβλημα τον «ήλιο της Βεργίνας».
52. Kofos, National Heritage, ό.π., 132-135 (βλ. και Ελληνική έκδοση ΜΙΕΤ, σημ.45).
53. Troebst, Η βούλγαρο-γιουγκοσλαβική διένεξη για τη Μακεδονία, 1967-1982, (γερμανικά), Μόναχο 1983, σελ. 200.
54. Το 1981 κυκλοφόρησε το συλλογικό έργο Μακεδονία: 4.000 χρόνια ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού με επιμ. του Μιχ. Σακελλαρίου.
55. Ε. Κωφός, «Η Σοσ. Δημ. της Μακεδονίας στα πλαίσια της Ο.Σ.Δ.Γ.», στο: Η σημερινή Γιουγκοσλαβία, ΕΛΙΑΜΕΠ 1990, σελ. 61-64.
56. Βλέπε Memorandum of Greece, Νέα Υόρκη, 25 Ιαν. ΕΛΙΑΜΕΠ (Αθήνα) 1993, όπου αναπαράγεται εκλογική αφίσα του YMRO με το χάρτη της «ενωμένης Μακεδονίας» (παράρτημα 4).
57. Το κείμενο της απόφασης αυτής δημοσιεύτηκε στο Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, τόμο Β σελ. 306.
58. Βλ. κείμενο στο "Το Ζήτημα των Σκοπίων" (επιμ. Γ. Βαληνάκη, Σ. Ντάλη) Β’ έκδοση, Σιδέρης 1996, σελ. 147-149.
59. Τα σχετικά κείμενα, Το Ζήτημα των Σκοπίων, ό.π., σελ. 194-360.
60. Το κείμενο της "Μεταβατικής" ή "Ενδιάμεσης" Συμφωνίας και συναφή κείμενα, ό.π., σελ. 361-382. (βλ. επίσης Χρ. Ροζάκης, Πολιτικές και Νομικές Διαστάσεις της Μεταβατικής Συμφωνίας της Νέας Υόρκης, μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ, ΕΛΙΑΜΕΠ, Σιδέρης 1996.


Περισσότερα αφιερώματα εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)