Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα
Θέμα
Θέμα
του κεφαλαίου είναι η απώλεια της εθνικής και προσωπικής ταυτότητας, όπως τη
βιώνει ένα επαρχιωτόπουλο μετανάστης στη Γερμανία του 1960. Ο κεντρικός ήρωας,
ο Κώστας, όπως προκύπτει από άλλα κεφάλαια του μυθιστορήματος, κατάγεται από
ένα χωριό της Μαγνησίας, έχει χάσει τους γονείς του και η μονάκριβη αδελφή του
ζει στην Ελλάδα και έχει κάνει τη δική της οικογένεια.
Στο
ανθολογούμενο απόσπασμα ο Κώστας απευθύνεται σ’ έναν συγγραφέα
και περιγράφει πώς γεμίζει τις ώρες του όταν σχολάει απ’ τη δουλειά του στο
εργοστάσιο. Η εξομολόγησή του φέρνει στην επιφάνεια τη μοναξιά και την ψυχική
του ερήμωση στην ξένη χώρα.
Ο τίτλος
Ο τίτλος του αποσπάσματος
προέρχεται από τον τίτλο του τρίτου κεφαλαίου του μυθιστορήματος. Όπως εξηγεί ο
συγγραφέας, ο «Κάσπαρ Χάουζερ ήταν ένα παιδί που βρέθηκε στη Γερμανία, μέσα στο
δάσος. Βρέθηκε-δεν ήρθε. Και μεγαλωμένο πια, παλικάρι, δεν ήξερε να μιλήσει
καθόλου-καμιάν ανθρώπινη γλώσσα. Όχι πως ήταν βουβό-να μιλήσει δεν ήξερε.
Φαινότανε δηλαδή πως είχε ζήσει χωρίς τους ανθρώπους μακριά τους-δεν είχε
μιλήσει με τους ανθρώπους, δεν τους ήξερε. Κανένας δεν έμαθε πώς έζησε τόσα
χρόνια, πού κρυβόταν, πώς δεν βρήκε τους ανθρώπους» Επομένως, ο
Κάσπαρ Χάουζερ έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον ήρωά του, τον Κώστα. Ο Κώστας,
όπως ο Κάσπαρ, βρίσκεται μόνος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων σε μια
χώρα, που τον περιλαμβάνει αλλά δεν την αισθάνεται δική του. Αν και
περιβάλλεται από εκατομμύρια ανθρώπους, είναι τραγικά μόνος, δεν επικοινωνεί με
κανένα και η πολυάνθρωπη χώρα είναι γι’ αυτόν έρημη. Όπως και ο
Κάσπαρ έτσι και εκείνος είναι υποχρεωμένος να διαγράψει το παρελθόν του και να
αποβάλει τις συνήθειές του, προκειμένου να τον αποδεχτούν στην κοινωνία της
προόδου. Χαμένος μέσα στο πλήθος προσπαθεί χωρίς επιτυχία να αφήσει την προσωπική
του σφραγίδα στα πράγματα, στα προϊόντα της εργασίας του, στις κοινωνικές του
σχέσεις, στον κοινωνικό του ρόλο. Μένει όμως στο περιθώριο, χωρίς
σαφή προσανατολισμό, χωρίς πίστη για το αύριο, χωρίς φωνή άρα και χωρίς
κοινωνική υπόσταση.
Δομή
Το κείμενο χωρίζεται σε δύο
ενότητες με κριτήριο τις μορφές αποξένωσης που βιώνει ο ήρωας:
1. «Για
να πάω το πρωί στο εργοστάσιο….μπαίνω στη λεωφόρο.»
► η αλλοτρίωση του Κώστα από την εργασία
2. « Στην
αρχή που πρωτόρθα……της πολιτείας των ξένων»
►η αλλοτρίωση του Κώστα από το κοινωνικό περιβάλλον
Περιεχόμενο-τεχνική
Πρώτη ενότητα
Ο ήρωας, ο
Κώστας, διηγείται την ιστορία του σε πρώτο πρόσωπο σ’ έναν φίλο του, συγγραφέα,
ο οποίος φαίνεται να καταγράφει με θερμό ενδιαφέρον τις εμπειρίες του. Η εξομολόγηση
του Κώστα παίρνει το χαρακτήρα της συνέντευξης, καθώς ο συγγραφέας- συνομιλητής
μετέχει αθόρυβα και μένει στη σκιά. Η ύπαρξή του δηλώνεται με τη φράση: «Κι αν
θέλεις να ξέρεις», αλλά η ιδιότητά του αποκαλύπτεται στη δεύτερη
ενότητα («Κύριε συγγραφέα»). Ο αναγνώστης μπαίνει έτσι στη θέση του
ακροατή και προετοιμάζεται να ακούσει μια ειλικρινή, άμεση μαρτυρία, που
περιλαμβάνει και τα μικρά και ασήμαντα και τα ουσιαστικά έτσι όπως έρχονται
ελεύθερα στο μυαλό του αφηγητή.
Η διήγηση αρχίζει με
την περιγραφή μιας τυπικής μέρας στη Γερμανία. Η χώρα προσδιορίζεται
έμμεσα από το τοπωνύμιο (Μύλλερ στράσσε=οδός Μύλλερ»). Ο Κώστας μετακινείται με
τα μέσα μαζικής μεταφοράς το πρωί που είναι βιαστικός, αλλά το βράδυ απολαμβάνει
τον περίπατο στη μεγάλη πολιτεία, που του δίνει πάντα το ερέθισμα να σκεφτεί
και κάποτε να ονειρευτεί. Καθώς προέρχεται από ένα μικρό χωριό της ελληνικής
επαρχίας του ’60, ασυνήθιστος στη θέα μιας μεγαλούπολης, δείχνει
εντυπωσιασμένος από την κατάφωτη πόλη, με τις ρεκλάμες, τα καταστήματα, τα
μπαρ, τις βιτρίνες. Η νυχτερινή όψη της πολιτείας περιγράφεται με
ενθουσιασμό. Με παιδική αθωότητα ο Κώστας δηλώνει ότι
αγαπάει τα ηλεκτρικά φώτα «περισσότερο και απ΄τον ήλιο»,
γιατί είναι μια χειροπιαστή απόδειξη της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Όπως θα
αποκαλύψει αμέσως μετά, τα ηλεκτρικά φώτα είναι και ο τομέας της
απασχόλησής του. Τα «νέα μας μάτια του δικού μας του κόσμου» τον γεμίζουν
περηφάνια για την εποχή του, αλλά δεν έχει τη χαρά
να νιώθει περήφανος για τη δική του συμβολή στα επιτεύγματά της.
Τους
λόγους τους αποκαλύπτει, καθώς εκμυστηρεύεται την
καθημερινή του συνήθεια να περνάει έξω από το ΑΟΥΤΕΛ, το κατάστημα που διαθέτει
στην αγορά τα προϊόντα της δουλειάς του. Ο Κώστας εργάζεται σε εργοστάσιο
κατασκευής λαμπτήρων. Αν και κοπιάζει κάθε μέρα για την παραγωγή ενός μικρού
λαμπτήρα, το πιθανότερο είναι ότι δεν έχει την ευκαιρία να δει το αποτέλεσμα
της δουλειάς του στο τελικό στάδιο. Ούτε βέβαια μπορεί
να καμαρώσει στο εργοστάσιο το λαμπάκι των δύο κηρίων, όπως κάτω από
τη λάμψη της βιτρίνας στη μεγαλοπρεπή του ποικιλία. Ο εργοστασιακός τρόπος
παραγωγής έργου στη Γερμανία του ‘60 που βαδίζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς προς
την εκβιομηχάνιση έχει υιοθετήσει σύγχρονες μεθόδους, που
αυξάνουν το κέρδος, εξοικονομούν χρόνο και ελαχιστοποιούν την πιθανότητα
λάθους. Ο υψηλός καταμερισμός της εργασίας, η αντικατάσταση του ανθρώπου από τη
μηχανή, η τυποποίηση και το σύστημα αλυσίδα, σύμφωνα με το οποίο ο εργάτης
είναι υπεύθυνος μόνο για ένα μικροσκοπικό εξάρτημα της λάμπας είναι πρωτοφανείς
καταστάσεις για το επαρχιωτόπουλο από τη Μαγνησία. Ο Κώστας δεν έχει σφαιρική
εποπτεία του έργου του, δεν αποφασίζει για τη μορφή του, την
ποιότητά του, την τιμή, δεν ελέγχει τη διακίνησή του στην αγορά,
περιορίζεται στο χειρισμό του μηχανήματος και απλώς εκτελεί εντολές της
διεύθυνσης,όπως κάθε εργάτης του εργοστασίου. Και ακόμη δεν επαρκεί ο δικός του
κόπος, για να φτάσει στη βιτρίνα το λαμπάκι, αλλά μοχθούν χιλιάδες άτομα,
συνάδελφοι, μηχανικοί, τεχνίτες, σχεδιαστές, προμηθευτές πρώτης ύλης, με τους
οποίους ενώνει τις δυνάμεις του, αλλά δεν έχει συναντηθεί ποτέ. Αυτή η νέα
εποχή, που τότε ανατέλλει, είναι ασύλληπτη για το απλό παιδί από την αγροτική
οικογένεια που είχε μάθει να ζει από τη γη και να χαίρεται άμεσα το μόχθο του.
Έτσι,
έξω από τη βιτρίνα του ΑΟΥΤΕΛ ο Κώστας κάνει κάθε βράδυ τις ίδιες
σκέψεις: Ξέρει ότι όλοι οι λαμπτήρες έχουν περάσει «από τις δικές του
πλάτες». Αλλά δεν βλέπει τον εαυτό του, την προσωπική του σφραγίδα στο έργο
του. Υπολογίζει ότι είναι ένας από τους διακόσιους χιλιάδες εργάτες, που
κοπιάζουν για ένα λαμπάκι δύο κηρίων. Όσο μικρότερη είναι η συμβολή του στο
λαμπάκι, τόσο μικρότερη αισθάνεται και την αξία του ως ανθρώπου, ως δημιουργού,
ως πολίτη. (« είμαστε όλος ο κόσμος μέσα σ΄αυτό το λαμπιόνι / και μας
χωράει»). Έτσι, απαξιώνει τον εαυτό του και αισθάνεται ταπεινός, μικρός,
ασήμαντος, σαν μικρόβιο: «από μέσα το δικό μου το μικροβιάκι».
Από την καθημερινή του προσπάθεια δεν αντλεί χαρά, κύρος και αυτοεκτίμηση αλλά
απογοήτευση. Βλέπει το λαμπάκι με θαυμασμό, αλλά δεν το θεωρεί δικό του, όπως
θα ένιωθε το δέντρο που φύτεψε στο χωριό του ή το χωράφι που έσκαψε με τα χέρια
του. Περιγράφει λοιπόν στο συγγραφέα με αφοπλιστική απλότητα το σχίσμα που
ανοίγεται ανάμεσα σ΄αυτόν και τα έργα του, δηλαδή την αποξένωσή του από τον
εαυτό του μέσω της δουλειάς του. Η φράση του «απέξω βλέπω τον εαυτό μου στην
πραγματική του διάσταση μέσα σ΄αυτό το μίνι λαμπιόνι» αποδίδει πολύ παραστατικά
την τραγική μοναξιά του, την ηθική συντριβή του και την πτώση του από τη θέση
του δημιουργού στη θέση του αντικειμένου.
Δεύτερη ενότητα
Η στάση στη βιτρίνα
κρατάει μόλις λίγα λεπτά, αλλά επαναλαμβάνεται κάθε βράδυ. Αυτή η μηχανική
επανάληψη των κινήσεών του συνδέεται άμεσα με τη δήλωσή του : «περπατάω με
το κεφάλι σκυμμένο, σαν κάτι να ψάχνω να βρω.» Ο Κώστας περιγράφει την
επιστροφή στο σπίτι με τα πόδια, που είναι μάλλον βόλτα και ένα είδος εκτόνωσης
και διασκέδασης. Στη μεγάλη λεωφόρο, αναλογίζεται τις στιγμές, όταν
πρωτοπήγε στην Γερμανία. Είχε πολλές προσδοκίες. Περίμενε κάθε μέρα να
τροφοδοτεί το ενδιαφέρον του με κάτι καινούργιο. Φανταζόταν ότι στην
πολυάνθρωπη πολιτεία της προόδου θα του αποκαλυπτόταν ένας κόσμος θαυμαστός,
περιπετειώδης: «νόμιζα τότε πως έχει πολλά να χαζέψει κανένας στη
λεωφόρο». Αντ’ αυτού, η λεωφόρος μοιάζει με το εργοστάσιο. Επικρατεί
απόλυτη ηρεμία, χωρίς φασαρίες, χωρίς αναστάτωση, χωρίς εκπλήξεις, όλα
δουλεύουν σαν μια καλολαδωμένη μηχανή « όλα πάνε με την ίδια τάξη που
πήγαν και χτες-σαν να’ ναι κάπου μια αόρατη τροχαία που ’χει βάλει στη ρέγουλα:
Τάκα-τάκα στο εργοστάσιο. Τίκι-τίκι, τίκι-τίκι το ρολογάκι στη λεωφόρο.». Ο
Κώστας παρουσιάζει την καθημερινότητα και την κοινωνική ζωή της Γερμανίας
ανιαρή και προβλέψιμη. Όλοι είναι προσηλωμένοι στο στόχο της ανάπτυξης και της
προόδου, που τους επιβάλλει προγραμματισμό, οικονομία δυνάμεων και υψηλή
οργάνωση. Έμμεσα εκφράζει τη δυσαρέσκειά του, γιατί δεν βρίσκει στη Γερμανία
ένα κομμάτι από την πατρίδα: το πυρπολικό πάθος του Έλληνα, το μεσογειακό του
ταπεραμέντο που οδηγεί σε ποικιλία ζωής, ανατροπές και δραματικές
εναλλαγές. Στην ουσία ακόμη και με την αφελή δήλωση : «Σπάνια, σπανιότατα
κανένα δυστύχημα μόνο» διαγράφει με απλοϊκό τρόπο την
ψυχική απόσταση που τον χωρίζει από τα ήθη της
Γερμανίας λόγω ιδιοσυγκρασίας. Είναι δέσμιος του παρελθόντος του, της ελληνικής
πραγματικότητας και βιώνει άλλη μια μορφή της αλλοτρίωσης, την κοινωνική
αποξένωση.
Ο ίδιος γνωρίζει πολύ
καλά ότι δεν κατάφερε να προσδιορίσει ένα νέο νόημα της ζωής
του τώρα που βρίσκεται στον ξένο τόπο «περπατάω με το κεφάλι
σκυμμένο, σαν κάτι να ψάχνω να βρω.». Όμως δεν μπορεί να βρει πώς θα
απεγκλωβιστεί από τα συναισθήματα της ανίας, της πλήξης, της στέρησης, της
μοναξιάς και του χαμηλού αυτοσυναισθήματος (με το κεφάλι σκυμμένο).
Το γεγονός ότι περιστοιχίζεται από
εκατομμύρια ανθρώπους κάνει τη μοναξιά του απόλυτη και βασανιστική.
Τα τεράστια πληθυσμιακά μεγέθη και η φυλετική πανσπερμία της Γερμανίας που έχει
ανοίξει τις πόρτες της από ανάγκη εργατικών χεριών σε κάθε λαό είναι
ακατανόητα και μάλλον τρομακτικά για τον Κώστα. Το παιδί του χωριού που
μεγάλωσε στη θερμή αγκαλιά της κλειστής κοινωνίας του δεν μπορεί να
προσαρμοστεί στην αχανή Γερμανία και βρίσκει καταφύγιο στην ηθελημένη
απομόνωση από τους άλλους.
Θα περίμενε
κανείς ότι θα έβρισκε απάγκιο τουλάχιστον στη συντροφιά των συμπατριωτών του.
Όμως, όπως ο ίδιος εξηγεί, όλοι έχουν οικογένεια, ενώ εκείνος είναι εντελώς
μόνος και στη ξενιτιά και στην Ελλάδα. (Όπως προκύπτει από άλλο κεφάλαιο του
μυθιστορήματος, έχει χάσει τους γονείς του και έχει μόνο μια παντρεμένη αδελφή)
. Στη μοναξιά του Κώστα ο συγγραφέας δίνει πολύ έμφαση, καθώς ο ήρωας
εξομολογείται το παράπονό του σε μια ολόκληρη παράγραφο. («Δε με περιμένει
κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά να πάω, να γυρίσω κάπου») και οι λυρικοί
τόνοι γίνονται σχεδόν σπαραχτικοί στη φράση: «το κανένα σπίτι μου, η
καμιά μου πατρίδα.» Ο Κώστας είναι ξεκομμένος από κάθε πατρίδα,
όχι ως γεωγραφική περιοχή και αίσθημα, αλλά ως τρόπο ζωής και ζωντανή
πραγματικότητα. Είναι ξεκομμένος και από την αγάπη, τη φροντίδα, τον καλό λόγο
από τα δικά του πρόσωπα. Ψυχρή σχεδόν δημοσιογραφική είναι η
καταγραφή του ψυχικού δράματος του ήρωα σ’ αυτό το χωρίο
και ανταποκρίνεται πλήρως στη ρεαλιστική γλώσσα της μεταπολεμικής
πεζογραφίας. Παράλληλα, όμως είναι από τις πιο συγκινητικές στιγμές
του αποσπάσματος
Ο
ήρωας αισθάνεται ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο, καθώς ούτε σ΄αυτόν τον κόσμο
μπόρεσε να ενταχθεί, ούτε μπορεί να επιστρέψει ποτέ στο δικό του.
Είναι μάλιστα πεπεισμένος ότι τίποτα δεν θα αλλάξει. Οι μόνοι δρόμοι
που νομίζει ότι ανοίγονται μπροστά του είναι η μοναξιά, η ρουτίνα, η ψυχική
εξουθένωση, η απομόνωση, η ήττα. Γι’ αυτό και στοχάζεται σαρκαστικά πως θα του
ταίριαζε στην αναμνηστική πλάκα στο σπίτι που μένει, αντί να αναγράφεται το
όνομά του, να χαραχτεί «ο ξενότερος απ΄ όλους τους ξένους της πολιτείας
των ξένων.».
Με την εμπνευσμένη επανάληψη
της λέξης ξένος, και την επινοημένη «ξενότερος» αποδίδεται σε υπερθετικό βαθμό
η αποξένωση του Κώστα από τον εαυτό του και η μοιραία απώλεια της ατομικής και
εθνικής του ταυτότητας.
Αφηγηματική τεχνική
Ο αφηγητής διηγείται την ιστορία
του με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, υποκειμενική
και εκθέτει προσωπικές κρίσεις. Επειδή μετέχει στην
ιστορία, είναι ομοδιηγητικός αφηγητής. Ο αφηγητής δεν
απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη. Ο Χατζής έχει επινοήσει το πρόσωπο
του φίλου - συγγραφέα, ο οποίος θα αναπαρήγαγε την ιστορία με το δικό του
τρόπο. Η εστίαση, δηλαδή η οπτική γωνία της
αφήγησης, είναι εσωτερική και τα γεγονότα εκτίθενται με
τη χρονολογική τους σειρά, άρα η αφήγηση είναι γραμμική.
Γλώσσα
Ο Χατζής έδινε μεγάλη βαρύτητα στη γλώσσα, καθώς τη θεωρούσε το πιο δυναμικό εργαλείο του ρεαλισμού. Επιμελούνταν πάντα με ζέση τα κείμενά του, με στόχο ο λόγος να πηγάζει από το ήθος του ήρωα, τις κοινωνικές καταβολές του και το μορφωτικό του επίπεδο και ασφαλώς να μην προδίδει την παρέμβαση του συγγραφέα. Επειδή όλοι οι ήρωές του είναι λαϊκοί τύποι, απλοί άνθρωποι, ξεριζωμένοι από την ελληνική επαρχία του ΄60, θα μπορούσε να παρουσιάζει χαρακτήρες γλωσσικά ισοπεδωμένους, πανομοιότυπους και τυποποιημένους. Ο Χατζής όμως κατορθώνει κάθε φορά να ανακαινίζει τη λαϊκότητα της έκφρασης και να προβάλλει την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία του ήρωα. Έτσι, στο σχολικό απόσπασμα παρατηρούμε ότι αναπαριστά το λόγο του βιοπαλαιστή Κώστα, κατά τρόπο που δεν μοιάζει με άλλους ήρωές του απ΄το «Διπλό βιβλίο», π.χ. το Σκουρογιάννη. Ο Κώστας εκφράζεται με απλή, εκφραστική δημοτική («φκιάχνουμε, τότες, γινήκαμε, ρέγουλα, τίκι -τίκι, τάκα- τάκα») και μικρές σύντομες προτάσεις, πράγμα που δίνει ταχύτητα και νεύρο στην αφήγηση. Η εξομολόγησή του είναι ζωηρή και μεστή και αποκαλύπτει στα καίρια σημεία το ρομαντισμό και την ευαισθησία του. Η έκφρασή του Κώστα έχει το ρυθμό του προφορικού λόγου («Αφήνω το κατάστημα, μπαίνω στη λεωφόρο») και η διήγησή του ακολουθεί ελεύθερα τους συνειρμούς του («Το ΄δα σ΄ ένα φιλμ την περασμένη βδομάδα.»). Συνάμα με την απλότητά του ο ήρωας ανασκευάζει θαυμάσια τη γλώσσα («το κανένα σπίτι μου/ ο ξενότερος απ΄ όλους τους ξένους /το μικροβιάκι»). Μ’ αυτά τα υλικά πετυχαίνει ο συγγραφέας να πλάσει μια ιστορία ζωντανή σαν δημοσιογραφική συνέντευξη και να την αποδώσει στη γλώσσα του «ρεπορτάζ» χωρίς να χάνει τη λογοτεχνική της χάρη.
Ύφος
Το
ύφος ανταποκρίνεται στις αρχές του νεορεαλισμού. Είναι απλό, φυσικό, καθαρό,
ρεαλιστικό, άμεσο, μελαγχολικό στην αρχή και δραματικό στη συνέχεια. Η
συγκίνηση του Κώστα παρουσιάζεται συγκρατημένη, αν και θερμή και η τραγικότητά
του συμπυκνώνεται στην καταληκτική φράση του κειμένου: «ο ξενότερος απ΄
όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων».
Εκφραστικά μέσα
Μετρημένα και απλά είναι τα
εκφραστικά μέσα, καθώς η ρεαλιστική γραφή του Χατζή δεν επιδιώκει να καλλωπίσει
το λόγο, παρά μόνο να αποδώσει πιστά τις σκέψεις του ήρωα και να τον
ηθογραφήσει. Στο απόσπασμα κυριαρχούν οι παρομοιώσεις με τις οποίες περιγράφεται
η μονοτονία της ζωής του ήρωα και η αφόρητη μοναξιά του. :
Παρομοιώσεις: «σαν να
’ναι κανένα χριστουγεννιάτικο δέντρο», «σαν να κοιτάζω», «σαν κάτι να ψάχνω να
βρω», «σαν να ’ναι το σπίτι μου».
Μεταφορές: «το
μικρό το μυαλό μου», «τα ηλεκτρικά φώτα τα βλέπουν καλύτερα», «τα νέα μας
μάτια», «ψάχνω μέσα στον εαυτό μου», «το δικό μου το μικροβιάκι πρέπει να με
βλέπει κολοσσό σε τεράστια μεγέθυνση».
Ασύνδετα σχήματα:
«Άνθρωποι κόσμος πολύς, περνάνε δίπλα μου, πάνε μαζί μου».
Υπερβολή: «ο
ξενότερος απ΄ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων.
Πλεονασμός: «κολοσσό
σε τεράστια μεγέθυνση», «μίνι λαμπιόνι».
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι -
οι όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.