Τρομοκρατία: η συστηματική χρήση του εκφοβισμού ή της απρόβλεπτης βίας κατά κυβερνήσεων, ομάδων ή ατόμων με σκοπό την επίτευξη κάποιου πολιτικού σκοπού. Η τρομοκρατία έχει χρησιμοποιηθεί από πολιτικές οργανώσεις και της δεξιάς και της αριστεράς, από εθνικιστικές ομάδες και εθνικές μειονότητες, από επαναστάτες και από τους στρατούς και τις μυστικές υπηρεσίες των ίδιων των κυβερνήσεων.
Ιστορική ανασκόπηση
Η τρομοκρατία έχει εφαρμοστεί σε παγκόσμια κλίμακα διαχρονικά στην ανθρώπινη ιστορία. Ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός Ξενοφώντας (περίπου 430-349 π.Χ.) έγραψε για την αποτελεσματικότητα του ψυχολογικού πολέμου εναντίον εχθρικών πληθυσμών. Ρωμαίοι αυτοκράτορες όπως ο Τιβέριος (κυβέρνησε μεταξύ 14-37 μ.Χ.) και ο Καλιγούλας (μεταξύ 31-41 μ.Χ.) χρησιμοποιούσαν την εξορία, τη δήμευση της περιουσίας και την εκτέλεση των πολιτικών τους αντιπάλων ως μέσα για να τους αποθαρρύνουν. Η Ισπανική Ιερά Εξέταση χρησιμοποιούσε αυθαίρετες συλλήψεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις για να τιμωρήσει αυτούς που θεωρούσε αιρετικούς. Η χρήση του εκφοβισμού υποστηρίχτηκε ανοιχτά από τον Ροβεσπιέρο ως μέσο για να ενθαρρύνει την ανάπτυξη της επαναστατικής αρετής κατά την Γαλλική Επανάσταση, κάτι που οδήγησε στο να αποκληθεί η περίοδος της πολιτικής του κυριαρχίας Τρομοκρατία (1793-1794).
Μετά από τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865) ορισμένοι Νότιοι αψήφησαν την κυβέρνηση και σχημάτισαν μια τρομοκρατική οργάνωση που ονομάστηκε Κου Κλουξ Κλαν, με σκοπό να εκφοβίσει τους υποστηρικτές της Ανοικοδόμησης. Κατά το ύστερο ήμισυ του 19ου αιώνα, οι αναρχικοί στη Δυτική Ευρώπη, στη Ρωσία και στις Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν την τρομοκρατία. Πίστευαν ότι ο καλύτερος τρόπος για να επιφέρουν επαναστατικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές ήταν η δολοφονία ανθρώπων που κατείχαν αξιώματα με επιρροή. Μεταξύ του 1865 και του 1905 βασιλείς, πρόεδροι, πρωθυπουργοί και αρκετοί άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι έπεσαν θύματα των όπλων ή των βομβών των αναρχικών.
Κατά τον 20ο αιώνα διαδραματίστηκαν μεγάλες αλλαγές στη χρήση και τις μεθόδους της τρομοκρατίας, που έγινε το «σήμα κατατεθέν» αρκετών πολιτικών κινημάτων που βρίσκονταν στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος. Τεχνολογικά επιτεύγματα όπως τα αυτόματα όπλα και τα συμπαγή εκρηκτικά που πυροδοτούνται εξ αποστάσεως χάρισαν μια νέα ευκινησία και αποτελεσματικότητα στους τρομοκράτες. Ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπως αυτό της Ναζιστικής Γερμανίας υπό τον Αδόλφο Χίτλερ και της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον Ιωσήφ Στάλιν, υιοθέτησαν την τρομοκρατία ως σχεδόν επίσημη κρατική πολιτική. Αυτά τα κράτη προέβαιναν σε συλλήψεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις χωρίς νομικούς περιορισμούς, ώστε να δημιουργήσουν ένα κλίμα φόβου και να ενθαρρύνουν την προσκόλληση στην εθνική ιδεολογία και στους δεδηλωμένους οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς στόχους του κράτους.
Η τρομοκρατία ταυτίζεται όμως πιο συχνά με άτομα ή ομάδες που αποπειρώνται να αποσταθεροποιήσουν ή να ανατρέψουν κατεστημένους πολιτικούς θεσμούς. Η τρομοκρατία χρησιμοποιήθηκε από τη μία ή και από τις δύο πλευρές σε αντιαποικιακούς αγώνες (Ιρλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο, Αλγερία και Γαλλία, Βιετνάμ και Γαλλία-ΗΠΑ), σε συγκρούσεις μεταξύ διαφόρων εθνικών ομάδων για την κατοχή μιας αμφισβητούμενης πατρίδας (Παλαιστίνιοι και Ισραήλ), σε διαμάχες μεταξύ διαφόρων θρησκευτικών δογμάτων (Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες στη Βόρειο Ιρλανδία), καθώς και σε εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ επαναστατικών δυνάμεων και των αναγνωρισμένων κυβερνήσεων (Μαλαισία, Ινδονησία, Φιλιππίνες, Ιράν, Νικαράγουα, Ελ Σαλβαδόρ, Αργεντινή).
Ο αντίκτυπος της τρομοκρατίας στην κοινή γνώμη έχει μεγεθυνθεί κατά πολύ από τα σύγχρονα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Είναι βέβαιο ότι κάθε βίαιη πράξη θα καλυφθεί τηλεοπτικά, κάτι που φέρνει το συμβάν απευθείας σε εκατομμύρια σπίτια και πληροφορεί τους τηλεθεατές για τα αιτήματα, τις διαμαρτυρίες ή τους πολιτικούς στόχους των τρομοκρατών. Η σύγχρονη τρομοκρατία διαφέρει από εκείνη του παρελθόντος, καθώς τα θύματά της συχνά είναι αθώοι πολίτες που επιλέγονται στην τύχη ή που απλώς τυχαίνει να βρίσκονται στο χώρο όπου διαδραματίζονται οι τρομοκρατικές ενέργειες.
Πολλές τρομοκρατικές ομάδες της Ευρώπης θυμίζουν τους αναρχικούς του 19ου αιώνα ως προς την πολιτική τους απομόνωση και τους μη εφικτούς στόχους που θέτουν. Καθώς δεν υποστηρίζονται από μια λαϊκή βάση, οι εξτρεμιστές υποκαθιστούν τη νόμιμη πολιτική δραστηριότητα με βίαιες ενέργειες.
Η τρομοκρατία στη σύγχρονη εποχή
Η τρομοκρατία κατά τον 21ο αιώνα έχει φτάσει σε μια επικίνδυνη κλιμάκωση, καθώς τόσο τα τεχνολογικά επιτεύγματα σε επίπεδο εξοπλισμού όσο και η διάδοση του διαδικτύου έχουν επιτρέψει το σχεδιασμό και την πραγματοποίηση πολύνεκρων χτυπημάτων ακόμη και σε χώρες που έχουν υψηλή ασφάλεια και μέχρι πρότινος θεωρούνταν καλά προφυλαγμένες, όπως είναι για παράδειγμα οι Ηνωμένες Πολιτείες. Το διαδίκτυο, μάλιστα, έχει καταστήσει εφικτό τον «προσηλυτισμό» νέων μελών ακόμη και σε τρομοκρατικές οργανώσεις που έχουν τη βάση τους σε άλλες χώρες και δεν θα είχαν παλαιότερα μια τέτοια δυνατότητα. Μέσω του διαδικτύου επιτυγχάνεται η στρατολόγηση νέων κυρίως ατόμων που δεν έχουν επαρκείς πνευματικές αντιστάσεις και θεωρούν πως με τη συμμετοχή τους στη δράση μιας τρομοκρατικής οργάνωσης υπηρετούν κάποιον ανώτερο σκοπό, σε σχέση με την ανούσια -όπως τη νομίζουν- προσωπική τους ζωή που δεν τους προσφέρει την επιθυμητή ικανοποίηση.
Οργανώσεις, όπως είναι η Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος (ISIS: Islamic State of Iraq and Syria), τα μέλη των οποίων είναι φανατικοί Ισλαμιστές και ακολουθούν μια πολιτική που τους φέρνει σε απευθείας ρήξη με τις αρχές και τα πιστεύω της Δύσης, φέρουν την ευθύνη για τα πλέον φονικά τρομοκρατικά χτυπήματα των τελευταίων δεκαετιών.
Έντονη είναι πλέον η αξιοποίηση του διαδικτύου από τις τρομοκρατικές οργανώσεις που βρίσκουν σε αυτό πρόσφορο έδαφος για τη διεξαγωγή προπαγάνδας, για την προσέλκυση νέων μελών, αλλά και για την επίτευξη αναίμακτων χτυπημάτων μέσα από τις λεγόμενες «κυβερνοεπιθέσεις» σε ιστοσελίδες αντίπαλων κυβερνήσεων ή οργανώσεων.
Αίτια ανάπτυξης της τρομοκρατίας
- Ως κύριο αίτιο του φαινομένου της τρομοκρατίας καταγράφεται ο φανατισμός είτε αυτός είναι πολιτικός, φυλετικός, εθνικός είτε θρησκευτικός, μιας και οδηγεί τα άτομα και τις ομάδες στην υιοθέτηση ακραίων επιλογών δράσης. Με την ακλόνητη πεποίθηση πως η δική τους θέση είναι η ορθή και με τη σκέψη πως δεν έχουν άλλη δυνατότητα να υποστηρίξουν τα δίκαια αιτήματά τους καταφεύγουν στη βία, αφού τη θεωρούν ως τη μόνη ενδεδειγμένη επιλογή για να δοθεί η δέουσα προσοχή από τη διεθνή κοινή γνώμη στα αιτήματα και στις απόψεις τους. Οι φανατικοί Ισλαμιστές, για παράδειγμα, εφόσον γνωρίζουν πως δεν μπορούν να αφανίσουν τις υπόλοιπες θρησκείες, επιδιώκουν μέσα από τα φονικά χτυπήματα που διενεργούν να προκαλέσουν το αίσθημα του φόβου στις υπόλοιπες κοινωνίες και να λάβουν έτσι το σεβασμό που θεωρούν πως τους αναλογεί. Ο θρησκευτικός αυτός φανατισμός, ωστόσο, αποτελεί μία μόνο από τις αιτίες του φαινομένου, και η περίπτωση των Ισλαμιστών αποτελεί μια ξεχωριστή πτυχή της τρομοκρατίας που απαιτεί ειδικούς χειρισμούς για να τεθεί υπό έλεγχο.
- Άλλες οργανώσεις, που δεν έχουν τέτοιας έκτασης διάδοση ούτε καταφεύγουν σε ανάλογες βιαιότητες, έχουν ως στόχο τους να αναδείξουν την αντιλαϊκή φύση του καπιταλιστικού συστήματος που καταδικάζει μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην οικονομική εξαθλίωση. Το δικό τους κίνητρο, επομένως, δεν είναι η αφοσίωση σε κάποια θρησκεία, αλλά η βαθιά αίσθηση της αδικίας που συντελείται στον κόσμο μέσα από τον κυρίαρχο τρόπο οικονομικής οργάνωσης.
- Άλλοτε η τρομοκρατία λειτουργεί ως μόνη επιλογή εκείνων των μικρών εθνοτήτων που δεν τους έχει δοθεί η δυνατότητα να αποκτήσουν κρατική υπόσταση αποκτώντας τα αναγκαία εδάφη. Μη έχοντας, λοιπόν, τη δυνατότητα να προχωρήσουν στη διενέργεια ενός συστηματικού πολέμου με τα μεγαλύτερα έθνη που τους αρνούνται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της δημιουργίας κράτους, καταφεύγουν σε σποραδικά τρομοκρατικά χτυπήματα προκειμένου να υπενθυμίζουν με δυναμικό τρόπο το διαρκές αίτημά τους.
Ορισμένες φορές, εντούτοις, η όποια στρατιωτική δράση αυτών των εθνοτήτων ονομάζεται «τρομοκρατική» από τα ισχυρότερα έθνη, μόνο και μόνο για να υπονομευτεί και να μπορέσει έτσι να καταδικαστεί σε διεθνές επίπεδο, χωρίς να εκπληρωθεί το πάγιο αίτημά τους. Σαφές παράδειγμα αποτελούν οι αγώνες των Κούρδων που διεκδικούν πολλές δεκαετίες τώρα το δικαίωμα να ιδρύσουν το δικό τους κράτος, και οι οποίοι αντιμετωπίζονται από τους Τούρκους ως κοινοί τρομοκράτες, μιας και η Τουρκία δεν επιθυμεί να τους παραχωρήσει τα εδάφη που διεκδικούν. Έτσι, ένας εθνικός στην ουσία του αγώνας, αποκαλείται και αντιμετωπίζεται ως τρομοκρατικός.
- Άλλοτε η δράση μιας τρομοκρατικής οργάνωσης μπορεί να έχει στόχους που περιορίζονται αποκλειστικά στο εσωτερικό ενός κράτους και να επιχειρείται η έκφραση αντίδρασης στις πολιτικές επιλογές της χώρας, στην εκλεγμένη κυβέρνηση ή στην εξωτερική πολιτική του κράτους. Ένας κράτος, για παράδειγμα, που αδυνατεί να ισορροπήσει την οικονομία του, με αποτέλεσμα να προκαλούνται αυξανόμενες κοινωνικές εντάσεις, είναι πιθανό να οδηγήσει μεμονωμένα άτομα ή ολιγομελείς οργανώσεις στην εκδήλωση μιας πιο δυναμικής αντίδρασης.
Συνέπειες της τρομοκρατίας
Η τρομοκρατία, ιδίως όταν καταφεύγει σε τυφλά χτυπήματα εναντίον αθώων πολιτών, συνιστά μια κατάφωρη παραβίαση του δικαιώματος των ανθρώπων να ζουν ελεύθεροι και δίχως φόβο. Αψηφά την απόλυτη αξία που αναγνωρίζει κάθε δημοκρατική χώρα στην ανθρώπινη ζωή και στην αξιοπρέπεια των πολιτών, και επιφέρει πολύνεκρα χτυπήματα, τα οποία πέρα από τις απώλειες των θυμάτων, σκορπούν το φόβο στην ψυχή των υπόλοιπων πολιτών και κλονίζουν την εμπιστοσύνη τους στην ασφάλεια που τους παρέχει η πολιτεία τους. Οι πολίτες αδυνατούν, έτσι, να απολαύσουν την ελευθερία και τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματά τους, και αισθάνονται ως οι επόμενοι πιθανοί στόχοι των τρομοκρατών.
Επικρατεί ένα ψυχοφθόρο εκφοβιστικό κλίμα που αναιρεί κάθε έννοια δημοκρατικότητας και εξωθεί τα κράτη να ενισχύουν την αστυνόμευση των πόλεων και τους ελέγχους σε αεροδρόμια και λιμάνια, και μετατρέπει τις επιμέρους χώρες σε τόπους όπου η αστυνομία και ο στρατός κάνουν παντού αισθητή την παρουσία τους. Το αποτέλεσμα, βέβαια, είναι να χάνουν οι πολίτες περαιτέρω την αίσθηση πως ζουν σε μια ελεύθερη χώρα, αφού αυτό που αντικρίζουν είναι ολοένα και πιο εντατικοί έλεγχοι, υπό ένα καθεστώς αυστηρής και, φυσικά, δαπανηρής αστυνόμευσης.
Τα αυστηρά μέτρα αστυνόμευσης και ελέγχου, ωστόσο, είναι η μία πτυχή του ζητήματος, καθώς άμεσο αποτέλεσμα ενός τρομοκρατικού χτυπήματος, όταν αυτό προέρχεται από μια αλλοεθνή τρομοκρατική οργάνωση, όπως είναι για παράδειγμα το Ισλαμικό Κράτος, είναι η ένταση στις διακρατικές σχέσεις, αφού το κράτος που έχει δεχτεί το τρομοκρατικό χτύπημα κι έχει θρηνήσει των απώλεια πολλών πολιτών του, επιλέγει συνήθως να καταφύγει σε στρατιωτική δράση προκειμένου να καταστήσει σαφές πως καμία τέτοια τρομοκρατική ενέργεια δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητη. Τίθεται, έτσι, αφενός σε κίνδυνο η ειρήνη και αφετέρου ενισχύεται ακόμη περισσότερο ο φανατισμός των τρομοκρατών που κατόπιν σχεδιάζουν να κλιμακώσουν και τη δική τους δράση. Ένας φαύλος κύκλος βιαιότητας με τελικά θύματα ακόμη περισσότερους πολίτες.
Αντιμετώπιση της τρομοκρατίας
Η φύση του φαινομένου είναι τέτοια που καθιστά σχεδόν αδύνατη την εξάλειψή του, καθώς ακόμη κι αν κάθε δημοκρατικό κράτος κατορθώσει να περιορίσει δραστικά τους εσωτερικούς παράγοντες που λειτουργούν ως αιτίες πρόκλησης δυσαρέσκειας στους πολίτες, όπως είναι οι οικονομικές ανισότητες, η ανεργία και η φτώχεια, θα υπάρχουν πάντοτε ζητήματα που ξεπερνούν τις εσωτερικές δυνατότητες κάθε μεμονωμένου κράτους. Ο θρησκευτικός φανατισμός, για παράδειγμα, που κινητοποιεί τις οργανώσεις των Ισλαμιστών είναι ένα ζήτημα που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με μόνες τις προσπάθειες ενός κράτους, και πολύ πιθανά δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε με τη συλλογική προσπάθεια πολλών κρατών. Προκύπτει, έτσι, ως αναγκαία επιλογή η καταφυγή στη λήψη εκείνων των μέτρων που θα ενισχύσουν την παρεχόμενη ασφάλεια και την πρόληψη ανάλογων δράσεων μέσα από τον αυστηρό έλεγχο της διακίνησης όπλων και εκρηκτικών υλών, αλλά και των χρημάτων εκείνων που καταλήγουν στις επιμέρους τρομοκρατικές οργανώσεις.
Οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις, για παράδειγμα, εναντίον των Ευρωπαίων πολιτών και των αξιών της Ευρώπης συντονίστηκαν σε κλίμακα που υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα και πρέπει να αποτελέσουν αφορμή συνεργασίας για να αντιμετωπιστούν οι εν λόγω απειλές, με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Παρόλο που η ευθύνη για την εξασφάλιση της εσωτερικής ασφάλειας εναπόκειται πρωτίστως στα κράτη μέλη, ο διασυνοριακός χαρακτήρας αυτών των εγκλημάτων επιβάλλει να μην περιοριστούμε στις μεμονωμένες προσπάθειες των χωρών να ενεργούν αυτόνομα και απαιτεί παρέμβαση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης και τη διευκόλυνση της συνεργασίας, την ανταλλαγή πληροφοριών και την ανάληψη κοινής δράσης.
latistor.blogspot.com
Περισσότερο εκπαιδευτικό υλικό για το Λύκειο εδώ.