Εκπρόσωποι - Λογοτέχνες:
Γιώργος Δροσίνης, Θαλασσινά τραγούδια
Γιάννης Ρίτσος, Τζιτζίκια στήσαν το χορό και
Οδυσσέας Ελύτης, Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι
Ίταλο Καλβίνο, Μανιτάρια στην πόλη
Γιώργος Δροσίνης, Θαλασσινά τραγούδια
Γιάννης Ρίτσος, Τζιτζίκια στήσαν το χορό και
Οδυσσέας Ελύτης, Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι
Ίταλο Καλβίνο, Μανιτάρια στην πόλη
O ANΘPΩΠOΣ KAI H ΦYΣH • ΠOΛΗ - YΠΑΙΘΡOΣ
Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Το πρώτο πρωί του κόσμου (λεπτομέρεια)
Η ΦYΣΗ ME THN OMOPΦIA της γίνεται πηγή απόλαυσης και αρμονίας
για τον άνθρωπο, με τα αρώματα και τους χυμούς της γεννά επιθυμίες
για τη ζωή και τον έρωτα, με τα χρώματα και τους ήχους της
γίνεται τόπος παιχνιδιού και χαράς για τα παιδιά. Όμως, στην επαφή
του με το περιβάλλον ο άνθρωπος πολλές φορές ενεργεί
καταστροφικά, διαταράσσει τις ισορροπίες που διέπουν το οικοσύστημα,
με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η ίδια η ύπαρξή του. Η λογοτεχνία
έχει υμνήσει με πολλούς τρόπους την ομορφιά που υπάρχει γύρω
μας —στην ύπαιθρο, στην πόλη, στη θάλασσα— και με άμεσο ή
έμμεσο τρόπο μάς δείχνει ότι η φύση αποτελεί πηγή ζωής και πως η
προστασία της είναι απαραίτητη για την επιβίωσή μας.
|
Γλυκά φυσά ο μπάτης, η θάλασσα δροσίζεται, στα γαλανά νερά της ο ήλιος καθρεφτίζεται· και λες πως παίζουν μ’ έρωτα πετώντας δίχως έννοια ψαράκια χρυσοφτέρωτα σε κύματ’ ασημένια. Στου καραβιού το πλάι ένα τρελό δελφίνι γοργόφτερο πετάει και πίσω μάς αφήνει. και σαν να καμαρώνεται της θάλασσας το άτι με τους αφρούς του ζώνεται και μας γυρνά την πλάτη. Χιονοπλασμένοι γλάροι, πόχουν φτερούγια ατίμητα και για κανένα ψάρι τα μάτια τους ακοίμητα, στα ξάρτια τριγυρίζοντας ακούραστοι πετούνε ή με χαρά σφυρίζοντας στο πέλαγος βουτούνε. Και γύρω καραβάκια στη θάλασσ’ αρμενίζουν σαν άσπρα προβατάκια που βόσκοντας γυρίζουν με χαρωπά πηδήματα στους κάμπους όλη μέρα, κι έχουν βοσκή τα κύματα, βοσκό τους τον αέρα.
Λ. Πολίτη, Ποιητική Ανθολογία,
τόμ. 6, Δωδώνη
|
*μπάτης: ελαφρό θαλασσινό αεράκι, αύρα *άτι: άλογο *ζώνεται: τυλίγεται *πόχουν: που έχουν *ατίμητα: ανεκτίμητα *ξάρτια: τα σκοινιά των πλοίων που στηρίζουν τα πανιά
Ερωτήσεις |
---|
1 Σε κάθε στροφή κυριαρχεί
μια μορφή του θαλασσινού κόσμου. Bρείτε ποια είναι αυτή σε κάθε
περίπτωση και περιγράψτε τη συμπεριφορά της. 2 Στην τελευταία στροφή συμπλέκονται δύο διαφορετικοί κόσμοι. Eντοπίστε τους και περιγράψτε τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής συσχετίζει αυτούς τους δύο κόσμους. 3 Τα εκφραστικά μέσα που κυριαρχούν στο ποίημα είναι τα επίθετα, τα υποκοριστικά, οι μεταφορές. Βρείτε μερικά από αυτά. Συζητήστε επίσης τη στιχουργική και την ομοιοκαταληξία του. Διαθεματικές εργασίες 1 Αναζητήστε στην αρχαία ελληνική μυθολογία μύθους που να αναφέρονται στα δελφίνια και στη σχέση τους με τους ανθρώπους. Ζητήστε και από τον καθηγητή της Βιολογίας να σας μιλήσει για τα γνωρίσματα και τη συμπεριφορά των δελφινιών. 2 Ζωγραφίστε μια εικόνα από αυτές που περιγράφονται στο ποίημα. Μπορείτε στη συνέχεια να φτιάξετε με τις εικόνες σας έναν πίνακα-κολάζ και να στολίσετε την τάξη σας. |
|
Τζιτζίκια στήσαν το χορό στο ντάλα μεσημέρι και στέκουν γύρω τα παιδιά και παίζουν παλαμάκια. Mια πεταλούδα διάφανη, πορτοκαλιά και μαύρη, στου γέρου κόσμου στάθηκε τα φρύδια επάνω, αντήλιο, κι έπαιζε και κρυφόγνεφε της πίκρας μαντιλάκι.
Γ. Ρίτσος, Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού, Kέδρος
|
Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι | |
Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα Iδρώνει ο ήλιος τρέμει το νερό Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε Στάχυα ψηλά λυγίζουνε το μελαψό ουρανό. [...] Πέρα μέσ’ στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα O ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει Aπ’ τη μασχάλη τους γλυκά στάζει το μοσχοκάρυδο.
O. Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος
|
*ντάρια (το ντάρι): κοινή ονομασία του κεχριού, ο καρπός του οποίου χρησιμοποιείται ως τροφή ωδικών πτηνών
Ερωτήσεις |
---|
1 Πώς συνδέονται στα δύο ποιήματα τα παιδιά και η φύση; 2 Ποια κοινά στοιχεία στο περιεχόμενο και στη μορφή έχουν τα ποιήματα του Γ. Ρίτσου και του Oδ. Ελύτη; 3 Ποιες αισθήσεις μας κινητοποιούνται, προκειμένου να προσλάβουμε και να απολαύσουμε τις ποιητικές εικόνες; 4 Σε ποια σημεία φαίνεται η αισιόδοξη διάθεση των ποιητών; 5 Πώς συνυπάρχουν μέσα στο ποίημα του Γ. Ρίτσου η χαρούμενη και η πικρή διάσταση της ζωής; 6 Πώς παρουσιάζει ο Oδ. Ελύτης στο ποίημά του την ηλικία της εφηβείας; 7 Βρείτε τις μεταφορές και τις προσωποποιήσεις που υπάρχουν στα ποιήματα. Διαθεματική εργασία Ζωγραφίστε από τις εικόνες των ποιημάτων αυτήν που σας αρέσει περισσότερο. Δημιουργήστε ένα μεγάλο πίνακα-κολάζ με τις εικόνες αυτές. |
Ίταλο Καλβίνο |
Μανιτάρια στην πόλη |
Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το μυθιστόρημα Μαρκοβάλντο ή Oι εποχές στην πόλη, που εκδόθηκε το 1963 στο Τορίνο της Ιταλίας. Το βιβλίο αποτελείται από είκοσι ιστορίες με κοινό πρωταγωνιστή το Μαρκοβάλντο. Κάθε ιστορία ασχολείται με μια εποχή και έτσι σε κάθε εποχή αναλογούν πέντε ιστορίες. |
Μια μέρα, στη στενή πρασιά ενός δρόμου της πόλης, έπεσε, ποιος ξέρει από πού, μια ριπή σπορίων και φύτρωσαν μανιτάρια. Κανείς δεν τα πρόσεξε, εκτός από τον αχθοφόρο Μαρκοβάλντο που κάθε πρωί έπαιρνε αποκεί το τραμ.
Τα μάτια αυτού του Μαρκοβάλντο ήταν άμαθα στη ζωή της πόλης:
πινακίδες, σηματοδότες, βιτρίνες, φωτεινές επιγραφές, αφίσες,
όσο κι αν ήταν μελετημένες να τραβήξουν την προσοχή, ποτέ δεν
προσείλκυαν το βλέμμα του που γλιστρούσε πάνω τους, όπως στην
άμμο της ερήμου. Κι από την άλλη, ένα φύλλο που κιτρίνιζε σ’
ένα κλαδί, ένα φτερό που είχε μπλεχτεί στα κεραμίδια δεν του
ξέφευγαν ποτέ: δεν υπήρχε αλογόμυγα σε άλογο, τρύπα από σαράκι
σε τραπέζι, φλούδα σύκου πατημένη στο πεζοδρόμιο, που να μην
τραβήξει την προσοχή του Μαρκοβάλντο και να μη γίνει
αντικείμενο στοχασμών, καθώς του αποκάλυπτε τις αλλαγές των εποχών, τους
πόθους της ψυχής και τις αθλιότητες της ύπαρξής του.
Έτσι, ένα πρωί, ενώ περίμενε το τραμ που θα τον πήγαινε στην
εταιρεία Svav, όπου εργαζόταν σαν αχθοφόρος, παρατήρησε κάτι
ασυνήθιστο κοντά στη στάση, στο κομμάτι της άγονης και
σκασμένης γης που περιέβαλλε τα δέντρα του δρόμου: σε μερικά σημεία,
στα πόδια των δέντρων, ξεπρόβαλλαν καρούμπαλα που εδώ κι εκεί
ανοίγονταν κι άφηναν να φαίνονται στρογγυλά υπόγεια σώματα.
Έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του και κοίταξε καλύτερα: ήταν
μανιτάρια, πραγματικά μανιτάρια που ξεμύτιζαν μες στην καρδιά της
πόλης! O Μαρκοβάλντο ένιωσε λες και ο γκρίζος και άχαρος κόσμος
που τον περιέβαλλε είχε μονομιάς γεμίσει κρυμμένους θησαυρούς,
οπότε θα μπορούσε να περιμένει κάτι περισσότερο πέρα από την
ωριαία αποζημίωση της
συλλογικής σύμβασης, το επίδομα ακρίβειας,
το οικογενειακό επίδομα και την αποζημίωση του ψωμιού.
Στη δουλειά του ήταν πιο αφηρημένος απ’ ό,τι συνήθως· σκεφτόταν
ότι όσο εκείνος καθόταν και ξεφόρτωνε δέματα και κιβώτια,
τα μανιτάρια, που μόνο αυτός γνώριζε την ύπαρξή τους, μεγάλωναν
αργά και σιωπηλά, η πορώδης σάρκα τους ωρίμαζε,
απομυζούσαν
τους υπόγειους χυμούς, έσπαζαν το φλοιό της γης. «Μια νύχτα να
βρέξει», έλεγε μέσα του, «και θα είναι έτοιμα». Και δεν έβλεπε
την ώρα ν’ ανακοινώσει την ανακάλυψή του στη γυναίκα και στα
παιδιά του.
— Ακούστε τι θα σας πω, είπε, καθώς έτρωγαν το φτωχικό τους γεύμα. Μες στη βδομάδα θα φάμε μανιτάρια! Μια ωραία τηγανιά! Όπως
σας βλέπω και με βλέπετε!
Και περιέγραψε με θέρμη στα μικρότερα παιδιά, που δεν ήξεραν τι
ήταν τα μανιτάρια, την ομορφιά των διαφόρων ειδών, τη λεπτή
τους γεύση και το πώς έπρεπε να μαγειρευτούν· έτσι παρέσυρε στη
συζήτηση και τη γυναίκα του, την Ντομιτίλα, που ως εκείνη
τη στιγμή ήταν μάλλον δύσπιστη και αμέτοχη.
— Και πού είναι αυτά τα μανιτάρια;, ρώτησαν τα παιδιά. Πες μας πού φυτρώνουν!
Στην απορία αυτή μια καχύποπτη σκέψη συγκράτησε τον ενθουσιασμό
του Μαρκοβάλντο: «Αν τους πω το μέρος, θα μαζέψουν μια συμμορία
αλητάκια, θα παν να τα βρουν, θα μαθευτεί στη γειτονιά και τα
μανιτάρια θα καταλήξουν σε ξένες κατσαρόλες!». Έτσι η ανακάλυψη
εκείνη, που του είχε γεμίσει την καρδιά με αγάπη για όλο τον
κόσμο, τώρα του δημιουργούσε τη μανία της ιδιοκτησίας, τον τύλιγε
μέσα σ’ ένα ζηλότυπο και δύσπιστο φόβο.
— Το μέρος των μανιταριών το ξέρω εγώ και μόνο εγώ, είπε στα παιδιά του, κι αλίμονό σας αν σας ξεφύγει κουβέντα.
Το άλλο πρωί ο Μαρκοβάλντο, καθώς πλησίαζε στη στάση του τραμ, ήταν γεμάτος ανησυχία. Έσκυψε στην πρασιά και με ανακούφιση
είδε ότι τα μανιτάρια είχαν μεγαλώσει λίγο, μια σταλίτσα μόνο, το χώμα συνέχιζε να τα κρύβει σχεδόν ολότελα.
Εκεί που ήταν γονατισμένος, ένιωσε κάποιον πίσω του. Μονομιάς
σηκώθηκε και προσπάθησε να παραστήσει τον αδιάφορο. Ένας οδοκαθαριστής
τον κοίταζε στηριγμένος στη σκούπα του.
Αυτός ο οδοκαθαριστής, στου οποίου την επικράτεια βρίσκονταν τα
μανιτάρια, ήταν ένας
διοπτροφόρος και κρεμανταλάς νεαρός.
Λεγόταν Αμάντιτζι και ο Μαρκοβάλντο τον αντιπαθούσε από καιρό,
ίσως για εκείνα τα γυαλιά του που ξεψάχνιζαν την άσφαλτο των
δρόμων, για να βρουν ίχνη της φύσης και να τα σβήσουν με τη
σκούπα.
Ήταν Σάββατο· ο Μαρκοβάλντο πέρασε την ημιαργία του
τριγυρίζοντας δήθεν άσκοπα κοντά στην πρασιά, παρακολουθώντας από μακριά
τον οδοκαθαριστή και τα μανιτάρια και υπολογίζοντας πόσο καιρό ήθελαν να μεγαλώσουν.
Τη νύχτα έβρεξε: όπως οι αγρότες, που έπειτα από μήνες ξηρασίας ξυπνούν και χορεύουν από χαρά στον ήχο των πρώτων
σταγόνων, έτσι κι ο Μαρκοβάλντο ήταν ο μόνος στην πόλη που ξύπνησε,
ανακάθισε στο κρεβάτι και φώναξε τους δικούς του: «Βρέχει,
βρέχει» και ανέπνευσε τη μυρωδιά της βρεγμένης σκόνης και της δροσερής
υγρασίας που ερχόταν απέξω.
Τα χαράματα —ήταν Κυριακή— έτρεξε γρήγορα στην πρασιά μαζί με τα παιδιά του και ένα δανεικό καλάθι. Και να τα μανιτάρια, στητά
στους κορμούς τους, με τις κουκούλες τους να ξεπροβάλλουν από το μουσκεμένο ακόμα χώμα.
— Ζήτω!, και όρμησαν να τα μαζέψουν.
— Μπαμπά, κοίτα εκείνο τον κύριο πόσα έχει μαζέψει!, είπε ο
Μικελίνο, και ο πατέρας του, σηκώνοντας το κεφάλι, είδε τον Αμάντιτζι
να στέκεται δίπλα τους μ’ ένα καλάθι γεμάτο μανιτάρια στο χέρι.
— Α, κι εσείς μαζεύετε;, είπε ο οδοκαθαριστής. Ώστε τρώγονται,
ε; Μάζεψα λίγα, αλλά δεν ήξερα αν μπορούν να φαγωθούν… Πιο
κάτω, στο δρόμο, έχει κι άλλα μεγαλύτερα… Εντάξει, τώρα που
ξέρω, πάω να ειδοποιήσω τους δικούς μου που κάθονται εκεί και
συζητάνε αν πρέπει να τα μαζέψουμε ή να τ’ αφήσουμε… — και
απομακρύνθηκε βιαστικά.
O Μαρκοβάλντο έμεινε άναυδος: να υπάρχουν μεγαλύτερα μανιτάρια
και να μην τα έχει προσέξει, μια τέτοια ανέλπιστη σοδειά και
να του την κλέψουν κάτω από τη μύτη; Για μια στιγμή σχεδόν
κοκάλωσε από οργή, από λύσσα, έπειτα —όπως συχνά συμβαίνει— οι
προσωπικές εμπάθειες μεταμορφώθηκαν σε μια παρόρμηση
γενναιοδωρίας. Την ώρα εκείνη πολύς κόσμος περίμενε το τραμ, με τις
ομπρέλες
κρεμασμένες στο μπράτσο, διότι ο καιρός ήταν ακόμα υγρός και
αβέβαιος.
— Έι, εσείς! Θέλετε να φάτε τηγανητά μανιτάρια απόψε;, φώναξε ο
Μαρκοβάλντο στον κόσμο που ήταν μαζεμένος στη στάση. Έχουν
βγει μανιτάρια εδώ, στο δρόμο! Ελάτε μαζί μου! Έχει για όλους! —
και πήρε από πίσω τον Αμάντιτζι μ’ ένα τσούρμο ανθρώπους
να τον ακολουθεί.
Βρήκαν αρκετά μανιτάρια για όλους και, επειδή δεν είχαν καλάθια, τα έβαλαν στις ανοιχτές τους ομπρέλες. Κάποιος είπε:
— Ωραία θα ήταν να τρώγαμε όλοι μαζί!
Όμως ο καθένας πήρε τα μανιτάρια του και πήγε σπίτι του.
Ωστόσο σύντομα ξανασυναντήθηκαν, το ίδιο κιόλας βράδυ, στον ίδιο θάλαμο του νοσοκομείου, έπειτα από την πλύση στομάχου που
τους έσωσε όλους από δηλητηρίαση: όχι σοβαρή, διότι κανείς τους δεν είχε φάει μεγάλη ποσότητα.
O Μαρκοβάλντο και ο Αμάντιτζι ήταν σε διπλανά κρεβάτια και αγριοκοίταζαν ο ένας τον άλλο.
Ί. Καλβίνο, Μαρκοβάλντο ή Oι εποχές στην πόλη, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Καστανιώτης
|
*αχθοφόρος: αυτός που μεταφέρει φορτία *συλλογική σύμβαση: σύμβαση εργασίας *απομυζούσαν: ρουφούσαν *διοπτροφόρος: αυτός που φορά γυαλιά
O Ίταλο Καλβίνο (1923-1985) είναι πεζογράφος και δοκιμιογράφος ιταλικής καταγωγής. Σπούδασε γεωπονία και φιλολογία. Εμφανίστηκε στα ιταλικά γράμματα το 1947. Τα πρώτα έργα του είναι εμπνευσμένα από την αντίσταση των Ιταλών εναντίον του γερμανικού φασισμού. Στα επόμενα έργα του πραγματεύεται την πολυπλοκότητα της σύγχρονης ζωής, ενώ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις που έχει η εκβιομηχάνιση στη ζωή των ανθρώπων. Κυριότερα βιβλία του: Oι πρόγονοί μας: ο διχασμένος υποκόμης (1952), O αναρριχώμενος βαρόνος (1957) και O ανύπαρκτος ιππότης (1959) (τριλογία μυθιστορημάτων), Oι δύσκολοι έρωτες (1958, διηγήματα), Μαρκοβάλντο ή Oι εποχές στην πόλη (1963), Το κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων (1969), Oι αόρατες πόλεις (1972), Πάλομαρ (1983). |