Στις αρχές του 20ού αιώνα, το γλωσσικό ζήτημα βρισκόταν συνεχώς στο προσκήνιο. Από τη μία μεριά, οι υπέρμαχοι της καθαρεύουσας και από την άλλη οι θιασώτες της δημοτικής, τους οποίους οι πρώτοι χαρακτήριζαν σκωπτικά “μαλλιαρούς”.
Οι μεταξύ τους διαμάχες ήταν συχνές και έντονες. Σε δύο περιπτώσεις, μάλιστα, ξέσπασαν αιματηρές συγκρούσεις: τα Ευαγγελικά, το 1901, και τα Ορεστειακά, το 1903.
Ανάμεσα στους πιο επιφανείς δημοτικιστές ήταν ο ποιητής Κωστής Παλαμάς. Πίστευε βαθιά πως η επίσημη γλώσσα του κράτους έπρεπε να είναι κατανοητή στον λαό.
Αν και υπέρμαχος της δημοτικής, ο Παλαμάς ήταν μετριοπαθής και απέφευγε τις συγκρούσεις πάνω στο θέμα της γλώσσας. Η καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαρία Δημάκη-Ζώρα αναφέρει στη “ΜτΧ“:
“Στα Ευαγγελικά και στα Ορεστειακά, ο Παλαμάς είχε δηλώσει τη θέση του υπέρ της δημοτικής γλώσσας. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ως γενικός γραμματέας, χρησιμοποιούσε πάντοτε την καθαρεύουσα, την επίσημη γλώσσα του κράτους. Δεν είχε ποτέ δώσει κανένα δικαίωμα στους ανωτέρους του, στους πρυτάνεις και στη σύγκλητο να τον επιτιμήσουν για οτιδήποτε“.
Το άρθρο που προκάλεσε αντιδράσεις
Ο Παλαμάς αρθρογραφούσε τακτικά στο περιοδικό “Νουμάς”, το οποίο υπερασπιζόταν την δημοτική γλώσσα. Το Φεβρουάριο του 1911, έγραψε ένα κείμενο υπό τον τίτλο “Για να το διαβάσουν και τα παιδιά”.
Ο Κωνσταντίνος Κασίνης, Ομότιμος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας ανέφερε στη “ΜτΧ” το πιο σημαντικό κομμάτι και το κεντρικό νόημα του κειμένου:
“Η δημοτική γλώσσα είναι η αρετή μου. Σε αυτή τη γλώσσα θα γράφω και σε αυτήν προτρέπω να γράφουν και όσοι θέλουν να γράψουν πραγματική λογοτεχνία, διότι αυτή είναι η γλώσσα της καρδιάς, η γλώσσα με την οποία μας θηλάζει η μάνα μας. Αυτή είναι η σωστή γλώσσα”.
Το κείμενο προκάλεσε τις σφοδρές αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων. Ετεροκατευθυνόμενοι φοιτητές ζήτησαν την απόλυση του Παλαμά από τη Γραμματεία του Πανεπιστημίου Αθηνών, που τότε ονομαζόταν Εθνικό, θέση στην οποία βρισκόταν από το 1897, ύστερα από απόφαση του τότε Υπουργού Δημόσιας Εκπαίδευσης, Ανδρέα Παναγιωτόπουλου.
Η κ. Δημάκη-Ζώρα εξηγεί: “Στο άρθρο στο “Νουμά”, ο Παλαμάς έγραφε ότι είναι “μαλλιαρός” και είναι περήφανος για αυτή την ιδιότητα. Με αφορμή αυτό, φοιτητές συγκεντρώθηκαν έξω από το Πανεπιστήμιο και θέλησαν να ανέβουν στο γραφείο του γενικού γραμματέως, για να διαμαρτυρηθούν έντονα για τη δήλωσή του υπέρ της δημοτικής γλώσσας.
Οι φοιτητές φαίνεται ότι είχαν υποκινηθεί από τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής, Γεώργιο Μιστριώτη και, όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, ανέβηκαν προς την πρυτανεία με απειλητικές διαθέσεις. Όμως, αναχαιτίστηκαν από τους πιο ήρεμους και από τον πρύτανη Εμμανουήλ Ζολώτα“.
“Ένας διαστρεβλωτής και υβριστής της ελληνικής γλώσσης”
Εκτός από τους φοιτητές, υπήρξαν και πολιτικοί που απαίτησαν την απόλυση του δημοτικιστή Παλαμά. Τον Φεβρουάριο του 1911, στη Βουλή των Ελλήνων διεξαγόταν συζήτηση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος.
Με αφορμή το γλωσσικό ζήτημα, ξέσπασαν έντονες συγκρούσεις και από τα “βέλη” των πολεμίων της δημοτικής δεν γλίτωσε ούτε ο Κωστής Παλαμάς.
Ο βουλευτής, Νικόλαος Μπουφίδης ήταν ένας από τους πιο σφοδρούς επικριτές του ποιητή. Χαρακτήρισε “απορίας άξιον το πώς ο κ. υπουργός της Παιδείας διατηρεί ακόμη εις την θέσιν του γραμματέως του Εθνικού μας Πανεπιστημίου έναν διαστρεβλωτήν και υβριστήν της ελληνικής γλώσσης“.
Πρότεινε, επίσης, να απαγορευτεί η πρόσληψη δημοτικιστών στο Δημόσιο. Την ίδια περίοδο, ο αδερφός του Νικόλαου Μπουφίδη, Μιλτιάδης πρωτοστατούσε στη δίωξη ενός άλλου επιφανούς δημοτικιστή: του διευθυντή του Παρθεναγωγείου Βόλου, Αλέξανδρου Δελμούζου.
Η απάντηση του Λορέντζου Μαβίλη προς τους επικριτές του Παλαμά έμεινε στην ιστορία: “Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν“.
Η απόλυση του Παλαμά και η απάντηση του “Νουμά”
Τελικά, οι οπαδοί της καθαρεύουσας πέτυχαν τον κοινό τους σκοπό. Με απόφαση του τότε Υπουργού Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Απόστολου Αλεξανδρή, ο Παλαμάς απολύθηκε για ένα μήνα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το σκεπτικό ήταν πως, ως δημόσιος υπάλληλος, δεν είχε το δικαίωμα να υπερασπίζεται μία μορφή γλώσσας που δεν ήταν η επίσημη του κράτους. Όπως έγραφε το σχετικό έγγραφο:
“[…] διότι επιλαθόμενος της υπηρεσιακής αυτού ιδιότητος και του εκ ταύτης μείζονος σεβασμού προς τας Συνταγματικάς διατάξεις εξήνεγκε τας κοινωνικάς του περί γλώσσης δημιοσιογραφικώς, προκλητικήν δεικνύων δι αυτάς υπερηφάνειαν […] Δια ταύτα τιμωρούμεν τον Κ. Παλαμάν δια μηνιαίας προσωρινής απολύσεως”.
Στο άκουσμα της απόφασης, το περιοδικό “Νουμάς” αντέδρασε δημοσιεύοντας μια αιχμηρή κριτική:
“Είναι η πρώτη πράξη που τόσο φανερά, τόσο λαφροσυνείδητα, έρχεται να δείξει τον καταδιωγμό για τη λευτεριά, που ιδρύθηκε στην Ελλάδα, ύστερα από την περίφημη επανάσταση του 1909 […] Βάρβαρο κράτος σαν το Ελληνικό, με αμόρφωτο λαό, δεν μπορούσε παρά να πέση τελειωτικό θύμα”.
Η υστεροφημία του “εθνικού ποιητή”
Ο Παλαμάς αποδέχθηκε την τιμωρία του με καρτερικότητα και υπομονή. Ήταν κάτι πολύ μικρό μπροστά στις απώλειες των γονιών του και του παιδιού του.
Στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Πανεπιστημίου έμεινε 31 ολόκληρα χρόνια και δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει ποιήματα. Αφυπηρέτησε επίσημα το Μάρτιο του 1928, διότι ένιωθε πιεσμένος και κουρασμένος, όπως εξομολογήθηκε σε γράμμα του προς την αγαπημένη του Ελένη Κορτζά, γνωστή σε εκείνον ως “Ραχήλ”.
Οι υπάλληλοι του Πανεπιστημίου, που τον αγαπούσαν πολύ, του έκαναν το τραπέζι στο Παλαιό Φάληρο. Από την πλευρά της, η Σύγκλητος τίμησε τον Παλαμά με μια σειρά εκδηλώσεων.
Ο Κωστής Παλαμάς δεν παρατηρούσε αποστασιοποιημένος τα δρώμενα. Ήταν διαρκώς παρών στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Ελλάδας. Η ποίησή του κατακεραύνωνε τη διαφθορά, αφύπνιζε συνειδήσεις, έδινε ελπίδα και δύναμη στο λαό και υμνούσε τον έρωτα.
Έλαβε επάξια τον τίτλο του εθνικού ποιητή, μετά το Διονύσιο Σολωμό, και διόλου τυχαία η κηδεία του, τον Φεβρουάριο του 1943, μετατράπηκε σε παλλαϊκή διαδήλωση κατά των κατακτητών.
Πλήθος κόσμου και επιφανών διανοουμένων συνέρρευσε για να τιμήσει τον ποιητή που σφράγισε με το έργο του μισό αιώνα ελληνικής ιστορίας.